Την ευρωστία των αγορών εργασίας της Γερμανίας και της Βρετανίας επιβεβαίωσε η πανευρωπαϊκή έρευνα που δημοσίευσε την Τρίτη η Eurostat για την εργασία των μη Ευρωπαίων στην Ευρώπη ή των Ευρωπαίων που έχουν μετακινηθεί σε άλλη ευρωπαϊκή χώρα για να δουλέψουν.

Η έρευνα έδειξε επίσης ότι το ποσοστό των ξένων που εργάζονται ή ζητούν νόμιμη εργασία στην Ελλάδα είναι υψηλότερο από το ποσοστό των Ελλήνων.

Συνολικά σε 9 από τις 28 χώρες-μέλη της ΕΕ οι πολίτες που βρίσκονται σε «οικονομικά ενεργή ηλικία» και είναι υπήκοοι άλλης χώρας, ευρωπαϊκής ή μη, είναι αναλογικά περισσότεροι από τους… γηγενείς. Πρόκειται για την Ελλάδα, τη Σλοβενία, τη Σλοβακία, την Ιταλία, την Ισπανία, την Κύπρο, την Πορτογαλία, τη Δημοκρατία της Τσεχίας και την Ουγγαρία. «Οι χώρες αυτές έχουν συγκριτικά υψηλά ποσοστά ανεργίας, ωστόσο συγκεντρώνουν πολλούς οικονομικούς μετανάστες που θεωρούν ότι μπορούν να βρουν απασχόληση», σημειώνει η Eurostat.
Η ευρωπαϊκή Στατιστική Υπηρεσία σημειώνει επίσης ότι κατά κανόνα η κοινωνική πρόνοια δεν είναι γενναιόδωρη και τα επιδόματα ανεργίας στις 9 αυτές χώρες δεν είναι υψηλά.
Ιδιαιτέρως για την Ελλάδα η Eurostat αναφέρει ότι οι «μη Ευρωπαίοι» που έχουν εγγραφεί στην ελληνική αγορά εργασίας είτε ως εργαζόμενοι είτε ως άνεργοι αντιστοιχούν στο 80,7% του συνόλου. Είναι αναλογικά περισσότεροι, δηλαδή, από τους ίδιους τους Έλληνες (72,6%). Σημειωτέον ότι η Υπηρεσία στους «μη Ευρωπαίους» περιλαμβάνει και τους Ευρωπαίους των οποίων η χώρα, όμως, δεν μετέχει στην ΕΕ, όπως είναι οι Αλβανοί, οι Σκοπιανοί ή οι Σέρβοι, για παράδειγμα.
«Ωστόσο, η προσπάθεια των ξένων οικονομικών μεταναστών να εργαστούν στην Ελλάδα δεν στέφεται πάντα με επιτυχία: το 33,2% των αλλοδαπών ηλικίας από 20 έως 64 ετών είναι άνεργοι, ενώ το αντίστοιχο ποσοστό ανεργίας των Ελλήνων είναι 25,9%», αναφέρεται στην έρευνα. Κάτι που οφείλεται στην αύξηση των Ελλήνων που αναζητούν μια καλύτερη εργασιακή τύχη στο εξωτερικό αλλά και στην «τάση» πολλών συμπατριωτών μας στη μαύρη εργασία.
Είναι αλήθεια ότι σε πολλές ευρωπαϊκές χώρες παρατηρείται μια προτίμηση των εργοδοτών προς τους εγχώριους απασχολήσιμους συγκριτικά με τους αλλοδαπούς. Το ποσοστό ανεργίας των πολιτών που έχουν την ιθαγένεια της κάθε χώρας της ΕΕ είναι κατά μέσον όρο 9,4%. Το ποσοστό των ανέργων που προέρχονται από άλλη χώρα-μέλος της ΕΕ είναι κατά μέσον όρο 11,4%, ενώ το ποσοστό των προερχομένων από τρίτες χώρες είναι 19,9%.
«Ένας ξένος πολίτης κινδυνεύει δυο φορές να μείνει άνεργος στη Γερμανία παρά στη Γαλλία», αναφέρει η γαλλική «Figaro» στην ανάλυση της έρευνας της Eurostat που δημοσίευσε. Κι αυτό παρά το γεγονός ότι η ανεργία στη Γερμανία κατά τι υψηλότερη του 5%, ενώ στη Γαλλία είναι υπερδιπλάσια.
Η «Έρευνα για τις δυνάμεις της εργασίας», που δημοσιοποίησε η Eurostat, διενεργήθηκε κατά τη διάρκεια του 2015 με άμεσες συνεντεύξεις σε νοικοκυριά, βάσει των οδηγιών και των συστάσεων του Διεθνούς Γραφείου Απασχόλησης (ΒΙΤ) που εδρεύει στη Γενεύη. Αφορά τον πληθυσμό ηλικίας από 20 έως 64 ετών, που σύμφωνα με τους διεθνείς κανόνες αποκαλείται «ενεργός πληθυσμός» και αποτελείται από ανθρώπους «που εργάζονται ή έχουν την πρόθεση να εργαστούν».
Η έρευνα έδειξε ότι κατά μέσον όρο στην ΕΕ το 77,3% των Ευρωπαίων από 20 έως 64 ετών ήταν την χρονιά που πέρασε «ενεργοί» (εγγεγραμμένοι δηλαδή στην αγορά εργασίας). Το ποσοστό των οικονομικά ενεργών ατόμων που βρίσκονταν το 2015 σε ευρωπαϊκές χώρες αλλά είναι πολίτες τρίτων χωρών είναι λίγο κάτω από το 70%, σύμφωνα με την έρευνα. Εδώ θα παρατηρούσε κανείς ότι είναι, ίσως, πολύ αισιόδοξο το ποσοστό εγγραφής στους εργασιακούς καταλόγους των αλλοδαπών που ζουν στην Ελλάδα (80,7%).
Στη Γερμανία οι έχοντες γερμανική υπηκοότητα και ηλικία από 20 έως 64 έτη απασχολούνται σε ποσοστό 81,9%, ενώ μόνο το 4,5% είναι άνεργοι. Οι αλλοεθνείς Ευρωπαίοι που εργάζονται στη Γερμανία έχουν το ίδιο ποσοστό απασχόλησης (81,9%), αλλά υψηλότερο ποσοστό ανεργίας (6,5%). Οι μη Ευρωπαίοι που επέλεξαν τη μεγαλύτερη και ισχυρότερη οικονομία της Ευρώπης για να ζήσουν εργάζονται σε ποσοστό 64,7%, ενώ σε ποσοστό 11,9% αναζητούν εργασία.