Τις προϋποθέσεις για την επανεκκίνηση της οικονομίας με τη στήριξη και των τραπεζών, παρουσιάζει σε άρθρο του ο πρόεδρος της Eurobank και καθηγητής του Πανεπιστημίου Πειραιά Νικόλαος Καραμούζης.
Το άρθρο επιχειρεί να δώσει απάντηση στο ερώτημα που κυριαρχεί στο δημόσιο διάλογο στην Ελλάδα αυτό τον καιρό και αφορά στην ικανότητα της Ελληνικής οικονομίας να επανέλθει σε πορεία ισχυρής και διατηρήσιμης οικονομικής ανάπτυξης, καθώς και στις προϋποθέσεις υπό τις οποίες μπορεί να επιτευχθεί αυτό.
Όπως επισημαίνει ο κ. Καραμούζης, ένα έτος μετά τη συνομολόγηση του Τρίτου Προγράμματος Προσαρμογής της Ελλάδας με τους Ευρωπαίους εταίρους, πολλοί είναι αυτοί που αναρωτιούνται για το κατά πόσον η σταθερή και έγκαιρη υλοποίηση των μεταρρυθμίσεων και των μέτρων δημοσιονομικής εξυγίανσης που περιλαμβάνονται στην εν λόγω συμφωνία επαρκεί από μόνη της για την ανάκαμψη της οικονομίας ή επιπρόσθετες πρωτοβουλίες είναι αναγκαίες.
«Για μια οικονομία που μαστίζεται από μια πολυετή, βαθειά ύφεση, ανεργία ρεκόρ, αναιμικές επενδύσεις και υψηλό δημόσιο χρέος, η επιστροφή στην ανάπτυξη πρέπει να είναι η κύρια προτεραιότητα της οικονομικής πολιτικής και συνθήκη επιτυχίας του Προγράμματος» σημειώνει ο πρόεδρος της Eurobank.
Και προσθέτει ότι «η ανάκαμψη της οικονομίας εξαρτάται από την εκπλήρωση αρκετών προϋποθέσεων. Μια σημαντική προϋπόθεση αφορά την ικανότητα των Ελληνικών τραπεζών να παρέχουν την αναγκαία χρηματοδότηση για την υποστήριξη της αναπτυξιακής διαδικασίας».
Σύμφωνα με τον ίδιο, «η απάντηση εξαρτάται από το πώς οι Ελληνικές τράπεζες θα αντιμετωπίσουν πέντε βασικές προκλήσεις οι οποίες, όχι μόνο επηρεάζουν σημαντικά την ικανότητά τους να επιτύχουν βελτιούμενη κερδοφορία και να αναπτυχθούν, αλλά επίσης επιδρούν σοβαρά στις στρατηγικές αποφάσεις, στις προτεραιότητες, στα λειτουργικά και επιχειρηματικά τους μοντέλα, στην αρχιτεκτονική δομή και στη διαχείριση των κινδύνων».
Ο κ. Καραμούζης υπογραμμίζει ότι οι προκλήσεις αυτές, καθώς και οι προτάσεις αντιμετώπισης τους συνοψίζονται στα εξής:
1) Την αποκατάσταση κανονικών συνθηκών ρευστότητας στην Ελληνική αγορά, με τη σημαντική επιστροφή των καταθέσεων και την ανάκτηση της πρόσβασης των τραπεζών στις διεθνείς κεφαλαιαγορές.
Αυτό αποτελεί πρωτίστως πολιτικό ζήτημα, στο βαθμό που κυρίως εξαρτάται από την ικανότητα της Ελληνικής κυβέρνησης να πείσει τις διεθνείς αγορές και τους επενδυτές/αποταμιευτές, ότι σκοπεύει να τηρήσει τις δεσμεύσεις της για την εφαρμογή του τρίτου προγράμματος προσαρμογής και να υλοποιήσει τις αναγκαίες οικονομικές και θεσμικές μεταρρυθμίσεις, που θ’ αποκαθιστούν τη δημοσιονομική σταθερότητα, θα δημιουργούν ευνοϊκές συνθήκες για επενδύσεις και ανάπτυξη και θα διαμορφώνουν ομαλές συνθήκες στο χρηματοπιστωτικό τομέα και τις αγορές.
Εάν επιτευχθεί η αποκατάσταση της εμπιστοσύνης στην ελληνική οικονομία και τις προοπτικές της και διαμορφωθεί φιλικό επιχειρηματικό κλίμα, συνθήκες απαραίτητες για την οικονομική ανάκαμψη, θα διευκολυνθεί η μείωση των επιτοκίων και των υψηλών prim κινδύνου που πληρώνει σήμερα η χώρα για άντληση κεφαλαίων – με και χωρίς εξασφαλίσεις – από τις διεθνείς αγορές, καθώς και η επιστροφή στις Ελληνικές τράπεζες μεγάλου ύψους αποταμιεύσεων, αποθησαυρισμένων σήμερα σε τραπεζογραμμάτια (€ 47 δις σε κυκλοφορία σήμερα) και σε άλλες μορφές καταθέσεων και επενδύσεων που διέρρευσαν στο εξωτερικό (συνολικά από την αρχή της κρίσης, η χώρα έχει απωλέσει € 124 δις καταθέσεις, το 45% του συνόλου από το ψηλότερο σημείο).
Εκτιμάται ότι, με την πλήρη αποκατάσταση ομαλών συνθηκών και αναπτυξιακών προοπτικών στην οικονομία και τις αγορές και την αποκατάσταση της εμπιστοσύνης στις προοπτικές της Ελληνικής οικονομίας, € 25 δις καταθέσεις θα μπορούσαν να επιστρέψουν στο τραπεζικό σύστημα, σε περίοδο 18-24 μηνών.
2) Την αποτελεσματική διαχείριση και τη σημαντική μείωση του σημαντικού ύψους των επισφαλών δανείων: η πρόκληση για τις Ελληνικές τράπεζες σήμερα δεν είναι η επάρκεια των κεφαλαίων (η οποία υπάρχει), αλλά η δέσμευση και η ικανότητα των Ελληνικών τραπεζών να υλοποιήσουν με αποφασιστικότητα και σχέδιο την αποτελεσματική διαχείριση των προβληματικών δανείων και να μειώσουν σημαντικά τα υπόλοιπα (€115 δις το ύψος των προβληματικών δανείων σήμερα με βάση τον ορισμό ΝΡΕ σε επίπεδο ομίλων).
Μία τέτοια στρατηγική πρέπει να συνοδεύεται από ένα εμπεριστατωμένο επιχειρησιακό σχέδιο και το κατάλληλο πτωχευτικό δίκαιο και θεσμικό πλαίσιο αναδιάρθρωσης επιχειρήσεων και νοικοκυριών, με σκοπό την αποτελεσματική χρήση του σημαντικού αποθέματος των προβλέψεων που έχει συσσωρευτεί (€ 58 δις) για κάλυψη των επισφαλών δανείων, καθώς και των σημαντικών εμπραγμάτων εξασφαλίσεων, που φέρουν τα παραπάνω δάνεια, έτσι ώστε να εξυγιανθούν τα χαρτοφυλάκια των προβληματικών δανείων (60% με 65% του συνόλου του χαρτοφυλακίου των προβληματικών δανείων είναι καλυμμένο με εμπράγματες εξασφαλίσεις, κυρίως ακίνητα).
Κρίσιμο για τη μείωση του ύψους των προβληματικών δανείων είναι η επιστροφή της χώρας σε σταθερούς ρυθμούς ανάπτυξης, η αποκλιμάκωση των επιτοκίων με την αποκατάσταση κανονικών συνθηκών ρευστότητας, η απρόσκοπτη πρόσβαση στις διεθνείς αγορές και η διαμόρφωση θετικού οικονομικού και επενδυτικού κλίματος.
Καθυστέρηση στην αποτελεσματική μείωση του ύψους των επισφαλών δανείων θα δημιουργήσει πιθανά σοβαρά προβλήματα στις τράπεζες και την Ελληνική οικονομία και θα καθυστερήσει την οριστική έξοδο από την κρίση.
Η διαχείριση των προβληματικών δανείων θα πρέπει να γίνει κατά τρόπο που δεν θα ευνοεί τους στρατηγικούς κακοπληρωτές, δεν θα δημιουργεί πτωχευμένες επιχειρήσεις και πλούσιους μετόχους, θα υποχρεώσει τους παλαιούς μετόχους να συμμετέχουν έμπρακτα στην εξυγίανση των επιχειρήσεών τους, αν θέλουν να έχουν άποψη και ρόλο.
Επιπλέον, δεν θα επιρρίπτει συστηματικά τα βάρη της εξυγίανσης των προβληματικών δανείων στους υγιείς χρηματοδοτούμενους, δεν θα νοθεύει τον ανταγωνισμό διατηρώντας εν ζωή μη βιώσιμες επιχειρήσεις και θα λαμβάνει πρόνοιες για τους εργαζόμενους στις προβληματικές επιχειρήσεις, που δεν έχουν καμία ευθύνη για την κρίση που καλούνται να αντιμετωπίσουν.
Οφείλουμε να χρησιμοποιήσουμε όλες τις τεχνικές και τα διαθέσιμα μέσα, συμπεριλαμβανομένων της επιλεκτικής πώλησης προβληματικών δανείων, της μερικής ή ολικής διαγραφής μη εισπράξιμων απαιτήσεων, της απομείωσης απαιτήσεων ώστε να καταστούν οι επιχειρήσεις και τα νοικοκυριά βιώσιμα και της ανάθεσης σε εξειδικευμένους οίκους της διαχείρισής τους, με στόχο την οριστική εξυγίανση των χαρτοφυλακίων μη εξυπηρετούμενων δανείων επιχειρήσεων και νοικοκυριών.
3) Τη μείωση του ρόλου και της ανάμιξης του επίσημου τομέα και του κράτους στη διακυβέρνηση των συστημικών τραπεζών, η οποία προέκυψε ως συνεπακόλουθο της σημαντικής κρατικής βοήθειας που έχουν λάβει οι τράπεζες τα χρόνια της κρίσης.
Οι σχετικοί περιορισμοί δυσκολεύουν την αποτελεσματική διοίκηση και περιορίζουν την ανάπτυξη των εργασιών εν γένει.
Η αποκατάσταση κλίματος εμπιστοσύνης και προοπτικής στην Ελληνική οικονομία, η απρόσκοπτη πρόσβαση στις διεθνείς κεφαλαιαγορές και ο επαναπατρισμός των καταθέσεων, θα συμβάλουν στην επίσπευση της άρσης των κρατικών παρεμβάσεων στη διαχείριση των τραπεζών, διότι επιταχύνουν την αποπληρωμή κεφαλαίων και ρευστότητας που έχουν λάβει οι τελευταίες με κρατική βοήθεια.
Επιπλέον, οι τράπεζες καλούνται να υλοποιήσουν μέχρι το 2018 τα σχέδια εξυγίανσης και αναδιάρθρωσης που έχουν συμφωνήσει με την Ευρωπαϊκή Επιτροπή Ανταγωνισμού και το Ελληνικό Δημόσιο.
4) Την αποτελεσματική προσαρμογή σε ένα ταχέως μεταβαλλόμενο ευρωπαϊκό τραπεζικό περιβάλλον: το τραπεζικό τοπίο στην Ευρώπη μετασχηματίζεται ραγδαία, κυρίως λόγω της εισαγωγής του νέου, αυστηρότερου και διευρυμένου κανονιστικού πλαισίου, την καθοριστική επίδραση των νέων τεχνολογιών και την ένταση του ανταγωνισμού από μη τραπεζικούς χρηματοδοτικούς φορείς και τις διεθνείς αγορές χρήματος και κεφαλαίων.
Αυτές οι παράμετροι επιδρούν ήδη στις στρατηγικές αποφάσεις, τις προτεραιότητες, την ανάπτυξη των εργασιών, τα λειτουργικά μοντέλα και τον προγραμματισμό των Ελληνικών τραπεζών.
Οι τράπεζες δεν θα πρέπει να παραμείνουν αδρανείς ή να υποτιμήσουν τη σοβαρότητα των νέων διεθνών προκλήσεων, τάσεων και αλλαγών, αντιθέτως θα πρέπει να μετασχηματιστούν με σχέδιο, χρονοδιάγραμμα και προτεραιότητες, έτσι ώστε να προσαρμοστούν και να αντιμετωπίσουν επιτυχώς τις προκλήσεις στο νέο διεθνές τραπεζικό περιβάλλον, ως συνθήκη επιβίωσης.
5) Την αποκατάσταση θετικών ρυθμών πιστωτικής επέκτασης και ανάπτυξης των τραπεζικών εργασιών, με την ενίσχυση της ζήτησης για πιστώσεις, που είναι σήμερα εξαιρετικά υποτονική και μεταβάλλεται με αρνητικούς ρυθμούς, λόγω των συνθηκών ύφεσης στην οικονομία και τις αβεβαιότητες στις αγορές, που συνδέεται με την επιστροφή της χώρας σε αναπτυξιακή τροχιά, την αποκλιμάκωση των επιτοκίων και τη βελτίωση των προσδοκιών και του οικονομικού κλίματος.
Οι Ελληνικές τράπεζες, μετά από τρεις ανακεφαλαιοποιήσεις, διατηρούν από τους υψηλότερους στην Ευρώπη δείκτες κεφαλαιακής επάρκειας (Core Tier I 18.3%, με μέσο όρο στην Ευρωζώνη 12,5%), υψηλό ύψος προβλέψεων για επισφαλείς απαιτήσεις (25% του συνόλου του δανειακού χαρτοφυλακίου), 68,7% κάλυψη με προβλέψεις των μη εξυπηρετούμενων δανείων, από τους υψηλότερους στην Ευρώπη, θετικά καθαρά έσοδα προ προβλέψεων ύψους € 4,2 δις το 2015, 60%-65% του χαρτοφυλακίου δανείων είναι καλυμμένο με εμπράγματες εξασφαλίσεις και επέστρεψαν σε οργανική κερδοφορία το 2016.
Άρα, η κεφαλαιακή συγκρότηση των τραπεζών είναι ισχυρή, παρότι υπάρχουν αναφορές για την ποιοτική σύνθεση των κεφαλαίων τους, ικανή να χρηματοδοτήσει την οικονομία και να διαχειριστεί αποτελεσματικά τα προβληματικά δάνεια.
Η Ελλάδα χρειάζεται να επιταχύνει τις προσπάθειές της να επιστρέψει στην κανονικότητα, κυρίως να υλοποιήσει τα συμφωνηθέντα στο πρόγραμμα προσαρμογής με συνέπεια και επιπροσθέτως να αναλάβει εμπροσθοβαρείς, πρωτοποριακές πρωτοβουλίες αναπτυξιακής οικονομικής πολιτικής και μεταρρυθμίσεων, που θα εντυπωσιάσουν θετικά τις διεθνείς αγορές, θα ανοίξουν την πρόσβαση της χώρας στην διεθνή ρευστότητα και θα βελτιώσουν δραστικά τις συνθήκες λειτουργίας της οικονομίας στην Ελλάδα.
Τέτοιες πρωτοβουλίες θα οδηγήσουν σε σημαντική μείωση των περιθωρίων κινδύνου (risk premia) και των επιτοκίων (σήμερα τα 10ετή Ελληνικά ομόλογα του δημοσίου διαπραγματεύονται 21/2 φορές περίπου υψηλότερα από τα αντίστοιχα της Πορτογαλίας, παρότι οι δυο χώρες έχουν παρόμοια μακροοικονομικά μεγέθη και ίσως η Ελλάδα να υπερτερεί), σε επανέναρξη της θετικής πιστωτικής επέκτασης, σε επαναπατρισμό σημαντικού ύψους καταθέσεων και σε διεύρυνση των δυνατοτήτων για τους Ελληνικούς οικονομικούς οργανισμούς για άντληση δανείων και ιδίων κεφαλαίων σε διεθνές επίπεδο με ευνοϊκούς όρους.
Η πρόσβαση στις αγορές χρήματος και κεφαλαίου θα ενισχύσει τη διαπραγματευτική δύναμη της Ελληνικής κυβέρνησης με την Τρόικα και θα διευκολύνει τη χρηματοδότηση των τραπεζών, των επιχειρήσεων, της οικονομικής ανάπτυξης και των ιδιωτικών επενδύσεων.
Οι εν λόγω εμπροσθοβαρείς πρωτοβουλίες, θα μπορούσαν να περιλαμβάνουν τη δραστική μείωση των φορολογικών συντελεστών σε συνδυασμό με μια αποφασιστική περιστολή της φοροδιαφυγής ως αντίβαρο στις διαπραγματεύσεις με την Τρόικα, μια φιλόδοξη ατζέντα ιδιωτικοποιήσεων με αναπτυξιακό προσανατολισμό, ένα μεγάλο επενδυτικό πρόγραμμα στις υποδομές, που ήδη βρίσκεται εν μέρει σε εξέλιξη, συμπεριλαμβανομένων των επικοινωνιών και της ψηφιακής τεχνολογίας, την επιθετική απελευθέρωση των αγορών προϊόντων και υπηρεσιών, καθώς και των επαγγελμάτων.
Άλλα μέτρα θα μπορούσαν να περιλαμβάνουν μια ισχυρή δημόσια δέσμευση για πλήρη εφαρμογή του προγράμματος προσαρμογής από την πλειοψηφία των πολιτικών δυνάμεων, πρωτοβουλίες που αποσκοπούν στην περαιτέρω ενίσχυση της αξιοπιστίας του τραπεζικού τομέα και την ικανότητά του να χρηματοδοτήσει την οικονομία, κυρίως στην αποτελεσματική μείωση του ύψους των επισφαλών δανείων, τη δημιουργία ενός επιχειρηματικού και φιλικού ως προς τις επενδύσεις περιβάλλοντος, την πλήρη άρση των capital controls, διοικητικές μεταρρυθμίσεις σε βασικούς τομείς της δημόσιας διοίκησης, όπως το σύστημα της δικαιοσύνης, και την εμπροσθοβαρή εφαρμογή των μέτρων για την ενίσχυση της βιωσιμότητας του δημόσιου χρέους, με αντάλλαγμα την αποδοχή εκ μέρους μας, μιας επιθετικής μεταρρυθμιστικής ατζέντας.
Θα πρέπει να σημειωθεί ότι, ενώ έχει επιτευχθεί πρόοδος προς αυτή την κατεύθυνση τους τελευταίους μήνες και καταγράφονται αξιόλογες βελτιώσεις στις οικονομικές επιδόσεις της χώρας, ατυχώς οι διεθνείς αγορές και οι οίκοι αξιολόγησης (Moody’s, S&P) παραμένουν προβληματισμένοι και δεν έχουν πειστεί για τις προθέσεις μας, κυρίως ότι θα εφαρμόσουμε με συνέπεια μία μεταρρυθμιστική ατζέντα ουσίας.
Η εξομάλυνση των συνθηκών ρευστότητας απαιτεί μια σειρά συμπληρωματικών πρωτοβουλιών για την επίσπευση της ένταξης της Ελλάδας στα προγράμματα ποσοτικής χαλάρωσης της ΕΚΤ, καθώς και σε προγράμματα στοχευμένης χορήγησης μακροχρόνιας ρευστότητας (TLTROs) και τη βελτίωση της πιστοληπτικής ικανότητας της χώρας από τους διεθνείς οίκους αξιολόγησης.
Επίσης, χρήσιμη είναι η προώθηση προγραμμάτων συνεργασίας μεταξύ των Ελληνικών τραπεζών και διεθνών επίσημων χρηματοπιστωτικών ιδρυμάτων (EIB, EBRD, EIF & IFC), όπου μαζί με τις κρατικά-ελεγχόμενες Ευρωπαϊκές Αναπτυξιακές Τράπεζες (όπως η KFW) να παρέχουν χρηματοδότηση, δάνεια και ίδια κεφάλαια στις μικρομεσαίες επιχειρήσεις και έργα υποδομής.
Επιπλέον, η κυβέρνηση παρουσίασε ένα προσχέδιο δράσης για την εμπροσθοβαρή απορρόφηση κονδυλίων από τα Διαρθρωτικά Ταμεία της ΕΕ και την αξιοποίηση των ευκαιριών που προσφέρονται από το σχέδιο Juncker (έως και €50 δις συνολική αξία).
Η κυβέρνηση, παράλληλα με τη βελτίωση των συνθηκών στην οικονομία και τις αγορές και την αποκατάσταση του κλίματος εμπιστοσύνης και προοπτικής, ιδιαίτερα με την άρση των περιορισμών στην κίνηση κεφαλαίων, θα πρέπει να ζητήσει από τις Ελληνικές επιχειρήσεις και πολυεθνικές εταιρείες που δραστηριοποιούνται στην Ελλάδα, να επαναπατρίσουν σημαντικό ύψος καταθέσεων που διατηρούν σε ξένες τράπεζες, καθώς και των εσόδων τους από εξαγωγές και άλλες δραστηριότητες, τα οποία εκτιμάται συνολικά ότι ξεπερνούν σήμερα τα €30 δις, ενώ αν οι Έλληνες πολίτες πειστούν και εμπιστευτούν τη χώρα ξανά, θα μπορούσαν να επιστρέψουν στο τραπεζικό σύστημα χαρτονομίσματα ύψους € 10-15 δις εντός της επόμενης διετίας.
Συνοψίζοντας, οι Ελληνικές τράπεζες μπορούν να συμβάλουν στη χρηματοδότηση της οικονομικής ανάκαμψης της Ελλάδας, με τη βασική προϋπόθεση ότι η Ελλάδα και η Ελληνική κυβέρνηση θα βοηθήσει τις τράπεζές της να ανακάμψουν, αναλαμβάνοντας ριζοσπαστικές και πειστικές οικονομικές πρωτοβουλίες, με σκοπό την επιστροφή της χώρας σε θετικούς ρυθμούς ανάπτυξης και τη βελτίωση της αξιοπιστίας της εφαρμοσμένης πολιτικής και της εμπιστοσύνης της διεθνούς αγοράς.
Ένα κομμάτι του προβλήματος είναι ότι, η χώρα δεν προβάλει επαρκώς τα επιτεύγματά της και την πρόοδο που έχει συντελεστεί, δεν προβάλει στο εξωτερικό μία εικόνα πολιτικής συνοχής, συνεργασίας και συμφωνίας των πολιτικών δυνάμεων του τόπου γύρω από την αναγκαία μεταρρυθμιστική ατζέντα, με αποτέλεσμα να υπάρχει ένα έλλειμμα ενημέρωσης και καχυποψίας διεθνώς.
Σε μια συγκυρία πολλαπλών οικονομικών και πολιτικών αβεβαιοτήτων σε παγκόσμιο επίπεδο, στην Ευρώπη και στην περιοχή, δεν υπάρχει πια η πολυτέλεια για εμπρός και πίσω. Όλοι πρέπει να συνεργαστούν και να δράσουν αποτελεσματικά και γρήγορα. Ο χρόνος δεν είναι με το μέρος μας.