Η άµεση ανάγκη ενίσχυσης των εσόδων του κράτους από τις αποκρατικοποιήσεις αλλά και η αδυναµία του Δηµοσίου να «συντηρήσει» µεγάλους βιοµηχανικούς οµίλους που του ανήκουν ωθούν την κυβέρνηση να βάλει πωλητήριο και στη ΛΑΡΚΟ εντός του πρώτου εξαµήνου του 2012. Μια εταιρεία µονοπωλιακού χαρακτήρα που θα µπορούσε να αφήνει τεράστια κέρδη στο κράτος έπεσε θύµα µικροκοµµατικών συµφερόντων µε διοικήσεις που διορίστηκαν όχι για να παράξουν έργο αλλά για την αργοµισθία. Εγινε χωνευτήρι προσλήψεων από όλες τις κυβερνήσεις, οι οποίες µάλιστα δεν προχώρησαν στις απαραίτητες επενδύσεις ώστε η επιχείρηση να καταστεί ανταγωνιστική σε σχέση µε τους διεθνείς ανταγωνιστές της. Τα τελευταία χρόνια συσσώρευε ζηµιές, τα εργατικά ατυχήµατα πλήθαιναν και το περιβάλλον «πληγωνόταν» καθηµερινά από τους αέριους ρύπους και τα υγρά απόβλητα.

Και όµως για αυτή την εταιρεία το ενδιαφέρον στον επικείµενο διαγωνισµό αναµένεται να είναι ιδιαίτερα µεγάλο αφού συγκεντρώνει σειρά πλεονεκτηµάτων που δύσκολα µπορεί να αγνοηθούν:

Κατ’ αρχάς, η εταιρεία συγκαταλέγεται µεταξύ των πέντε µεγαλύτερων παραγωγών σιδηρονικελίου στον κόσµο (ελέγχει περίπου το 6% της ευρωπαϊκής αγοράς) και εξάγει το σύνολο της παραγωγής της. Εχει καθετοποιηµένες εγκαταστάσεις (τέσσερα ορυχεία που βγάζουν το µετάλλευµα και εργοστάσιο όπου παράγεται το σιδηρονικέλιο), πολύ καλό όνοµα στην αγορά αφού το νικέλιο που παράγει δεν έχει άνθρακα, όλη η παραγωγή της απορροφάται εύκολα από τους πελάτες στο εξωτερικό και κυρίως έχει αποθέµατα µεταλλευµάτων 50 εκατ. τόνων που της δίνουν διάρκεια ζωής τουλάχιστον για άλλα 25 χρόνια. Παράλληλα, η ζήτηση για ανοξείδωτο χάλυβα µε πρώτη ύλη το νικέλιο αναµένεται ισχυρή για τα επόµενα χρόνια.

Υπενθυµίζεται ότι το 2009 είχε επιχειρηθεί από την κυβέρνηση της Νέας Δηµοκρατίας να πωληθεί η εταιρεία και στον διαγωνισµό που δεν ολοκληρώθηκε λόγω των πρόωρων εκλογών είχαν εκδηλώσει ενδιαφέρον εννέα όµιλοι, µεταξύ των οποίων η πολυεθνική Glencore, η ρωσική Solway αλλά και οι ελληνικοί όµιλοι του Μυτιληναίου, του Ακτορα και της Χαλυβουργίας Ελλάδος.

Παράλληλα όµως η εταιρεία παρουσιάζει σειρά µειονεκτηµάτων που ενδεχοµένως θα περιορίσουν το τίµηµα που θα καρπωθεί το Δηµόσιο.

Εχει υψηλό κόστος παραγωγής αφού εκτός από τη χαµηλή περιεκτικότητα των µεταλλευµάτων σε νικέλιο έχει και ακριβό ενεργειακό κόστος. Ουσιαστικά το 80% των εξόδων της είναι ανελαστικό, καθώς το 60% αφορά το ενεργειακό κόστος (ρεύµα, µαζούτ και κάρβουνο) και το 20% τη µισθοδοσία. Οι συσσωρευµένες ζηµιές ξεπερνούν τα 150 εκατ. ευρώ και οι υποχρεώσεις προσεγγίζουν τα 200 εκατ. ευρώ. Παράλληλα, τα ίδια κεφάλαια είναι αρνητικά, για αυτό και εκτιµάται ότι η αύξηση κεφαλαίου που απαιτείται για να «φτιάξει» ο ισολογισµός θα συνδυαστεί µε την έλευση του νέου ιδιοκτήτη που θα προκύψει από τον διεθνή διαγωνισµό.

Ουσιαστικά από την αξία της εταιρείας που εκτιµάται στα 350 εκατ. ευρώ θα αφαιρεθούν οι υποχρεώσεις αλλά το υπόλοιπο των 150 εκατ. ευρώ δεν θα εισρεύσει στα ταµεία του Δηµοσίου και των άλλων µετόχων (Εθνική Τράπεζα και ΔΕΗ) αλλά θα καταβληθεί µέσω αύξησης κεφαλαίου για επενδύσεις εκσυγχρονισµού της εταιρείας που σε πρώτη φάση υπολογίζονται στα 120 εκατ. ευρώ.

Πρόκειται για επενδύσεις που έχουν καθυστερήσει, είναι επιβεβληµένες και όταν υλοποιηθούν θα µειώσουν το κόστος λειτουργίας της επιχείρησης. Μεταξύ αυτών είναι η επέκταση του λιµανιού στο εργοστάσιο της Λάρυµνας (έχουν εξασφαλιστεί οι άδειες που θα τετραπλασιάσουν τη µεταφορική ικανότητα), περιβαλλοντικές επενδύσεις αφού τα πρόστιµα από το ΥΠΕΚΑ πέφτουν βροχή αλλά και για την εγκατάσταση φυσικού αερίου που όταν ολοκληρωθούν θα αντικαταστήσει το µαζούτ και υπό ορισµένες προϋποθέσεις και το κάρβουνο.

ΑΠΩΛΕΙΕΣΚΑΙΣΤΗΝΑΝΟΔΟΚΑΙΣΤΗΝ ΠΤΩΣΗ!

* Χρηματιστηριακό προϊόν το νικέλιο, υπόκειται σε σημαντικές μεταβολές στην τιμή, γι’ αυτό και η αντιστάθμιση κινδύνου (hedging) πρέπει να είναι ο κανόνας της λειτουργίας της, αν και στο πρόσφατο παρελθόν η εταιρεία έπεσε θύμα της πρακτικής αυτής αφού είχε προπωλήσει την παραγωγή της σε τιμές πολύ χαμηλές σε σχέση με τα 52.000 δολάρια τον τόνο που έφτασε το νικέλιο ενώ όταν «έσπασε» τα συμβόλαια πληρώνοντας και ποινικές ρήτρες, η τιμή κατρακύλησε στα 8.000 δολάρια πετυχαίνοντας παγκόσμιο ρεκόρ: να χάσει δηλαδή και στην άνοδο και στην πτώση!

* Το 2011 η τιμή έχει σταθεροποιηθεί περίπου στα 19.500 δολάρια ο τόνος με αποτέλεσμα η εταιρεία δουλεύοντας σε full capacity και εξάγοντας 18.500 τόνους να κάνει τζίρο περί τα 300 εκατ. ευρώ.

* Η εταιρεία αποτιμά τις αγορές της σε ευρώ και πωλεί σε δολάρια με αποτέλεσμα να ευνοείται από την ενίσχυση του δολαρίου και την πτώση του ευρώ. Από τα 300 εκατ. ευρώ τα 100 εκατ. ευρώ είναι το κόστος του ρεύματος, τα 70 εκατ. ευρώ το κόστος του μαζούτ και του κάρβουνου, 60 εκατ. ευρώ είναι η (πλουσιοπάροχη) μισθοδοσία, 7 εκατ. ευρώ πηγαίνουν μόνο για τόκους, περίπου 60 εκατ. ευρώ είναι τα υπόλοιπα λειτουργικά έξοδα και μένουν περίπου 5 – 10 εκατ. ευρώ κέρδη προ φόρων, στο ίδιο επίπεδο με το 2010.

* Στο μέτωπο των υποχρεώσεων 50 εκατ. ευρώ είναι δάνεια προς την Αγροτική, 80 εκατ. ευρώ ρυθμισμένες οφειλές προς τη ΔΕΗ και 65 εκατ. ευρώ παλιές «αμαρτίες» τής υπό εκκαθάριση ΛΑΡΚΟ.

Μεγάλη ευκαιρία η υδρομεταλλουργία
Η νέα τεχνολογία μπορεί να «απογειώσει» την παλαιά «ναυαρχίδα» του ομίλου Μποδοσάκη

«Το 2010 και το 2011 καταφέραμε να αυξήσουμε την παραγωγή και να εμφανίσουμε μικρά κέρδη» αναφέρει στο «Βήμα» ο πρόεδρος και διευθύνων σύμβουλος της ΛΑΡΚΟ κ. Αν. Μπαράκος και προσθέτει: «Η εταιρεία λόγω των ανελαστικών εξόδων που έχει μπορεί να αναπτυχθεί μόνο αν αυξήσει την παραγωγική της δυνατότητα. Στο πλαίσιο αυτό, εφαρμόζουμε πιλοτικά τη μέθοδο της υδρομεταλλουργίας από την οποία μπορεί να αντληθεί σιδηρονικέλιο από “φτωχά” πετρώματα. Με τη μέθοδο αυτή ουσιαστικά πολλαπλασιάζεται το προς εκμετάλλευση εθνικό απόθεμα που αξιοποιεί η ΛΑΡΚΟ. Βεβαίως, χρειάζονται επενδύσεις αλλά έτσι μπορεί το κόστος παραγωγής να περιοριστεί στα 9.000 δολάρια ο τόνος και μαζί με την υφιστάμενη μέθοδο της πυρόλυσης να μην ξεπερνά τα 14.000 δολάρια εξασφαλίζοντας έτσι υψηλή κερδοφορία δεδομένου ότι οι τιμές του νικελίου δεν προβλέπεται στο απώτερο μέλλον να πέσουν κάτω από τα τρέχοντα επίπεδα».

Τη µέθοδο της υδροµεταλλουργίας ακολουθεί σε ένα µέρος της παραγωγής της η Glencore που είχε ενδιαφερθεί και το 2009 για την εξαγορά της ΛΑΡΚΟ.

Η ΛΑΡΚΟ ήταν για πολλές δεκαετίες η «ναυαρχίδα» του οµίλου Μποδοσάκη και το νικέλιο, τις δεκαετίες του ’60 και του ’70, εθεωρείτο ένας από τους «πυλώνες» της ελληνικής βιοµηχανίας. Η εταιρεία πέρασε στον Οργανισµό Ανασυγκρότησης Επιχειρήσεων (ΟΑΕ) στις αρχές της δεκαετίας του 1980. Η νέα ΛΑΡΚΟ ιδρύθηκε το 1989, µετά την εκκαθάριση της παλαιάς εταιρείας, και σήµερα ελέγχεται από το Δηµόσιο κατά 55,2%, την Εθνική κατά 33,4% και τη ΔΕΗ κατά 11,4%. Θεωρείται σίγουρο ότι στον διαγωνισµό και οι άλλοι δύο µέτοχοι θα πωλήσουν τη συµµετοχή τους. Σύµβουλοι του Δηµοσίου είναι η HSBC και η PwC. Σήµερα οι παραγωγοί ανοξείδωτου χάλυβα, όπως οι: Thyssen-Krupp, Outokumpu OY & AB, Acerinox, Glencore, Avesrapolarit, χρησιµοποιούν στα εργοστάσιά τους κοκκοποιηµένο σιδηρονικέλιο της ΛΑΡΚΟ.
ΕΝΤΥΠΗ ΕΚΔΟΣΗ