Υστερα από 6 χρόνια βαθιάς ύφεσης και 3 χρόνια στασιμότητας, κατά την 9ετή περίοδο της κρίσης, η ελληνική οικονομία επέστρεψε το 2016 στα επίπεδα του 2003, καθώς το ΑΕΠ της χώρας μειώθηκε κατά 57 δισ. ευρώ, ενώ η συνολική περιουσία των Ελλήνων υποχώρησε κατά 622 δισ. δολ. (587 δισ. ευρώ), καθώς κάθε νοικοκυριό είδε την περιουσία του να μειώνεται κατά 71.766 δολάρια.
Με βάση τα στοιχεία για το 2016 του ινστιτούτου μελετών της ελβετικής τράπεζας Credit Suisse, που εξετάζει την εξέλιξη του πλούτου σε πάνω από 200 χώρες, τα ελληνικά νοικοκυριά έχασαν κατά μέσο όρο 71.766 δολάρια (67.703 ευρώ), καθώς η μέση αξία της περιουσίας τους από τα 175.335 δολάρια (165.410 ευρώ) το 2007, υποχώρησε κατά 41% ως το 2016 στα 103.569 δολάρια (97.706).
Η εξέλιξη αυτή αποτέλεσε ένα ισχυρό αρνητικό αποτέλεσμα πλούτου (negative wealth effect) για την πλειοψηφία των ελληνικών νοικοκυριών συμβάλλοντας στη μείωση της κατανάλωσης και ως εκ τούτου στη συρρίκνωση της εγχώριας ζήτησης για αγαθά και υπηρεσίες, ενώ με βάση τους υπολογισμούς του γερμανικού κολοσσού της Allianz, η μεσαία τάξη της χώρας μας αποτελεί πλέον μόλις το 20% του πληθυσμού, από 50% την εποχή που η Ελλάδα γινόταν μέλος του ευρώ.

Η ανάπτυξη με δανεικά
Βέβαια, καθώς σύμφωνα με υπολογισμούς κορυφαίων τραπεζιτών την περίοδο 1996 – 2007 εισέρευσαν στη χώρα από τις διεθνείς αγορές, από άλλες πηγές και από τους επίσημους φορείς 400 – 500 δισ. ευρώ, εύλογα τα περιουσιακά στοιχεία των ελληνικών νοικοκυριών, σύμφωνα με τα στοιχεία της Credit Suisse, από το 2000 ως το υψηλό τους το 2007 υπερδιπλασιάστηκαν καθώς από τα 631 δισ. δολ. (595 δισ. ευρώ) ξεπέρασαν το 1,5 τρισ. δολ. (1,41 δισ. ευρώ).
Από το 1999 ως το 2009 εξάλλου μόνο οι τράπεζες και το Δημόσιο δανείστηκαν πάνω από 60 δισ. ευρώ και 200 δισ. ευρώ αντίστοιχα, συντηρώντας έτσι το ελληνικό μοντέλο ανάπτυξης με δανεικά, αφού τα λεφτά που «έπεσαν» στη χώρα δεν χρησιμοποιήθηκαν για την παραγωγική της ανασυγκρότηση.
Το 2008 μάλιστα, καθώς άρχιζε η παγκόσμια χρηματοπιστωτική κρίση, η χώρα κατανάλωνε 14 ποσοστιαίες μονάδες του ΑΕΠ περισσότερο από ό,τι παρήγαγε και έτσι βρέθηκε εκτός αγορών και στην αγκαλιά της τρόικας –κουαρτέτου πια σήμερα.
Στα χρόνια της κρίσης οι τιμές των ακινήτων υποχώρησαν κατά 45%-50%, ενώ μελέτη της PwC, υπολογίζοντας πως με το κατά κεφαλήν ΑΕΠ να επιστρέφει στα προ κρίσης επίπεδα περίπου το 2030, κατέδειξε ότι η σύγκλιση προσφοράς και ζήτησης θα λάβει χώρα περί το 2047, ενώ οι τιμές θα προσεγγίσουν τα προ κρίσης επίπεδα μετά το 2050.
Το «Varoufakis effect»
Παράλληλα, οι μετοχές έχασαν το 90% της αξίας τους, καθώς σημείωσαν πτώση 158 δισ. ευρώ από το υψηλό στο χαμηλό, ενώ οι αποδόσεις των ομολόγων και το κόστος δανεισμού εκτινάχθηκαν. Οι καταθέσεις των τραπεζών μειώθηκαν στο μισό, την ίδια ώρα που τα «κόκκινα δάνεια» εκτινάχθηκαν περίπου στο 50% του συνόλου, ενώ ακόμη και ύστερα από τρεις ανακεφαλαιοποιήσεις, συνολικού ύψους 60 δισ. ευρώ, το τραπεζικό σύστημα δεν μπορεί να χρηματοδοτήσει την οικονομία.
Το μικρό «γύρισμα» στην ανάπτυξη (+0,7%) το 2014, που ήταν απόρροια και της μείωσης του κόστους δανεισμού που επέτρεψε στις ελληνικές επιχειρήσεις να προσελκύσουν, σύμφωνα με τα στοιχεία της PwC, σχεδόν 15 δισ. ευρώ, διεκόπη από τις επιπτώσεις από το «Varoufakis effect», όπως αποκαλείται πλέον η σύντομη αλλά και εξόχως δαπανηρή για τη χώρα περίοδος που ηγείτο της οικονομίας ο Γιάνης Βαρουφάκης, οι οποίες, σύμφωνα με εκτιμήσεις της Berenberg, υπολογίζονται σε 7% του ΑΕΠ, ενώ η επίπτωση στο χρέος σε ένα επιπλέον 25% του ΑΕΠ, αν συνυπολογιστεί και το μακροπρόθεσμο κόστος της νέας διάσωσης των τραπεζών.
Εγκλωβισμένη η χώρα
Οι οικονομολόγοι υποστηρίζουν πως σήμερα η χώρα είναι εγκλωβισμένη σε μια περίοδο ισχνής ανάπτυξης, προβλέποντας πως ύστερα από μια μηδενική ή οριακή (+0,1%) ανάπτυξη το 2016, το 2017 –αν πάνε καλά τα πράγματα με τις μεταρρυθμίσεις και το σχέδιο διάσωσης –το ΑΕΠ θα αυξηθεί 1%-2% έναντι επίσημου στόχου, 2,7%.
Ενώ πάντως εκτιμάται πια ευρέως ότι η χώρα χρειάζεται πάνω από 100 δισ. ευρώ επενδύσεις την επόμενη 5ετία, το όποιο ενδιαφέρον από το εξωτερικό επικεντρώνεται σε σχήματα που έχουν τη στήριξη ισχυρών κρατών (π.χ. Κίνα, Γερμανία), ή σε διεθνή funds που ειδικεύονται σε καταστάσεις χρεοκοπίας, αφού οι μακροπρόθεσμοι επενδυτές απέχουν.
Παράλληλα, πολλοί έλληνες επιχειρηματίες δεν θα επενδύσουν στην ανασυγκρότηση της χώρας καθώς θεωρούν πως αντιμετωπίζονται με καχυποψία από την πολιτεία. Το στοίχημα των επενδύσεων παραμένει όμως σημείο-κλειδί για το «γύρισμα» της χώρας, καθώς σε μια μικρή οικονομία των 176 δισ. ευρώ εύλογης κλίμακας επενδύσεις θα ενίσχυαν την κυκλική ανάπτυξη γεννώντας έναν ενάρετο κύκλο.

€241 τρισ. ο παγκόσμιος πλούτος
Στους 77.000 οι έλληνες εκατομμυριούχοι

Στα 256 τρισ. δολάρια (241 τρισ. ευρώ) διαμορφώθηκε το 2016 ο παγκόσμιος ιδιωτικός πλούτους του πλανήτη, την ώρα που οι εισοδηματικές ανισότητες διευρύνονται, καθώς, σύμφωνα με την παγκόσμια έκθεση πλούτου της Credit Suisse, το 0,7% του πληθυσμού, περίπου 33 εκατ. άνθρωποι, μεταξύ των οποίων και 77.000 έλληνες εκατομμυριούχοι, ελέγχουν περιουσιακά στοιχεία –σε χρηματοοικονομική και φυσική μορφή –αξίας 116,6 τρισ. δολαρίων ή το 45,6% του παγκόσμιου πλούτου.
Την ίδια ώρα, 3,54 δισεκατομμύρια άνθρωποι, ή το 73,2% του πληθυσμού, μοιράζεται 6,1 τρισ. δολ. ελέγχοντας μόλις το 2,4% του παγκόσμιου πλούτου.
Συνολικά το φτωχότερο ήμισυ του παγκόσμιου πληθυσμού μοιράζεται κάτι λιγότερο από το 1% του παγκόσμιου πλούτου, την ώρα που το πλουσιότερο 10% έχει στα χέρια του το 89% του συνόλου πλούτου, με το κορυφαίο 1% μάλιστα να ελέγχει τα μισά περιουσιακά στοιχεία του πλανήτη.
Το 2016, τη μεγαλύτερη αύξηση πλούτου σημείωσαν οι ΗΠΑ και η Ιαπωνία λόγω της ανατίμησης των νομισμάτων τους, ενώ το Brexit και η στερλίνα οδήγησαν σε μεγάλες απώλειες το Ηνωμένο Βασίλειο.
Από τις αρχές του αιώνα, ο αριθμός των εκατομμυριούχων αυξήθηκε συνολικά κατά 155% και ο αριθμός των δισεκατομμυριούχων κατά 216%.
Η τάση αυτή αναμένεται μάλιστα να συνεχιστεί και τα επόμενα 5 χρόνια, με τον αριθμό των εκατομμυριούχων να αυξάνει κατά 12 εκατ. φθάνοντας το 2021 τα 45 εκατ. άτομα, ενώ ο συνολικός παγκόσμιος πλούτος το ίδιο έτος θα ξεπεράσει τα 344 τρισ. δολ.

ΕΝΤΥΠΗ ΕΚΔΟΣΗ