Τον τελευταίο καιρό τα μέσα μαζικής επικοινωνίας, και μάλιστα τα έντυπα, ασχολήθηκαν με το θέμα της σύνταξης ενός νέου Αρχαιολογικού Νόμου. Και προσμετράται στα θετικά του υπουργείου Πολιτισμού το ότι πριν από την κατάθεση του νομοθετήματος αυτού στη Βουλή των Ελλήνων προς ψήφιση προκάλεσε δημόσια συζήτηση, στην οποία παίρνουν μέρος οι ενδιαφερόμενοι φορείς.
Κατά την προσωπική μου άποψη το προσχέδιο αυτό του νέου Αρχαιολογικού Νόμου προστατεύει τις αρχαιότητες. Ωστόσο δεν μπορώ να μην επισημάνω και την ασφυκτική παρουσία του ίδιου του υπουργού σε πολλά θέματα ή τα προβλήματα που θα δημιουργήσει η ενδεχόμενη εισαγωγή της έννοιας «άυλο μνημείο» και της κρατικής… μέριμνας γι’ αυτό(!).
Ακόμη διαβλέπω έναν υπολανθάνοντα υποβιβασμό του ρόλου των αρχαιολόγων, ενώ σχετικά με τις Ιδιωτικές Συλλογές και κυρίως τα ιδιωτικά Μουσεία πιστεύω προσωπικά ότι θα έπρεπε να δίνεται σ’ αυτά μεγαλύτερη ευελιξία. Γιατί έχω τη γνώμη ότι οι αντικειμενικές δυσκολίες που υπάρχουν στη φύλαξη των συνόρων μας, η… σκουριασμένη κρατική μας μηχανή και η τάση του Ελληνα για εύκολο πλουτισμό και πολλά άλλα είναι δεδομένα που σχεδόν απαγορεύουν τη θεσμοθέτηση ανυπέρβλητων εμποδίων στον εμπλουτισμό των ιδιωτικών Μουσείων και Συλλογών.
Νέες εστίες… δυσοσμίας
Στην αντίθετη περίπτωση φοβούμαι ότι θα αναπτυχθούν νέες εστίες… δυσοσμίας στον κρατικό μηχανισμό και κυρίως θα ενισχυθεί η τάση φυγάδευσης αρχαιοτήτων προς το εξωτερικό. Αρκεί βέβαια οι ιδιωτικές αυτές Συλλογές να υπόκεινται στους περιορισμούς και τους ελέγχους που επιβάλλει ακόμη και η ισχύουσα νομοθεσία. Αν κάποτε το κράτος μας γίνει καλύτερο, τότε πράγματι μπορεί να μην έχουμε ανάγκη ύπαρξης ιδιωτικών Αρχαιολογικών Μουσείων. Υπενθυμίζω ότι σήμερα από τα πιο ζωντανά Μουσεία που διαθέτουμε είναι αυτό της Κυκλαδικής Τέχνης Ν. Γουλανδρή και το Μουσείο Μπενάκη που σύντομα πρόκειται να ξανανοίξει.
Από τα πολλά που ακούστηκαν κατά τη συζήτηση του υπό εκκόλαψη νέου Αρχαιολογικού Νόμου θα σταθώ μόνον σ’ αυτό που εισηγείται την ενίσχυση της εθνικής μας οικονομίας με την πώληση των «αχρήστων αρχαίων μας»! Μα πώς είναι δυνατόν εμείς που αναθεματίζουμε όλους εκείνους τους βέβηλους που άρπαξαν και φυγάδευσαν τα έργα των προγόνων μας στο εξωτερικό, εμείς οι ίδιοι να βγάζουμε τα αρχαία μας στο σφυρί; Φαίνεται ότι στον τόπο αυτόν τα πάντα μπορούν να συμβούν. Κουτόφραγκοι! Φέρετε πίσω τις αρχαιότητες που πήρατε με μπαξίσι και τουρκικά φιρμάνια. Μόνον αν πληρώσετε σε μας, τους νόμιμους απογόνους των αρχαίων Ελλήνων, μόνον τότε μπορείτε να νομιμοποιήσετε την κατοχή τους.
Η έννοια «άχρηστα αρχαία» δεν είναι τωρινή εφεύρεση. Κάθε εποχή έχει τα δικά της… φαεινά μυαλά. Σε νόμο του 1899 διαβάζουμε: «Αρχαία εκ των εν ταις αποθήκαις των Μουσείων του Κράτους, άτινα η Αρχαιολογική Επιτροπή εν συνεδρία αυτής ήθελε κηρύξει παμψηφεί περιττά διά τα Μουσεία, δύνανται ν’ ανταλλάσσωνται αποφάσει του Υπουργού των Εκκλησιαστικών προς ξένα Μουσεία και επιστημονικά καθιδρύματα οιασδήποτε εθνικότητος». Το 1914 ο παραπάνω νόμος εμπλουτίσθηκε με νέα… μαργαριτάρια αφού, εκτός από τη δυνατότητα ανταλλαγής αρχαίων, τόσο εντός όσο και εκτός της επικράτειας, έδινε και το δικαίωμα της πώλησής τους. Ωστόσο ο νόμος αυτός, αν και επιβεβαιώθηκε με Προεδρικό Διάταγμα του 1931 και ενσωματώθηκε σε νόμο του 1932, έμεινε ανενεργός, γιατί κανείς αρμόδιος δεν είχε το θράσος θάρρος το λένε σήμερα ορισμένοι να θεωρήσει κάποιο αρχαίο ως άχρηστο και να το βγάλει στο… σφυρί.
Πριν από πενήντα χρόνια
Το 1948 όταν τα δεινά του Εμφυλίου γονάτιζαν οικονομικά τη χώρα, επανήλθε η σκέψη να πουληθούν ορισμένα «άχρηστα αρχαία» προκειμένου να «αντιμετωπιστούν οι επιτακτικές ανάγκες των αρχαιολογικών μας Μουσείων και μνημείων». Ωστόσο και τότε ακόμη, όταν η Ελλάδα βρισκόταν στο χείλος του γκρεμού είχε προηγηθεί βέβαια και η γερμανική κατοχή οι αρμόδιοι, προς τιμήν τους, δεν έθεσαν σε ισχύ τον παραπάνω νόμο. Υπάρχουν όμως «άχρηστα αρχαία»; Πολύ διαφωτιστικά είναι τα όσα έγραφε ο Χρ. Καρούζος, μια από τις πιο φωτεινές μορφές της αρχαιολογικής επιστήμης, στις στήλες της εφημερίδας αυτής πριν από πενήντα ακριβώς χρόνια («Το Βήμα» στις 2.9.1948).
Δανείζομαι τα λόγια του από το βιβλίο του γενικού γραμματέα της Αρχαιολογικής Εταιρείας Β. Πετράκου, «Δοκίμιο για την αρχαιολογική νομοθεσία» (1982): κατ’ αρχήν σε όσους ισχυρίζονται ότι στις αποθήκες των Αρχαιολογικών μας Μουσείων υπάρχουν «αρχαιολογικά ευρήματα, αγγεία ως επί το πλείστον, τα οποία λόγω του μεγάλου αριθμού και της ομοιότητός των έχουν χαρακτηρισθή ως πλεονάζοντα και μη εκθέσιμα» και επομένως άχρηστα, θέλω να πω ότι «κάθε πραγματικός αρχαιολόγος ξέρει ότι δεν υπάρχουν ούτε δύο αρχαία όμοια μεταξύ τους. Και αν δεν το έχει διαπιστώσει (…) πρέπει (…) να έχη ακούσει τις φοβερές διχογνωμίες που επροκάλεσε στις παλιές Γερμανικές ανασκαφές της Ολυμπίας ο όρος που υπήρχε στη σύμβαση, ότι οι Γερμανοί μπορούσαν να πάρουν μερικά από τα διπλά… Αν υπήρχαν αρχαία όμοια και αδιάφορα για τα Μουσεία μας, δεν θα ήταν το φυσικώτερο πράγμα του κόσμου να τα πάρουν τα επίσημα ξένα ιδρύματα (εννοούνται οι ξένες Αρχαιολογικές Σχολές), που ξοδεύουν κι’ όλας για τις ανασκαφές, τη στιγμή που εμείς τα μη εκθέσιμα τα πουλάμε; (…) Μη εκθέσιμα αρχαία δεν σημαίνει καθόλου πλεονάζοντα και άχρηστα για τα Μουσεία μας ή για την αρχαιολογική επιστήμη. (…) Κάθε πραγματικός αρχαιολόγος το ξέρει από καιρό, κανένα έστω και κομματιασμένο αρχαίο, έστω και κατώτερο στην ποιότητα, που μπαίνει στο Μουσείο, δεν είναι οριστικά και τελεσίδικα ασήμαντο, κανένα δεν πλεονάζει, κανένα δεν είναι για πέταμα, δηλ. για πούλημα. (…) Ο μόνος λόγος που μπορεί να συγχωρήση την εξαγωγή ενός έστω και κατώτερου αρχαίου από τα μουσεία μας είνε να το αντικαταστήσωμε με κάτι άλλο που μας λείπει».
Και καταλήγει ο Καρούζος: «Ωστε και τα ελάχιστα εκείνα αρχαία που, ύστερα από πολλή μελέτη και ζύγισμα, θα μπορούσαμε να τα κρίνωμε, σήμερα τουλάχιστον, όχι σημαντικά για τα Μουσεία μας» υπενθυμίζω ότι ο νόμος του 1899 απαιτούσε απόλυτη ομοφωνία(!) ανάμεσα στους ειδικούς για να ενταχθεί ένα αρχαίο στην παραπάνω κατηγορία «μόνο για τέτοιο σοβαρό σκοπό όπως είνε η ανταλλαγή μπορούν να διατεθούν· μπορεί ακόμα και για σκοπούς διδακτικούς, όπως ο καταρτισμός διδακτικών συλλογών στα Πανεπιστήμιά μας ή σε ωρισμένα ανώτερα σχολεία. (…) Οχι ποτέ για πούλημα».
«Παν σχολείον το Μουσείον του»
Οι τελευταίες λέξεις του Καρούζου μού θύμισαν και τα λόγια του θρυλικού Παπαφλέσσα, που ως υπεύθυνος υπουργός της επαναστατημένης Ελλάδας και για την Παιδεία, παραγγέλνει με το πρώτο του διάταγμα στις 10.2.1825 στους κατά τόπους υπευθύνους να «αποταμιεύσουν (αρχαία) εις τα σχολεία, διά ν’ αποκτήση, με τον καιρόν, παν σχολείον το Μουσείον του· πράγμα αναγκαιότατον διά την ιστορίαν, (…) διά την γνώρισιν της δεξιότητος των προγόνων μας· και διά την υπόληψιν την οποίαν δικαίως έχουσιν εις τα τοιαύτα τα σοφά της Ευρώπης έθνη, οι οποίοι μας μέμφονται, διότι τα χαρίζομεν ή τα πωλούμεν αντί μικρού τιμήματος εις τους θαμίζοντας εις την Ελλάδα περιηγητάς των».
Υπάρχουν φυσικά άνθρωποι που πιστεύουν ότι όλα τα παραπάνω ανήκουν σε άλλες εποχές και ότι σήμερα ζούμε σε μια εποχή που τα πάντα προσμετρώνται με το χρήμα. Επομένως είναι προς το συμφέρον μας η Ελλάδα, με τις τόσες αρχαιότητες που διαθέτει, να διαμορφώνει και τις τιμές του διεθνούς εμπορίου αρχαιοτήτων. Υπάρχουν φυσικά άνθρωποι που πιστεύουν ότι σήμερα δεν έχει θέση κανένας ηθικός ενδοιασμός και ότι τα πάντα πουλιούνται και επομένως και τα παιδιά μπορούν ασυνειδήτως να πουλούν τα ταπεινά ενθύμια που τους άφησαν οι γονείς τους. Θέλω όμως να διαβεβαιώσω ότι δεν υπάρχει κανένα αρχαίο, ούτε και το πιο ασήμαντο θραύσμα από ένα ταπεινό πήλινο τσουκάλι, του οποίου μάλιστα αγνοούμε και τις συνθήκες εύρεσης, που να μην έχει κάτι να πει στην επιστήμη της Αρχαιολογίας. Αν δεν λέει τίποτε σε μας τους αρχαιολόγους, αυτό τότε είναι δικό μας πρόβλημα και πρέπει να καθήσουμε να διαβάσουμε.
Ο κ. Μιχάλης Α. Τιβέριος είναι καθηγητής της Κλασικής Αρχαιολογίας στο Αριστοτέλειο Πανεπιστήμιο Θεσσαλονίκης.