Ηλθαν µε στόχο να κατακτήσουν την ελληνική αγορά µε «όπλα» τους τη διεθνή εµπειρία και την ευκολότερη πρόσβασή τους στις αγορές κεφαλαίων, ωστόσο η χώρα µας δεν αποδείχθηκε τόσο… φιλόξενη. Ο λόγος γίνεται για ξένους τραπεζικούς οµίλους που επένδυσαν στην Ελλάδα και σήµερα βρίσκονται σε διαδικασία συρρίκνωσης των δραστηριοτήτων τους ή προετοιµάζουν την πλήρη αποχώρησή τους. Οι υψηλοί ρυθµοί ανάπτυξης της λιανικής τραπεζικής την προηγούµενη δεκαετία προκάλεσαν το ενδιαφέρον αρκετών πιστωτικών ιδρυµάτων, που έθεσαν σε εφαρµογή φιλόδοξα σχέδια, δαπάνησαν αρκετά δισ. ευρώ, ωστόσο είδαν το εγχείρηµά τους να αποτυγχάνει. Με το ξέσπασµα της παγκόσµιας πιστωτικής κρίσης, άρχισε η αντίστροφη µέτρηση για την έξοδό τους από το τοπικό τραπεζικό σύστηµα. Από τη µία πλευρά η επιδείνωση των συνθηκών για τον χρηµατοπιστωτικό κλάδο σε παγκόσµιο επίπεδο και από την άλλη η ύφεση που πλήττει την ελληνική οικονοµία για τέταρτη συνεχή χρονιά δεν αφήνουν πολλά περιθώρια επιλογών. Την εποχή του φθηνού χρήµατος και της υπερµόχλευσης δεν ήταν λίγες οι τράπεζες που είδαν στην αναδυόµενη στις αρχές της δεκαετίας του 2000 ελληνική αγορά την ευκαιρία να αποκοµίσουν κέρδη, τα οποία οι ώριµες οικονοµίες της εποχής δεν ήταν σε θέση να προσφέρουν. Πιστωτικά ιδρύµατα µε παρουσία σε κάθε γωνιά του πλανήτη, όπως η Citi, η Credit Agricole, η BNP Paribas, η Societe Generale και η HSBC, αντιλήφθηκαν εγκαίρως αυτές τις προοπτικές. Η είσοδος της Ελλάδας στην Οικονοµική και Νοµισµατική Ενωση (ΟΝΕ) το 2001, το περιβάλλον χαµηλών επιτοκίων και η άρση διαφόρων περιορισµών που ίσχυαν ως τότε στο ελληνικό τραπεζικό σύστηµα προµήνυαν χρόνια ανάπτυξης και κερδοφορίας.

Το πρώτο έναυσµα για την επιτάχυνση των ρυθµών µεγέθυνσης της αγοράς δόθηκε µε την απελευθέρωση της καταναλωτικής πίστης το 2003 και συνεχίστηκε µε τη σηµαντική άνοδο της οικοδοµικής δραστηριότητας τα επόµενα χρόνια, η οποία τροφοδοτήθηκε από τα στεγαστικά δάνεια, καθιστώντας την τοποθέτηση σε ακίνητα την πιο δηµοφιλή επένδυση των Ελλήνων. Τα χρόνια µετά την είσοδο της χώρας µας στην ευρωζώνη περνούσαν και τα υπόλοιπα των δανείων συνέχιζαν µε αµείωτη ένταση την ανοδική πορεία τους. Ο δανεισµός των ελληνικών νοικοκυριών από 31 δισ. ευρώ στο τέλος του 2002 εκτοξεύθηκε σε 120 δισ. ευρώ το 2009, τρέχοντας κατά τη διάρκεια αυτής της οκταετίας µε µέσο ετήσιο ρυθµό της τάξεως του 23%. Κινητήρια δύναµη της οικονοµίας αποτέλεσαν τα στεγαστικά δάνεια, τα οποία κατέγραψαν το ιστορικό υψηλό τους το 2009, λίγο πάνω από τα 80 δισ. ευρώ, ξεκινώντας µόλις από τα 21 δισ. ευρώ τον πρώτο χρόνο εισαγωγής του ενιαίου ευρωπαϊκού νοµίσµατος στη χώρα µας. Η µέση ετήσια άνοδός τους προσέγγισε το 25%.

Ακόµη υψηλότερη ήταν η ενίσχυση των µεγεθών στην καταναλωτική πίστη, µε τη βοήθεια της οποίας συντηρήθηκαν επί χρόνια ολόκληροι κλάδοι (π.χ., αυτοκίνητα, είδη για το σπίτι).

Οι ετήσιοι ρυθµοί ανάπτυξης των υπολοίπων της κατηγορίας ήταν εντυπωσιακή, αγγίζοντας µόλις έναν χρόνο µετά την απελευθέρωσή της το 38%, ενώ από το 2002 ως και το 2008 η σωρευτική άνοδός τους ξεπέρασε τα 26 δισ. ευρώ ή το 260%. Πρόκειται για ποσοστά που δύσκολα θα καταγραφούν ξανά στο εγγύς µέλλον.

Τα όνειρα και οι φιλοδοξίες
Ομιλοι με ευχερή πρόσβαση στις αγορές κεφαλαίου, όπως η Credit Agricole, μετρούν ζημιές

Η Ελλάδα προσέλκυσε το ενδιαφέρον πολλών ξένων οµίλων. Οι γαλλικές Credit Agricole και Societe Generale απέκτησαν τις Εµπορική και Γενική Τράπεζα, αντιστοίχως, ενώ η πορτογαλική BCP µέσω της NovaBank (σήµερα Millennium Bank) εισήλθε δυναµικά στην εγχώρια αγορά, µε στόχο να κερδίσει σηµαντικά µερίδια. Από την άλλη πλευρά, οι υπόλοιπες ξένες τράπεζες που ήδη δραστηριοποιούνταν στη χώρα µας, όπως η Citibank και η HSBC, προχωρούσαν σε επέκταση του δικτύου τους σε όλη την Ελλάδα, για να καλύψουν τη ζήτηση για τραπεζικές υπηρεσίες και για να διευρύνουν το τοπικό τους χαρτοφυλάκιο.

Πριν από 11 χρόνια, µιλώντας σε εκδήλωση για την έναρξη λειτουργίας της NovaBank, µε βασικούς µετόχους την Interamerican και την πορτογαλική BCP, ο τότε πρόεδρος του ασφαλιστικού οµίλου κ. ∆. Κοντοµηνάς τόνιζε ότι «πρόκειται για ένα τολµηρό εγχείρηµα που έχει όλες τις προϋποθέσεις να πετύχει». Ο γενικός διευθυντής της τράπεζας εκείνη την εποχή κ. Γ. Τανισκίδης έθετε τον στόχο για κατάκτηση µεριδίου 35% στην αγορά της µεσαίας και ανώτερης εισοδηµατικής οµάδας στα µεγάλα αστικά κέντρα, µέσα σε µία τριετία. Πράγµατι η τράπεζα σηµείωσε σηµαντικούς ρυθµούς ανάπτυξης, εισήλθε δυναµικά στην αγορά της λιανικής, ενώ βρέθηκε ένα βήµα πριν από την είσοδο στο Χρηµατιστήριο της Αθήνας.

Η κρίση όµως διέκοψε την ανοδική της πορεία. Ο µοναδικός µέτοχός της, η BCP, µετά την αποχώρηση της Interamerican αντιµετωπίζει προβλήµατα ρευστότητας αντίστοιχα των ελληνικών τραπεζών λόγω του αποκλεισµού του πορτογαλικού συστήµατος από τις αγορές. Παράλληλα, η σηµαντική συρρίκνωση της ζήτησης για στεγαστικά και καταναλωτικά δάνεια έχει προκαλέσει σηµαντική µείωση των εργασιών. Ως αποτέλεσµα, η τράπεζα έχει προχωρήσει σε απολύσεις και στη διακοπή λειτουργίας καταστηµάτων της. «Σήµερα είµαστε περισσότερο πωλητές ασφαλιστικών προγραµµάτων παρά τραπεζικοί υπάλληλοι» τονίζει εργαζόµενος σε υποκατάστηµα της Millennium. Κατά ορισµένες πληροφορίες, η BCP έχει βάλει πωλητήριο στην τράπεζα, ωστόσο µε δεδοµένες τις συνθήκες και το κλίµα αβεβαιότητας που επικρατούν στην Ελλάδα, η αποδέσµευσή της δεν θα είναι εύκολη υπόθεση.

Σε φάση συρρίκνωσης των δραστηριοτήτων της έχει εισέλθει και η Citibank, η οποία ενώ πριν από λίγα χρόνια φερόταν ακόµη και ως υποψήφιος αγοραστής της Εθνικής Τράπεζας σήµερα λειτουργεί σαν να µην την ενδιαφέρει η ελληνική αγορά. Η αρχή του τέλους έγινε εµφανής µε το «σκάσιµο» της Lehman Brothers, που οδήγησε στην κατάρρευση της µητρικής Citi στις ΗΠΑ. Παράλληλα, σοβαρό πρόβληµα δηµιουργήθηκε και από τις ζηµιές που κατέγραψαν πελάτες της από προϊόν εγγυηµένου κεφαλαίου που διέθετε από τα καταστήµατά της, εκδότης του οποίου ήταν η Lehman. Τελικώς, η τράπεζα αποζηµίωσε κατά ένα µεγάλο µέρος τους πελάτες της, ωστόσο το πλήγµα στην αξιοπιστία της, παρά το γεγονός ότι η Citibank δεν είχε ευθύνη για αυτό που συνέβη, ήταν σηµαντικό.

Χρονιά ορόσηµο ήταν η εφετινή για την τράπεζα και λόγω της αποχώρησης του επί πολλά έτη επικεφαλής της κ. Χρ. Βασιλειάδη, το όνοµα του οποίου συνδέθηκε µε την ανάπτυξή της στην ελληνική αγορά. Σήµερα, η τράπεζα έχει κλείσει τα µισά της καταστήµατα, σηµαντικό µέρος του προσωπικού της έχει αποχωρήσει µέσω προγραµµάτων εθελουσίας εξόδου και η δραστηριότητά της επικεντρώνεται στη διάθεση πιστωτικών καρτών και στη διαµεσολάβηση για την πώληση επενδυτικών προϊόντων µεγάλων επενδυτικών οίκων. Για στεγαστικά και καταναλωτικά δάνεια ούτε λόγος να γίνεται.

Αποτυχία των Γάλλων

Oι Credit Agricole και Societe Generale, βασικοί μέτοχοι των Εμπορική και Γενική αντίστοιχα, κατά τα λεγόμενα του τότε υπουργού Οικονομίας κ. Γ. Αλογοσκούφη, θα ανέτρεπαν τα δεδομένα στον ανταγωνισμό, προκαλώντας μείωση των επιτοκίων. Τελικά η εξέλιξη των μεριδίων τους δεν δικαίωσε σε καμία περίπτωση αυτή την πρόβλεψη. Οπως αναφέρει χαρακτηριστικά τραπεζικό στέλεχος που «πέρασε» από τη μία από τις δύο τράπεζες, «αν ήξεραν οι Γάλλοι τι θα επακολουθούσε, ούτε γραφείο δεν θα άνοιγαν στην Ελλάδα».

Ο έτερος γαλλικός όμιλος με παρουσία στην Ελλάδα, η BNP Paribas, αποφάσισε ήδη να αποχωρήσει, ύστερα από 30 χρόνια λειτουργίας στην Ελλάδα. Η BNP είχε επιχειρήσει ένα «άνοιγμα» στη λιανική τραπεζική το 2007 με τη λειτουργία διαδικτυακής τράπεζας.

ΕΝΤΥΠΗ ΕΚΔΟΣΗ