Λιγότερο από το 5% των δανείων, ύψους 220 δισ. ευρώ, που δόθηκαν για τη διάσωση της Ελλάδας από τη χρεοκοπία, στα πέντε πρώτα χρόνια των μνημονίων, κατέληξαν στον ελληνικό προϋπολογισμό, ενώ τα υπόλοιπα πήγαν στη διάσωση των ευρωπαϊκών τραπεζών, σύμφωνα με 24σέλιδη έρευνα της Ευρωπαϊκής Σχολής Μάνατζμεντ και Τεχνολογίας (ESMT) του Βερολίνου, η οποία δημοσιεύεται κατ’αποκλειστικότητα στην έγκυρη γερμανική οικονομική εφημερίδα Handelsblatt.
Όπως καταδεικνύει η έρευνα, το 95% των μνημονιακών δανείων διατέθηκαν για να σωθούν ευρωπαϊκές τράπεζες και μάλιστα σε βάρος του συνόλου. «Η έρευνα αποδεικνύει ότι η Ευρώπη και το ΔΝΤ έσωσαν τα περασμένα χρόνια κυρίως τις τράπεζες και άλλους ιδιώτες πιστωτές» προσθέτει η Handelsblatt.
«Με τα πακέτα βοήθειας σώθηκαν κυρίως ευρωπαϊκές τράπεζες» δηλώνει στην Handelsblatt ο διευθυντής της ESMT, Γιοργκ Ρόχολ, ο οποίος συμμετέχει και στο γνωμοδοτικό συμβούλιο του γερμανικού Υπουργείου Οικονομικών.
Σύμφωνα με την έρευνα, 86,9 δισ. ευρώ πήγαν στην εξόφληση παλαιών χρεών, 52,3 δισ. για εξόφληση τόκων και 37,3 δισ. για την επανακεφαλαιοποίηση των ελληνικών τραπεζών.
Η Ευρωπαϊκή Σχολής Μάνατζμεντ και Τεχνολογίας του Βερολίνου προσκομίζει για πρώτη φορά στην 24σέλιδη έρευνα ένα λεπτομερή υπολογισμό: Οι οικονομολόγοι της ανέλυσαν κάθε ένα δάνειο ξεχωριστά επί βδομάδες για να διαπιστώσουν που πήγαν τα χρήματα.
Το συμπέρασμα είναι αποκαλυπτικό: μόνο 9,7 δισ. ευρώ, δηλαδή λιγότερο από το 5% μπήκαν στον ελληνικό προϋπολογισμό. Το μεγαλύτερο μέρος χρησιμοποιήθηκε για την εξυπηρέτηση παλαιών οφειλών και την πληρωμή των τόκων.
«Πρόκειται για κάτι που υπέθεταν όλοι αλλά το γνώριζαν λίγοι και επιβεβαιώνεται τώρα από την εν λόγω έρευνα: Εδώ και έξι χρόνια η Ευρώπη προσπαθεί μάταια να τερματίσει την κρίση στην Ελλάδα με δάνεια και απαιτεί συνεχώς σκληρότερα μέτρα και μεταρρυθμίσεις. H αιτία της αποτυχίας βρίσκεται όμως προφανώς λιγότερο στην πλευρά της ελληνικής κυβέρνησης και περισσότερο στο σχεδιασμό των προγραμμάτων βοήθειας» σημειώνει η γερμανική εφημερίδα.
Όπως σημειώνει η εφημερίδα, οι υπολογισμοί αυτοί εγείρουν αμφιβολίες για τον σχεδιασμό των προγραμμάτων βοήθειας, αφού με τα δάνεια εξυπηρετήθηκαν χρέη, αν και η Ελλάδα είναι από το 2010 ντε φάκτο χρεοκοπημένη.
Ιδίως η σωτηρία των ελληνικών τραπεζών αποδείχθηκε καταστροφική για τους φορολογούμενους. Συνολικά, διοχετεύθηκαν από τα δύο πακέτα βοήθειας 37,2 δισ. ευρώ στις ελληνικές τράπεζες. Η βοήθεια όμως αυτή εκμηδενίσθηκε εν τω μεταξύ πλήρως, αφού από την ανακεφαλαιοποίηση του 2013 έχασαν σχεδόν το 98% της αξίας τους στο χρηματιστήριο.
«Το κούρεμα του ελληνικού χρέους θα έπρεπε να ήταν πιο σκόπιμο, είναι ήδη στην αρχή των προγραμμάτων βοήθειας το 2010» τονίζει ο Γιόργκ Ρόχολ και προσθέτει: «Θα έπρεπε βέβαια η γερμανική κυβέρνηση να είχε στηρίξει πιθανόν τις γερμανικές τράπεζες με κρατική ενίσχυση, αλλά θα είχε γίνει σαφές τουλάχιστον που πάνε τα λεφτά».
Ο διευθυντής της ESMT σημειώνει με έμφαση ότι «πολλές διαμάχες μεταξύ Βερολίνου και Αθήνας θα είχαν έτσι αποφευχθεί και το κόστος για τους Γερμανούς φορολογούμενους θα ήταν μικρότερο».
Τι απαντά το γερμανικό υπουργείο Οικονομικών
«H πολιτική Προγραμμάτων στην Ελλάδα φρόντισε ώστε το κρατικό και χρηματoοικονομικό σύστημα της Ελλάδας στο σύνολό τους να κρατηθούν όρθια- χωρίς αυτό το κράτος δεν θα ήταν σε θέση να πληρώσει συντάξεις, μισθούς και λογαριασμούς. Και την εναλλακτική δεν θα ήθελε κανείς εδώ να την φανταστεί», δήλωσε η εκπρόσωπος του γερμανικού υπουργείου Οικονομικών, Φριντερίκε Φον Τισενχάουζεν, κληθείσα να σχολιάσει έκθεση που δημοσιεύει σήμερα η εφημερίδα «Handelsblatt», σύμφωνα με την οποία λιγότερο από το 5% των πρώτων δύο πακέτων στήριξης κατέληξε στα κρατικά ταμεία.
«Αυτή η μελέτη δεν μας ενοχλεί καθόλου. Έχουμε εδώ συχνά μιλήσει για αυτό το θέμα, πιστεύω πριν από ένα χρόνο την τελευταία φορά. Υπό αυτή την έννοια, η μελέτη δεν είναι κάτι νέο. Αυτό που πέτυχε η πολιτική των Προγραμμάτων στην Ελλάδα είναι ότι αποφεύχθηκε μία άτακτη κρατική χρεοκοπία. Για αυτό ήταν αναγκαίο η Ελλάδα να εξυπηρετήσει το χρέος της», δήλωσε η κ. Φον Τισενχάουζεν και προσέθεσε: «Οι πόροι των Προγραμμάτων υπηρετούν κατά κανόνα συνοπτικά τρεις στόχους: Πρώτον, κάλυψη του τρέχοντος ελλείμματος, δεύτερον, εξυπηρέτηση του χρέους και, εάν αυτό είναι αναγκαίο, ανακεφαλαιοποίηση τραπεζών. Αυτά δεν είναι κάτι νέο, αναφέρονται και σε όλα τα κείμενα των Προγραμμάτων».
Ο λόγος, σύμφωνα με την ίδια, είναι ότι «μία αναπτυγμένη οικονομία χρειάζεται έναν χρηματοπιστωτικό τομέα, ο οποίος να μπορεί να χορηγεί δάνεια και να εξασφαλίζει έτσι την συνολική κυκλοφορία μεταξύ κράτους και οικονομίας». Υπό αυτή την έννοια, συνέχισε, η πολιτική Προγραμμάτων στην Ελλάδα φρόντισε ώστε το κρατικό και χρηματοοικονομικό σύστημα της Ελλάδας στο σύνολό του να κρατηθεί όρθιο. «Για να το πω πιο συγκεκριμένα: Χωρίς αυτό, δεν θα ήταν π.χ. το κράτος σε θέση να πληρώσει συντάξεις, μισθούς και λογαριασμούς. Και την εναλλακτική δεν θα ήθελε κανείς εδώ να την φανταστεί», τόνισε, ενώ αναφέρθηκε και στη συμμετοχή του ιδιωτικού τομέα το 2012.
«Υπό αυτή την έννοια, η εντύπωση ότι όλα έγιναν εις βάρος μόνο των φορολογουμένων δεν ευσταθεί. Το «κούρεμα» χρέους των ελληνικών ομολόγων που ήταν στα χέρια ιδιωτών ήταν σημαντικό και έτσι εξοικονομήθηκαν και πόροι των Προγραμμάτων», κατέληξε η εκπρόσωπος του Βόλφγκανγκ Σόιμπλε.