Οι μεγάλες προκλήσεις της ελληνικής οικονομίας ξεπερνούν την θητεία μίας κυβέρνησης και ως εκ τούτου θα πρέπει να υπάρξει διάλογος επ΄ αυτών εξασφαλίζοντας την ελάχιστη πολιτική συναίνεση.
Αυτό τονίζεται στην έκθεση του Γραφείου Προϋπολογισμού της Βουλής την πρώτη υπό την νέα του σύνθεση και τον κ. Φραγκίσκο Κουτεντάκη (πρώην γενικό γραμματέα δημοσιονομικής πολιτικής του υπουργείου Οικονομικών) να έχει διαδεχθεί τον κ. Παναγιώτη Λιαργκόβα στη θέση του Συντονιστή.
Σύμφωνα με πηγές του Γραφείου η Ελλάδα δεν θα πρέπει να «χαλαρώσει» μετά το τέλος του προγράμματος , θα υπάρχει μία μορφή εποπτείας η οποία δεν θα πρέπει να είναι αυστηρή και δεν θα πρέπει τα μέτρα ελάφρυνσης του χρέους να συνδεθούν με όρους (γερμανική θέση) γιατί θα δοθεί λάθος μήνυμα στις αγορές.
«Η αποκατάσταση της μακροοικονομικής και δημοσιονομικής ισορροπίας δεν συνεπάγεται το τέλος της προσπάθειας ούτε υπάρχουν περιθώρια εφησυχασμού», αναφέρεται χαρακτηριστικά στην έκθεση δείγμα ότι τα δύσκολα δεν τελειώνουν με την ολοκλήρωση του τρίτου προγράμματος τον προσεχή Αύγουστο.
Γίνεται δε αναφορά σε «ένα στρατηγικό σχέδιο μακράς πνοής που εκ των πραγμάτων θα υπερβαίνει τη θητεία μιας κυβέρνησης», και ως εκ τούτου «τα βασικά του στοιχεία θα πρέπει να τεθούν σε δημόσιο διάλογο προκειμένου να εξασφαλιστεί μια ελάχιστη συναίνεση».
Στις προτεραιότητες το Γραφείο αναφέρεται στην διατήρηση της δημοσιονομικής σταθερότητας «με την έννοια της μέγιστης προσοχής, υπευθυνότητας και διαφάνειας στη διαχείριση του δημόσιου χρήματος». Ως προτεραιότητες αναφέρονται ακόμη :
-Η σχεδιασμένη αξιοποίηση του δημοσιονομικού χώρου.
-Η αποτελεσματική κοινωνική προστασία, δημόσιες υπηρεσίες και διοίκηση
-Η ενίσχυση εξωστρεφών κλάδων υψηλής προστιθέμενης αξίας
-Η αναβάθμιση του ανθρώπινου κεφαλαίου.
-Η ενθάρρυνση εγχώριων επενδύσεων και προσέλκυση κεφαλαίων από το εξωτερικό.
-Η τυποποίηση και απλοποίηση των διαδικασιών ρύθμισης ληξιπρόθεσμων οφειλών και μη εξυπηρετούμενων δανείων.
Εξάλλου ο κατάλογος με τις μεσοπρόθεσμες προκλήσεις που καλείται να αντιμετωπίσει η ελληνική οικονομία περιλαμβάνει τη διαχείριση των προβληματικών αποθεμάτων (δημόσιο χρέος, ληξιπρόθεσμες οφειλές αλλά και τα μη εξυπηρετούμενα ανοίγματα) όπως επίσης και τη συνεχιζόμενη συρρίκνωση του ανθρώπινου αλλά και του φυσικού κεφαλαίου. Η υποβάθμιση του ανθρώπινου κεφαλαίου έχει προέλθει από τα πολύ υψηλά ποσοστά της μακροχρόνιας ανεργίας αλλά και στη συνεχιζόμενη φυγή εξειδικευμένου προσωπικού προς το εξωτερικό.
Στα μακροοικονομικά μεγέθη πως πέρυσι επιτεύχθηκε ρυθμός ανάπτυξης 1,4%, η ρευστότητα της οικονομίας βελτιώνεται, οι τράπεζες πέρασαν τα stress tests χωρίς να προκύψουν πρόσθετες κεφαλαιακές ανάγκες, το πρωτογενές πλεόνασμα ξεπέρασε τους στόχους για τρίτο συνεχόμενο έτος, οι αποδόσεις των ομολόγων υποχωρούν , η ανεργία μειώνεται και ο ρυθμός πληθωρισμού, αν και επιβραδύνθηκε παραμένει θετικός.
Για το 2018 το Γραφείο αναμένει επιτάχυνση του ρυθμού μεγέθυνσης της ελληνικής οικονομίας κοντά στο 2% ενώ ήδη αρκετοί βραχυχρόνιοι δείκτες οικονομικής δραστηριότητας και προσδοκιών παρουσιάζουν θετική εικόνα.
Προϋπόθεση όμως για την επίτευξη των ευνοϊκών προβλέψεων για το 2018 συνιστά η ολοκλήρωση της τέταρτης και τελευταίας αξιολόγησης ενώ δεν λείπουν και τα καρφιά προς την κυβέρνηση για το υπερπλεόνασμα. «Η επίτευξη υψηλότερων πλεονασμάτων από τους στόχους του προγράμματος ισοδυναμεί με την υιοθέτηση υπέρ του δέοντος περιοριστικής δημοσιονομικής πολιτικής», αναφέρεται χαρακτηριστικά