Ενας τίμιος και ειλικρινής καλλιτέχνης απέθανε, σχεδόν υπό εχεμύθειαν, όπως επέρασε και την ταλαιπωρημένην του ζωήν» έγραφε την άνοιξη του 1913 για τον ζωγράφο Πολυχρόνη Λεμπέση ο Παύλος Νιρβάνας. Ογδόντα πέντε χρόνια κατόπιν, εφέτος υπό την ιδίαν εχεμύθειαν περνάει η επέτειος των 150 χρόνων από τη γέννηση (1848) του «πιο σπουδαίου ζωγράφου της Ελλάδος», όπως με την οργίλη υπερβολή του υπεστήριζε ο ιδιόρρυθμος αλλά συχνά καίριος στις κρίσεις του εκδότης του περιοδικού «Φραγγέλιο» (1927) και ιδρυτής του «Ασύλου Τέχνης» Νίκος Βέλμος.


Φυσικά ­ και απολύτως δικαιολογημένα ­ δεσπόζουν εφέτος οι επέτειοι των δύο μεγάλων ταγών της νεοελληνικής ζωής, των εθνικών βάρδων Ρήγα Φεραίου και Διονυσίου Σολωμού. Μένει όμως πάντα χώρος στην πνευματική μας πινακοθήκη και για άλλους δημιουργούς ­ κι είναι δική μας ευθύνη να τους θυμόμαστε ­ που, αν δεν είχαν τον ίδιο πρωταγωνιστικό και καθοριστικό ρόλο στην οικοδόμηση της πολιτιστικής μας κληρονομιάς, συνέβαλαν όμως σημαντικά με το έργο τους στη διαμόρφωση και στον εμπλουτισμό της.


Ο Πολυχρόνης Λεμπέσης γεννήθηκε στα 1848 στη Σαλαμίνα, όπου είχε καταφύγει η βοιωτικής καταγωγής οικογένεια των προγόνων του, κυνηγημένη από τους Τούρκους. Το αρβανίτικο Λεμπέσης ­ πιθανώς παρατσούκλι της οικογενείας ­ αναφέρεται σε πολεμιστές, κουρσάρους και εν γένει ατίθασους άντρες. Ο Πολυχρόνης ήταν ένας ήπιος, ταπεινός και ήσυχος άνθρωπος σ’ όλη του τη ζωή. Οταν η μικρή αθηναϊκή κοινωνία του τέλους του 19ου αιώνα και η περιορισμένη καλλιτεχνική ζωή που χαρακτηριζόταν από διαμάχες έδειξαν τις διαθέσεις τους στον Λεμπέση, αυτός προτίμησε να αποσυρθεί στη Σαλαμίνα, όπου και έζησε «εν αφανεία». Στην Αθήνα είχε έλθει για να σπουδάσει ζωγραφική ­ όπου και διακρίθηκε ­ και εγκαταστάθηκε μετά την επιστροφή του από το Μόναχο, όπου συνέχισε με την ίδια επιτυχία τις σπουδές του.


Ευχάριστη αναλαμπή στην αθηναϊκή του ζωή, η φιλική υποδοχή της οικογενείας Δραγούμη, που του συμπαραστάθηκε σ’ όλη του σχεδόν τη ζωή. Τον δέχονται στο αρχοντικό τους στο Ζάππειο και ζωγραφίζει προσωπογραφίες μελών της μακεδονίτικης οικογένειας αυτών των φλογερών πατριωτών. Η ολόσωμη προσωπογραφία της Μαρίας Δραγούμη, ανακεκλιμένης να κρατάει με το αριστερό χέρι το κεφάλι και με χαλαρό το δεξί βεντάλια, είναι ίσως το πιο ενδιαφέρον έργο εσωτερικού χώρου με ιδιαίτερη έμφαση στην ατμόσφαιρα και στη ζωγραφική λειτουργία των πολλών επίπλων, παραπετασμάτων κλπ., που δείχνει τον προσωπικό τρόπο με τον οποίο αξιοποιεί ο Λεμπέσης τα διδάγματα του Μονάχου.


Στην προσωπογραφική ζωγραφική ο Λεμπέσης έδωσε μερικά από τα καλύτερα δείγματα γραφής και πλούτισε τη νεοελληνική τέχνη με έργα προσωπογραφικής αλήθειας και εικαστικής δομής, όπως φαίνεται τόσο στα λίγα «επίσημα» πορτρέτα όσο και ακόμη περισσότερο στις προσωπογραφίες φίλων και συγγενών. Χαρακτηριστικό έργο της πρώτης κατηγορίας, η προσωπογραφία του Φερδινάνδου Σερπιέρη, του γνωστού μεγαλεπιχειρηματία του 19ου αι. Από το σκοτεινό βάθος του πίνακα προβάλλει φωτεινός ο σφαιρικός όγκος της κεφαλής του Σερπιέρη.


Η πλούσια γενειάδα γίνεται η ζωγραφική μετάβαση από τη σκουρόχρωμη ενδυμασία στο ανοιχτόχρωμο πρόσωπο. Το χρώμα πλάθει με σιγουριά τη στιβαρή φόρμα. Η αιχμηρή αλήθεια του έργου, που ούτε ωραιοποιούσε καθόλου τα φυσιογνωμικά χαρακτηριστικά του ευτραφούς Σερπιέρη ούτε εξευγένιζε την προσωπικότητά του, προκάλεσε τότε τις αντιδράσεις του εικονιζομένου αλλά και τις λοιδορίες των συναδέλφων του ζωγράφου. Κληροδότησε όμως στη νεοελληνική προσωπογραφία ένα από τα σημαντικότερα έργα του.


Από τη δεύτερη κατηγορία η προσωπογραφία του «Στρατιώτη» (πιθανότατα του αδελφού του) θα μπορούσε να θεωρηθεί ίσως το πιο χαρακτηριστικό. Ο Αγγ. Προκοπίου με υπερβολή γράφει ότι ο Στρατιώτης «είναι μορφή πληβειακή, που γίνεται κοινωνικό σύμβολο ζωής, με οικουμενικότητα και αλήθεια που συγκινεί». Η απόδοση του στιγμιαίου με τα ανακατωμένα μαλλιά και το αξύριστο πρόσωπο, η χρωματική ενότητα με τον διάλογο του βαθυκύανου της στολής και τα θερμά χρώματα του περιλαιμίου και του προσώπου και η γεροχτισμένη φόρμα συγκροτούν την εικαστική ταυτότητα του γεμάτου ζωή ­ με κάποια πίκρα ­ πορτρέτου.


Κατά την παραμονή του στην Αθήνα δέχεται κάποιες παραγγελίες για προσωπογραφίες, που σιγά σιγά όμως περιορίζονται. Εργάζεται ­ και είναι από τους λίγους, αν όχι και ο μόνος από τους γνωστούς ζωγράφους ­ και στην εικονογράφηση εκκλησιών ακολουθώντας τη δυτικότροπη τεχνοτροπία, αν και είχε περάσει τα παιδικά του χρόνια στη Μονή της Φανερωμένης στη Σαλαμίνα και είχε συναναστραφεί με τις χιλιάδες μορφές των Αγίων, που ιστόρησε ο Γεώργιος Μάρκου (1735). Η εκκλησιαστική του ζωγραφική είχε διπλή αφετηρία: προσωπική επιλογή και ανάγκη βιοποριστική. Η τεχνική αρτιότητα αλλά και μια ευγένεια και ευαισθησία χαρακτηρίζουν τις Παναγίες και τους Αγγέλους που ζωγράφισε (Αγ. Γεώργιος Καρύτσης, Αγ. Κωνσταντίνος Πειραιώς, Αγ. Θεόδωροι Α’ Νεκροταφείου κ.ά.).


Ο Λεμπέσης ήταν άριστος τεχνίτης όπως φαίνεται στα γνωστότερα έργα του «Το παιδί με τα κουνέλια», εκεί όμως όπου διεκδικεί τον ρόλο του πρωτοκόρου στη νεοελληνική τέχνη είναι η ζωγραφική υπαίθρου. Δεν ζωγραφίζει βέβαια τοπία σαν αυτόνομα θέματα όπως οι γάλλοι υπαιθριστές και οι ιμπρεσιονιστές. Στα έργα του υπάρχει κάποια σύνδεση είτε με την ιστορικότητα του τόπου είτε με ηθογραφικές αναφορές. Και στις περιπτώσεις αυτές όμως το θέμα είναι μόνον η αφορμή για τη ζωγραφική έκφραση. Ο ιστορικός βράχος του Αρείου Πάγου ­ όπως και για τον συνομήλικό του Π. Πανταζή ­ του δίνει την ευκαιρία να ζωγραφίσει τον ρόλο που παίζει το φως στην οπτική αντίληψη των βράχων.


Στους πίνακες με θέματα από την καθημερινή ζωή, χωρίς όμως τον φιλολογικό φόρτο της ηθογραφίας, όπως ο πίνακας με παιδιά που κλέβουν μήλα ή μια χαριτωμένη μικρή κουλουριώτισσα που καβαλάει γυναικεία το γαϊδουράκι της (δεν ιππεύει το άλογό της!), η κατανόηση της λειτουργίας του φωτός και η αίσθηση της θερμότητας του νησιώτικου ήλιου τον οδηγούν να ζωγραφίσει σημαντικά υπαιθριστικά έργα. Οι μάντρες ­ στον με κάποιο χιούμορ πίνακα με τα παδιά που κλέβουν μήλα ­ αντανακλούν τη ζέστη του μεσημεριάτικου ήλιου αλλά και συνομιλούν με τη δροσιά των πράσινων φύλλων των δέντρων. Η συμπληρωματική λειτουργία των χρωμάτων στο έργο του Λεμπέση δεν είναι νομίζω συστηματική και προγραμματισμένη ούτε έχει σχέση με τα έργα και τη θεωρία του ιμπρεσιονισμού που μάλλον δεν ήξερε ο Λεμπέσης. Είναι περισσότερο αποτέλεσμα ενός ζωγραφικού ενστίκτου και της αυθεντικής βίωσης της ελληνικής φύσης και του χωριού όχι εκ των έξω αλλά εκ των έσω.


Αποτυπώνει την ελληνική φύση και τη ζωή του χωριού όχι με την υπεροψία του λόγιου παρατηρητή αλλά με την απλότητα του ανθρώπου που ζει μέσα σε αυτή. Συγγενεύει ­ τηρουμένων των αναλογιών ­ με τον Α. Παπαδιαμάντη, τον άλλο μεγάλο και ταπεινό νησιώτη. Ο Π. Νιρβάνας είχε από τις αρχές του αιώνα επισημάνει τις αναλογίες.


Το έργο του Π. Λεμπέση έχει ήδη πάρει τη θέση του στην ιστορία της νεοελληνικής ζωγραφικής. Παραμένει όμως άγνωστο σε μεγάλο μέρος, ακόμη και του φιλότεχνου κοινού. Μια αναδρομική έκθεση θα ήταν η καλύτερη τιμή στη μνήμη του και η απάντηση στο παράπονο του Νιρβάνα που θα δικαίωνε και την πρόβλεψή του ότι θα έλθει κάποτεν η ώρα η επιστημονική κριτική «να ενασχοληθεί κατά την αξίαν και την σημασίαν» του έργου του Πολυχρόνη Λεμπέση.


Ο κ. Νίκος Ζίας είναι αναπληρωτής καθηγητής της Ιστορίας της Τέχνης στο Πανεπιστήμιο Αθηνών.