Τα στατιστικά στοιχεία που ανακοίνωσε η ΕΛΣΤΑΤ για την πορεία των λιανικών πωλήσεων σε συνδυασμό με την ανάλυση των προσδοκιών των νοικοκυριών, που δημοσίευσε το ΙΟΒΕ κατά την προηγούμενη εβδομάδα, επιβεβαιώνουν τη διαφαινόμενη αδυναμία της ιδιωτικής καταναλώσεως να στηρίξει την οικονομική δραστηριότητα, τονίζει η Alpha στο εβδομαδιαίο δελτίο για την ελληνική οικονομία.
Συγκεκριμένα:
Πρώτον, ο δείκτης κύκλου εργασιών στο λιανικό εμπόριο (εκτός καυσίμων) κατέγραψε πτώση κατά 5,4%, σε ετήσια βάση, τον Φεβρουάριο 2016, έναντι οριακής μειώσεως κατά 0,4% τον αντίστοιχο μήνα του 2015 αντικατοπτρίζοντας τη συνεπαγόμενη ασθενική εγχώρια ζήτηση μετά τις γενικευμένες αυξήσεις των φορολογικών συντελεστών στην κατανάλωση το θέρος του 2015 που αποδυνάμωσαν το διαθέσιμο εισόδημα.
Σημειώνεται ότι η πτώση του κύκλου εργασιών του λιανικού εμπορίου αμβλύνθηκε σε κάποιο βαθμό λόγω της ευρείας χρήσεως των πιστωτικών και χρεωστικών καρτών από τα νοικοκυριά προκειμένου να στηρίξουν τις καταναλωτικές τους ανάγκες και τις φορολογικές τους υποχρεώσεις. Το τελευταίο προσδιόρισε σε σημαντικό βαθμό την πτωτική πορεία των καταθέσεων των νοικοκυριών κατά € 790 εκατ. στο πρώτο τρίμηνο του έτους παρά την παρουσία των κεφαλαιακών περιορισμών.
Δεύτερον ο δείκτης καταναλωτικής εμπιστοσύνης εξακολουθεί να επιδεινώνεται και διαμορφώθηκε στις -73,7 μονάδες τον Απρίλιο 2016, έναντι -71,9 μονάδες τον Μάρτιο 2016, έναντι -40,5 μονάδες τον Απρίλιο του 2015. Η πορεία που ακολουθούν οι προσδοκίες των νοικοκυριών επηρεάζεται παράλληλα, αφενός από την πολιτική αβεβαιότητα που συνδέεται με την παράταση των διαπραγματεύσεων για την ολοκλήρωση της πρώτης αξιολογήσεως και αφετέρου από την εξαγγελία των νέων φορολογικών μέτρων στο πλαίσιο της δημοσιονομικής προσαρμογής.
Ειδικότερα, όπως αναφέρει η Ευρωπαϊκή Επιτροπή στις εαρινές της προβλέψεις, τα μέτρα που προτίθεται να λάβει η Κυβέρνηση προκειμένου να επιτευχθούν οι δημοσιονομικοί στόχοι μέχρι και το 2018 περιλαμβάνουν μεταρρυθμίσεις στο συνταξιοδοτικό σύστημα ύψους 1% του ΑΕΠ, στην φορολόγηση των φυσικών προσώπων επίσης μέτρα ύψους 1% του ΑΕΠ, από την αύξηση του ΦΠΑ 0,25% του ΑΕΠ και λοιπά μέτρα ύψους 0,75% του ΑΕΠ.
Τα νοικοκυριά προεξοφλούν ότι τα ανωτέρω μέτρα θα επιβαρύνουν περαιτέρω το διαθέσιμο εισόδημα των νοικοκυριών και κατά συνέπεια τις αγοραστικές τους δυνατότητες, με αποτέλεσμα να εμφανίζονται ανήσυχα για τις επερχόμενες οικονομικές συνθήκες. Τούτο ερμηνεύει την αδυναμία ανατάσεως του δείκτη καταναλωτικής εμπιστοσύνης, ο οποίος υπέστη συρρίκνωση κατά 43,1 μονάδες από τον Φεβρουάριο 2015 έως και σήμερα. Βάσει των ανωτέρω δεδομένων, η ιδιωτική κατανάλωση το 2016 ενδέχεται να περιορισθεί περισσότερο από -0,4% που προβλέπει η Ευρωπαϊκή Επιτροπή (European Economic Forecast, Spring 2016).
Η εικόνα του δείκτη επιχειρηματικών προσδοκιών στη βιομηχανία και στο λιανικό εμπόριο φαίνεται περισσότερο ενθαρρυντική σε σχέση με τις καταναλωτικές προσδοκίες. Ο δείκτης προσδοκιών στη βιομηχανία είναι εμφανώς βελτιωμένος από την αρχή του έτους και κυρίως από τον Αύγουστο του 2015. Ωστόσο, υπεχώρησε τον Απρίλιο του 2016 στις 93,7 μονάδες, από 94,8 μονάδες τον Μάρτιο του 2016. Διατηρείται δε, σε επίπεδα κατά 6,2 μονάδες χαμηλότερα σε σχέση με τα μέσα του 2014 όπως αποτυπώνεται στο Γράφημα 2. Επιπροσθέτως, η δυστοκία που παρατηρείται όσον αφορά στις διαπραγματεύσεις για την πρώτη αξιολόγηση του προγράμματος είχε ως αποτέλεσμα την ανακοπή της ανοδικής πορείας του δείκτη τον Απρίλιο 2016. Εντούτοις, ο δείκτης αυτός εμφανίζει κάποια, έστω και ασθενική δυναμική, και αναμένεται να ανακάμψει ταχύτατα μόλις ολοκληρωθούν οι διαπραγματεύσεις και περατωθεί η αξιολόγηση.
Αξίζει να σημειώσουμε ένα ακόμη μέτρο επενδυτικής εμπιστοσύνης, όπως η διαφορά μεταξύ αποδόσεων των ελληνικών δεκαετών κρατικών ομολόγων και των αντίστοιχων γερμανικών, η οποία διευρύνθηκε εκ νέου εντός του 2016, μετά την προσωρινή της πτώση στο τέταρτο τρίμηνο του 2015, γεγονός που σχετίζεται τόσο με την παράταση της αξιολογήσεως όσο και με την ευρωπαϊκή χρηματοοικονομική αστάθεια σε αυτήν την χρονική περίοδο (Γράφημα 3). Η ολοκλήρωση της αξιολογήσεως αναμένεται να δράσει ευνοϊκά και σε αυτόν τον δείκτη δεδομένου ότι θα διευκολύνει τη συμμετοχή των ελληνικών κρατικών ομολόγων στο πρόγραμμα ποσοτικής χαλαρώσεως της ΕΚΤ και θα περιορίσει το χρόνο έως την πλήρη άρση των κεφαλαιακών περιορισμών.