Στη διαμάχη γύρω από την πρόταση της εταιρείας του Κάλβιν Κλάιν, δεν συζητήθηκε σοβαρά μια διάσταση του προβλήματος που, για μένα, είναι καθοριστικής σημασίας. Αυτή είναι η σχέση που υπάρχει ή που θα έπρεπε να υπάρχει στις σύγχρονες, διαφοροποιημένες κοινωνίες μεταξύ της οικονομικής σφαίρας, από τη μία μεριά, και της πολιτισμικής, από την άλλη.
Ξεκινώντας από τα επιχειρήματα αυτών που δεν βλέπουν κανένα πρόβλημα στη χρήση του Ηρωδείου από την εταιρεία Κλάιν, έχω να παρατηρήσω τα εξής:
Συμφωνώ απόλυτα με την άποψη πως αυτό που ο Κλάιν προτίθεται να οργανώσει στο Ηρώδειο δεν είναι απλή επίδειξη μόδας, αλλά σύνθετη μουσικοχορευτική εκδήλωση.
Συμφωνώ επίσης με το ότι κατά πάσα πιθανότητα η καλλιτεχνική, αισθητική ποιότητα της εκδήλωσης θα είναι υψηλού επιπέδου ιδίως αν λάβουμε υπόψη μας τους οικονομικούς πόρους που η εταιρεία του Κλάιν θα μπορούσε να κινητοποιήσει για την πρόσληψη χορογράφων, συνθετών και μουσικών διεθνούς φήμης.
Επιπλέον, είναι γεγονός ότι πολλές φορές και στην Επίδαυρο και στο Ηρώδειο έχουν εμφανιστεί σκηνοθέτες και χορογράφοι που παράγουν θέαμα χαμηλότερου επιπέδου από αυτό που μπορεί να μας προσφέρει η εταιρεία Κλάιν.
Τέλος, δεν υπάρχει κανένας λόγος να υποθέσει κάποιος πως ο Κλάιν δεν θα σεβαστεί απόλυτα τους αυστηρούς όρους για την υλική προστασία του μνημείου που το κράτος θέτει σε αυτούς οι οποίοι κάνουν χρήση του χώρου.
Πολιτισμός και οικονομία
Παρ’ όλα αυτά τάσσομαι με αυτούς που είναι αντίθετοι στην πρόταση Κλάιν. Και αυτό όχι λόγω ξενοφοβίας, επαρχιωτισμού ή αρχαιολατρίας (τρία θλιβερά χαρακτηριστικά του νεοελληνικού συντηρητισμού), αλλά για έναν τελείως διαφορετικό λόγο. Πιστεύω πως ζούμε σε μια εποχή κατά την οποία ο καλλιτεχνικός χώρος, ειδικά, και ο πολιτισμικός, πιο γενικά, έχει χάσει την αυτονομία του αφού η ιδιαίτερη λογική και οι αξίες του υποσκάπτονται συστηματικά από τη λογική του χρήματος και της αγοράς. Μιλάω, με άλλα λόγια, για αυτό που ο Χάμπερμας αποκαλεί αποικιοποίηση του «βιοκόσμου» από την κυρίαρχη εργαλειακή λογική του οικονομικού συστήματος. Αυτή η αποικιοποίηση έχει προχωρήσει σε τέτοιο βαθμό στις σύγχρονες μεταβιομηχανικές κοινωνίες που το θεωρούμε αναχρονιστικό, αν όχι αλλόκοτο, όταν κάποιος επιμένει στη μη απόλυτη ταύτιση του «εμπορικού» με το «καλλιτεχνικό»· όταν κάποιος επιμένει, στο πέρασμα από την κυριαρχία του πρώτου πάνω στο δεύτερο, στην ισορροπία μεταξύ των δύο στοιχείων.
Εξηγούμαι: Δεν πιστεύω στην απομόνωση της τέχνης από την αγορά. Αυτό δεν είναι ούτε εφικτό, ούτε και επιθυμητό. Γιατί είναι γεγονός πως κάθε καλλιτεχνική εκδήλωση έχει πάντοτε μια εμπορική / οικονομική διάσταση. Είναι επίσης γεγονός πως πολλές οικονομικές δραστηριότητες από τον σχεδιασμό των αυτοκινήτων ως αυτόν των κοσμημάτων και των ρούχων έχουν μια αισθητική / καλλιτεχνική διάσταση. Το πρόβλημα λοιπόν δεν είναι η απομόνωση / στεγανοποίηση των δύο χώρων, αλλά ο τρόπος συνάρθρωσης του «οικονομικού» και του «καλλιτεχνικού» στοιχείου σε μια κοινωνία που θέλει να εκσυγχρονιστεί όχι κατά μονολογικό / μονοδιάστατο αλλά κατά πολυλογικό / πολυδιάστατο τρόπο. Σε μια κοινωνία δηλαδή όπου η αναπόφευκτη διαφοροποίηση των βασικών θεσμικών χώρων (οικονομικού, πολιτικού, κοινωνικού, πολιτισμικού) δεν οδηγεί στην κυριαρχία του ενός πάνω στους άλλους (κομματικοκρατία, αγοροκρατία), αλλά στην ισορροπία και στον σεβασμό της ιδιαίτερης λογικής του κάθε διαφοροποιημένου χώρου.
Με βάση τα παραπάνω, νομίζω πως η χρήση του Ηρωδείου από την εταιρεία Κλάιν είναι ένα κραυγαλέο παράδειγμα αποικιοποίησης του «πολιτισμικού» από το «εμπορικό». Είναι μια περίπτωση όπου, για να χρησιμοποιήσω τη γνωστή ορολογία του Π. Μπουρντιέ, το «οικονομικό» κεφάλαιο αγοράζει «πολιτισμικό» κεφάλαιο, το οποίο χρησιμοποιεί ως το ύψιστο public relations εγχείρημα, ως την ύψιστη μορφή διαφήμισης. Εδώ ακριβώς βρίσκεται η βασική διαφορά μεταξύ ενός «χαμηλής ποιότητας» χορογράφου ή συνθέτη που παρουσιάζει την τέχνη του στο Ηρώδειο και μιας κυρίως εμπορικής επιχείρησης που μπορεί να μας προσφέρει στον ίδιο χώρο υψηλότερης ποιότητας θέαμα. Οταν ο πρώτος χρησιμοποιεί τον χώρο του Ηρωδείου, έχει πρωταρχικό σκοπό την «αίγλη», τη συσσώρευση δηλαδή συμβολικού ή πολιτισμικού κεφαλαίου. Οταν η δεύτερη κάνει χρήση του χώρου, έχει πρωταρχικό σκοπό να χρησιμοποιήσει το θέαμα που προσφέρει για τη συσσώρευση οικονομικού παρά πολιτιστικού κεφαλαίου, για την ανάπτυξη δηλαδή του κύριου σκοπού της εταιρείας, που είναι η προώθηση των πωλήσεων των προϊόντων της (στην περίπτωση της εταιρείας Κλάιν, μπλουτζίνς, εσώρουχα, αρώματα). Στην πρώτη περίπτωση, με άλλα λόγια, το προσφερόμενο θέαμα έχει άμεση σχέση με την τέχνη και τον χώρο όπου αυτή παράγεται. Στη δεύτερη περίπτωση, το θέαμα που προσφέρεται έχει πιο άμεση σχέση με την προαγωγή των πωλήσεων καταναλωτικών αγαθών στον χώρο της αγοράς.
Εχω βέβαια υπόψη μου πως ο Κλάιν θα διαθέσει τα έσοδα της παράστασης για τους σκοπούς του Μουσείου της Ακροπόλεως. Αυτό όμως δεν αλλάζει τον κυρίως διαφημιστικό χαρακτήρα του όλου εγχειρήματος. Σημειωτέον πως η επιχειρηματολογία μου δεν βασίζεται στα ψυχολογικά χαρακτηριστικά ή στις προθέσεις συγκεκριμένων ατόμων. Δηλαδή δεν υποστηρίζω πως ο Κλάιν, ως προσωπικότητα, είναι πιο ιδιοτελής από τον αποτυχημένο χορογράφο ή συνθέτη. (Υπάρχουν ιδιοτελή και ανιδιοτελή, έντιμα και ανέντιμα άτομα και στον ένα χώρο και στον άλλο). Ούτε φυσικά και μπορώ να ξέρω για ποιον ακριβώς «εσώψυχο» λόγο ο Κλάιν θέλει το Ηρώδειο. Αναφέρομαι μάλλον σε «αντικειμενικές», δηλαδή κοινωνικά προσδιορισμένες, διαφορές που υπάρχουν μεταξύ οργανώσεων που κινούνται πρωταρχικά στον οικονομικό χώρο και οργανώσεων που κινούνται πρωταρχικά στον πολιτισμικό στις σύγχρονες, διαφοροποιημένες κοινωνίες όπου ζούμε.
Τέχνη και μη τέχνη
Για να πάρω ένα ακραίο παράδειγμα, η Toyota, ως τύπος οργάνωσης, έχει και νομιμοποιείται να έχει διαφορετικούς σκοπούς και αξίες από την οργάνωση του Covent Garden. Και στις δύο περιπτώσεις βέβαια υπεισέρχεται το στοιχείο του design. Αλλά στην περίπτωση της Toyota, το αισθητικό στοιχείο σαφώς υποτάσσεται στο εμπορικό. Στην περίπτωση Covent Garden, η σχέση είναι ή νομίζουμε ότι θα πρέπει να είναι η αντίστροφη.
Το παράδειγμα της Toyota δεν είναι τόσο τραβηγμένο όσο φαίνεται εκ πρώτης όψεως και η Toyota θα μπορούσε να πληρώσει διεθνούς φήμης καλλιτέχνες που θα μετέτρεπαν την απλή διαφήμιση των προϊόντων της σε μουσικοχορευτική εκδήλωση, συνδυάζοντας το design των προϊόντων της με οπερατικές επιδείξεις («Μαντάμ Μπατερφλάι»!) και άλλες «σοβαρές» αναφορές στην κουλτούρα της χώρας του Ανατέλλοντος Ηλίου. Και αν η Toyota θα ήταν κατάλληλος χρήστης του Ηρώδειου, γιατί όχι και η Coca – Cola, προσφέροντας ένα υψηλής ποιότητας καλλιτεχνικό πρόγραμμα βασισμένο στα πολυάριθμα έργα της pop culture που έχουν κύριο θέμα το φημισμένο αυτό αμερικανικό προϊόν.
Θέλω να τονίσω πως το πρόβλημα που συζήτησα πιο πάνω είναι διαφορετικό από το πρόβλημα του διαχωρισμού της τέχνης από τη μη τέχνη. Προσωπικά είμαι εναντίον της μετανεωτερικής τάσης που καταργεί κάθε σύνορο μεταξύ του καλλιτεχνικού και του μη καλλιτεχνικού, που οδηγεί δηλαδή στο ισοπεδωτικό συμπέρασμα πως όλα είναι, σε τελευταία ανάλυση, τέχνη. Αλλά το πρόβλημα με την περίπτωση Κλάιν δεν είναι αν αυτό που θα προσφέρει στο Ηρώδειο είναι τέχνη ή όχι. Το θέμα είναι αν η τέχνη που προσφέρεται είναι στην υπηρεσία της διαφήμισης ή, όπως θα έπρεπε να συμβαίνει, η διαφήμιση τίθεται στην υπηρεσία της τέχνης. Με άλλα λόγια, το θέμα είναι τι είδους συνάρθρωση μεταξύ του «εμπορικού» και του «καλλιτεχνικού» θα πρέπει να απαιτούμε από εκδηλώσεις που λαμβάνουν χώρα στο Ηρώδειο, στην Επίδαυρο και πιο γενικά, σε χώρους που η κοινωνία μας ορίζει ως κατ’ εξοχήν πολιτισμικούς, όχι με την ευρεία, ανθρωπολογική, αλλά με τη στενή, «κουλτουραλιστική» έννοια του όρου.
Αν τα παραπάνω είναι σωστά, τότε θα έπρεπε να πούμε όχι στην πρόταση Κλάιν, όπως και θα πρέπει να πούμε κατηγορηματικά όχι σε παρόμοιες προτάσεις είτε προέρχονται από επιχειρήσεις ρούχων είτε από επιχειρήσεις κοσμημάτων είτε από επιχειρήσεις αυτοκινήτων ή ψυγείων. Αν οι τελευταίες θέλουν, ως εμπορικές εταιρείες, να προωθήσουν την τέχνη, μπορούν να το κάνουν μέσω του θεσμού της χορηγίας. Σε αυτή την περίπτωση, το «εμπορικό / οικονομικό» συναρθρώνεται με το «καλλιτεχνικό / πολιτισμικό» κατά τέτοιον τρόπο που η αυτονομία του πολιτισμικού χώρου γίνεται, εν μέρει τουλάχιστον, σεβαστή. Οταν όμως επιχειρήσεις όπως αυτή του Κλάιν, του Cartier ή της Toyota πάνε πέρα από τη χορηγία, με σκοπό τον μετασχηματισμό της έντεχνης διαφήμισης σε «υψηλή τέχνη», τότε η ήδη καχεκτική αυτονομία του πολιτισμικού χώρου καταστρέφεται παντελώς. Τότε από τη διαφημιστική πορνογραφία (στην οποία, παρεμπιπτόντως, η εταιρεία Κλάιν έχει θεαματικές επιδόσεις) ως τη «στράτευση» καλλιτεχνικών διασημοτήτων, από τη χρήση του χώρου της τηλεόρασης και των ΜΜΕ ως αυτήν του Ηρωδείου, όλα τα μέσα τίθενται στην υπηρεσία της προαγωγής των πωλήσεων. Τότε, σε τελική ανάλυση, ο κόσμος της τέχνης και του πολιτισμού γίνεται στην πράξη ένα απέραντο συγκρητικό μωσαϊκό όπου όλα ισοπεδώνονται και όπου ο μόνος κοινός παρονομαστής, ο μόνος συνδετικός κρίκος, είναι ο μηχανισμός της αγοράς.
Ο κ. Νίκος Μουζέλης είναι καθηγητής της London School of Economics.