Ο «νόμος των παραδοξοτήτων» δεν έχει εφαρμογή μόνο στην Ιστορία ή στην πολιτική. Πράγματι, αντίθετα με ό,τι κάποιος θα μπορούσε να περιμένει, βασική νεοελληνική λέξη, εκείνη που ως πρόσφατα χαρακτήριζε τη ζωή των ανθρώπων σε πόλεις και χωριά, αυτή που πολύ δύσκολα αποδίδεται σε άλλες γλώσσες, δεν είναι προέλευσης ελληνικής αλλά ισπανικής ­ ή, μάλλον, καταλανικής για την ακρίβεια.


Πρόκειται για τη λέξη παρέα· ετυμολογείται από το Parella, καταλανική μορφή του Pareja, και σημαίνει δύο πρόσωπα που μαζί κάνουν κάτι. Πρόκειται δηλαδή για βασικό κατάλοιπο της καταλανικής κυριαρχίας στην Αθήνα.


Το ζήτημα είναι πώς λέξη ξένη ενσωματώθηκε, μέσω του αθηναϊκού ιδιώματος, στον οιονεί πυρήνα της γλώσσας μας, χαρακτηρίζοντας μάλιστα κοινωνική δομή την οποία δύσκολα μπορεί κάποιος να συναντήσει σε χώρες της λοιπής Ευρώπης. Η απάντηση εν προκειμένω δεν είναι δυσχερής: Οι Καταλανοί, η κυριαρχία των οποίων στην Αθήνα καταλύθηκε οριστικά μόνο στα 1388, είχαν επιβάλει, στην επικράτειά τους, τη δική τους γλώσσα ως επίσημη. Αυτό δεν το είχαν κάνει ούτε οι πριν από αυτούς Φράγκοι ούτε οι Ιταλοί που τους διαδέχθηκαν.


Οι Καταλανοί πώς βρέθηκαν στην Αθήνα; Η απάντηση πρέπει να αναζητηθεί στη χαοτική κατάσταση που επικράτησε στις ελληνικές χώρες μετά την Δ΄ Σταυροφορία και τη συνακόλουθη ­ πρώτη ­ άλωση της Κωνσταντινούπολης. Η κατάσταση αυτή υπήρξε λίκνο όπου μεγάλωσε η οθωμανική απειλή, η οποία, τελικώς, κατάπιε τα πάντα στην Ελλάδα. Πράγματι, αν και η Κωνσταντινούπολη απελευθερώθηκε στα 1261 και το αυτοκρατορικό αξίωμα ανέκτησε τότε διάσταση ουσιαστική, ωστόσο το Κράτος των Ελλήνων του Μεσαίωνα δεν ήταν πια σε θέση να διεξαγάγει τον διμέτωπο αγώνα που απαιτούσαν οι περιστάσεις. Οι ακρίτες, μορφές θρυλικές, διευρωπαϊκής σημασίας, κατά τις αρχές του ΙΔ’ αιώνα έπαψαν να αποτελούν δύναμη υπολογίσιμη· η Μικρά Ασία εκτουρκιζόταν ραγδαία και έτσι ο έλληνας αυτοκράτορας σκέφτηκε να δεχτεί τις υπηρεσίες της Μεγάλης Εταιρείας των Αλμογαβάρων.


Οι Αλμογάβαροι ­ ας τονιστεί τούτο ­ αρχικώς ήταν κάτι σαν τους δικούς μας Ακρίτες: σώματα πολεμιστών που κινούνταν σε συνοριακές περιοχές μεταξύ της χριστιανικής και της μουσουλμανικής Ισπανίας και έκαναν επιδρομές στη δεύτερη. Κατά βάση ήταν Καταλανοί. Ρωμαλέοι, λιτοδίαιτοι, επιδέξιοι, είχαν οπλισμό μάλλον ελαφρό και μάχονταν πεζοί. Στις αρχές του ΙΔ’ αιώνα, για λόγους διάφορους, η ανάλυση των οποίων δεν έχει θέση εδώ, βρέθηκαν «άνεργοι». Είχαν ακουστά για την πρόοδο των Τούρκων στη Μικρά Ασία και η τότε ηγεσία τους σκέφτηκε ­ μεταξύ άλλων βέβαια ­ ότι, εφόσον οι τελευταίοι ήταν μωαμεθανοί και εχθροί χριστιανού μονάρχη, η αντιμετώπισή τους «ενέπιπτε» στους ευρύτερους σκοπούς της Εταιρείας. Το καλοκαίρι του 1303 λοιπόν, 6.000 από αυτούς τους αποφασιστικούς πολεμιστές μπαρκάρανε σε γαλέρες και μέσω Κέρκυρας, Μονεμβασιάς και Τζιας έφτασαν στην Κωνσταντινούπολη.


Περιέργως, παρά τη σημαντική δουλειά παλαιότερων ελλήνων ερευνητών, η όλη παρουσία των Καταλανών σε ελληνικές χώρες τείνει να θεωρείται εδώ απλό «επεισόδιο»· αντίθετα στη Δύση η εκστρατεία τους αντιμετωπίζεται περίπου ως Σταυροφορία. Οι Καταλανοί, πράγματι, αν και αμείβονταν για τις υπηρεσίες τους στην ελληνική αυτοκρατορία, θεωρούσαν τους εαυτούς τους μάλλον συμμάχους παρά «μισθωτούς» των Ελλήνων. Οπως και να είναι πάντως, η πρώτη τους εκστρατεία στη Μικρά Ασία υπήρξε θεαματικώς επιτυχής: λίγο μετά την άφιξή τους στη Βασιλεύουσα, πέρασαν απέναντι, συγκρούστηκαν με τους Τούρκους και τους νίκησαν. Τον επόμενο χρόνο, τον Αύγουστο, νίκησαν ξανά τους Τούρκους στη νοτιοανατολική Μικρά Ασία και έφτασαν στις Πύλες της Κιλικίας ­ κοντά δηλαδή στα παλιά όρια του ελληνικού κόσμου με τον μουσουλμανικό. Τόσο οι Καταλανοί όσο και οι Ελληνες όμως προφανώς αγνοούσαν τη βασική αρχή που διαχρονικώς και αφ’ υψηλού διέπει το όλο πλέγμα των διεθνών σχέσεων, την οποία με κρυστάλλινη διαύγεια και λακωνική σαφήνεια διατύπωσε ο κατά τον δικό μας αιώνα θεμελιωτής της βρετανικής ισχύος στη θάλασσα: «Το μόνο μειονέκτημα των συμμάχων είναι ότι (δυστυχώς) δεν μπορείς να τους κρεμάσεις». Ετσι, μέσα από αλληλουχία γεγονότων που δεν είναι πάντοτε ευχερές να παρακολουθήσει κάποιος, γρήγορα οι Καταλανοί άρχισαν να αντιμετωπίζουν συλλήβδην τους Ελληνες ως «απίστους» ­ από ηθική, εννοείται, άποψη ­ ενώ οι τελευταίοι αμετάκλητη είχαν την εντύπωση πως οι μισθωτοί / σύμμαχοί τους ήταν «άγριοι», «βάρβαροι». Τελικά, η με πρωτοβουλία του γιου του αυτοκράτορα δολοφονία ηγήτορα της Εταιρείας είχε συνέπεια αντιστροφή δραματική. Οι μισθωτοί / σύμμαχοι πράγματι έπαψαν να «εκδηλώνουν ενδιαφέρον» για την απελευθέρωση της Μικράς Ασίας και την αντιμετώπιση του Ισλάμ: εξαπολύοντας την περιβόητη Καταλανική Εκδίκηση, όρμησαν στον ελλαδικό χώρο, τον οποίο πέρασαν διά πυρός και σιδήρου. Λεηλάτησαν περιοχές της Θράκης, της Μακεδονίας, το Αγιον Ορος· μετά μπήκαν στη Θεσσαλία και προχώρησαν προς τα κάτω, αλλά νικήθηκαν από τους ξεσηκωμένους Γαλαξιδιώτες και Λιδωρικιώτες. Το 1311 όμως, τσάκισαν στη μάχη του Κηφισού, στη Βοιωτία, τη φράγκικη ιπποσύνη και κατέκτησαν την Αθήνα, την οποία ονόμασαν Cetines.


Η στάση που τήρησαν στη Cetines δεν έχει ακόμη αποτιμηθεί πλήρως. Είναι μάλλον σαφές ότι θεωρούσαν τους εαυτούς τους «κατακτητές»· σε χτυπητή λοιπόν αντίθεση με τους Ατσαγιόλι που είχαν την Αθήνα κατά την επόμενη φάση της Φραγκοκρατίας, κρατούσαν τους ντόπιους σε απόσταση. Από την άλλη όμως πλευρά, επεξέτειναν στην Αθήνα τη νομοθεσία που τότε εφαρμοζόταν στη βορειοδυτική Ισπανία, με αποτέλεσμα να «αναβαθμιστεί» η οιονεί τοπική αυτοδιοίκηση, στην οποία συμμετείχαν Ελληνες. Ακόμη, ακολουθώντας πάγια εν προκειμένω τακτική των Δυτικοευρωπαίων εν γένει, έδωσαν έμφαση στο λειτούργημα του συμβολαιογράφου. Η ακμή της γνωστής αθηναϊκής οικογένειας Ρέντη τότε ακριβώς τοποθετείται. Ο Δημήτριος Ρέντης, πράγματι, νοτάριος (συμβολαιογράφος) στην υπηρεσία των Καταλανών, ευνοήθηκε από αυτούς και έγινε δεσπόζουσα, τότε, μορφή στην Αθήνα· πολύ αργότερα απόγονοί του εγκαταστάθηκαν στην Κόρινθο.


Οσον αφορά τώρα την ειδικότερη σημασία της Αθήνας, αυτή υπήρξε εκείνη που η πόλη μας είχε ως την οριστική αποτίναξη της οθωμανικής κυριαρχίας: ήταν ένα σημαντικό φρούριο (Castell), αλλά η πόλη, παρά την ωραιότητά της που είχε συγκινήσει τους κατά βάθος ευαίσθητους Καταλανούς, είχε τότε μικρότερη οικονομική σημασία από τη Θήβα, η οποία επίσης περιλαμβανόταν στη καταλανική «επικράτεια». Επίνειο της Θήβας ήταν η Λιβαδόστρα στον Κορινθιακό, ενώ πιο πάνω οι Καταλανοί είχαν και τη Νέα Πάτρα (σήμερα τη λένε Υπάτη).


Ολα αυτά, ευρύτερα γνωστά στη Δύση αλλά μάλλον ξεχασμένα στα καθ’ ημάς, συνθέτουν πλαίσιο, η ύπαρξη του οποίου επιβάλλει την επανέναρξη έρευνας συστηματικής με σκοπό την ­ κατά το δυνατόν ­ συγκριτική μελετη των σπουδαιότερων ελλαδικών πόλεων τουλάχιστον κατά τον ύστερο Μεσαίωνα. Παρουσιάζει, πράγματι, μέγα ενδιαφέρον η ανίχνευση των πεδίων οικονομικής δραστηριότητας ­ και έντονης κοινωνικής ζωής ­ από τον 12ο αιώνα και μετά, οπότε είναι ευχερής η προσφυγή στις πλούσιες αρχειακές πηγές μεγάλων χωρών της Δυτικής Ευρώπης, ιδίως αν σκεφτεί κάποιος ότι οι σχετικές «ζώνες» συχνά παρουσιάζονται διαφορετικές από εκείνες της αρχαιότητας. Αλλά βέβαια το πότε θα γίνει αυτό…


… Είναι μια άλλη ιστορία.


Ο κ. Δημήτρης Μιχαλόπουλος είναι διευθυντής του Μουσείου της Πόλεως των Αθηνών.