H Eυρωπαϊκή Επιτροπή ανακοίνωσε την Πέμπτη ότι εγκρίνει τη συμφωνία μεταξύ της Ελλάδας και της εταιρείας Trans Adriatic Pipeline AG (TAP) για την κατασκευή νέου αγωγού φυσικού αερίου στην Ευρώπη.
Σύμφωνα με την Επιτροπή, η συμφωνία είναι συμβατή με τους κανόνες της ΕΕ περί κρατικών ενισχύσεων και ανοίγει το δρόμο για την κατασκευή ενός έργου που θα βελτιώσει την ασφάλεια και θα διαφοροποιήσει τον ενεργειακό εφοδιασμό της ΕΕ.
Η αρμόδια επίτροπος για την πολιτική ανταγωνισμού Μαγκρέιτε Βέστεϊγερ, δήλωσε σχετικά: «Η σημερινή απόφαση ανοίγει τον δρόμο για ένα έργο υποδομών πολλών δισεκατομμυρίων στην Ελλάδα. Ο Διαδριατικός αγωγός θα εξασφαλίσει στην ΕΕ επιπλέον φυσικό αέριο και θα αυξήσει την ασφάλεια του ενεργειακού εφοδιασμού της Νοτιοανατολικής Ευρώπης. Τα επενδυτικά κίνητρα που παρέχει η ελληνική κυβέρνηση περιορίζονται σε ό,τι είναι αναγκαίο για την πραγματοποίηση αυτού του έργου και σε συμμόρφωση με τους κανόνες για τις κρατικές ενισχύσεις».
Από την πλευρά του, ο αντιπρόεδρος της Ευρωπαϊκής Επιτροπής αρμόδιος για την Ενεργειακή Ένωση Μάρος Σέφτσοβιτς, δήλωσε: «Η σημερινή έγκριση της συμφωνίας TAP αποτελεί σημαντικό βήμα προς την ολοκλήρωση του Νότιου Διαδρόμου Φυσικού Αερίου. Η υπουργική διάσκεψη για τον Νότιο Διάδρομο Φυσικού Αερίου, που πραγματοποιήθηκε στο Μπακού τη Δευτέρα και στην οποία συμμετείχα, επιβεβαίωσε την αποφασιστικότητα όλων των συμμετεχουσών χωρών και κοινοπραξιών για την έγκαιρη ολοκλήρωση του σημαντικού αυτού έργου υποδομής».
Η Επιτροπή επισημαίνει ότι ο Διαδριατικός αγωγός είναι το ευρωπαϊκό σκέλος του Νότιου Διαδρόμου Φυσικού Αερίου, που στοχεύει στη σύνδεση της αγοράς της ΕΕ με νέες πηγές φυσικού αερίου. Με αρχική ικανότητα μεταφοράς 10 δισεκατομμυρίων κυβικών μέτρων φυσικού αερίου ετησίως, ο αγωγός θα μεταφέρει φυσικό αέριο από το κοίτασμα του Σαχ Ντενίζ II στο Αζερμπαϊτζάν στην αγορά της ΕΕ από το 2020. Ο αγωγός θα ξεκινά από τα ελληνοτουρκικά σύνορα και μέσω Αλβανίας θα καταλήγει στην Ιταλία, διασχίζοντας υπογείως την Αδριατική. Η εταιρεία που θα αναλάβει την κατασκευή και τη λειτουργία του Διαδριατικού αγωγού είναι η Trans Adriatic Pipeline AG (TAP), μια κοινοπραξία ενεργειακών εταιρειών. Η TAP θα επενδύσει στο έργο 5,6 δισ. ευρώ για μια πενταετία, εκ των οποίων 2,3 δισ. ευρώ στην Ελλάδα.
Όσον αφορά τη συμφωνία που υπεγράφη από τις ελληνικές αρχές και την TAP, η Επιτροπή επισημαίνει ότι παρέχεται στην TAP ειδικό φορολογικό καθεστώς για 25 χρόνια από την έναρξη των εμπορικών δραστηριοτήτων, κάτι το οποίο ενδεχομένως να παρέχει στην εταιρεία οικονομικό πλεονέκτημα έναντι των ανταγωνιστών της και να συνεπάγεται κρατική ενίσχυση κατά την έννοια των κανόνων της ΕΕ.
Ωστόσο, η Επιτροπή τονίζει ότι εξέτασε το έργο με βάση τις κατευθυντήριες γραμμές σχετικά με τις κρατικές ενισχύσεις για την ενέργεια και την προστασία του περιβάλλοντος, σύμφωνα με τις οποίες, οι κρατικές ενισχύσεις μπορούν να θεωρούνται συμβατές με τους κανόνες της ΕΕ, υπό ορισμένες προϋποθέσεις, εφόσον προωθούν στόχους κοινού συμφέροντος. Η Επιτροπή διαπίστωσε ότι το έργο θα συμβάλει στην περαιτέρω διαφοροποίηση των πηγών και των οδών του ευρωπαϊκού ενεργειακού εφοδιασμού και ότι θα αυξηθεί ο ανταγωνισμός στην ευρωπαϊκή αγορά φυσικού αερίου χάρη στις επιπλέον ποσότητες φυσικού αερίου και στη νέα οδό εφοδιασμού της ΕΕ.
Η Επιτροπή διαπίστωσε, επίσης, ότι η κατασκευή του αγωγού απαιτεί σημαντικές αρχικές επενδύσεις για πολλά χρόνια προτού αρχίσει να παράγει έσοδα. Το έργο θα χρηματοδοτηθεί εξ ολοκλήρου από ιδιωτικές επενδύσεις και θα αποφέρει έσοδα στο ελληνικό τμήμα μόνο από τα τέλη που θα καταβάλλουν οι πελάτες που μεταφέρουν φυσικό αέριο μέσω του αγωγού.
Ως εκ τούτου η Επιτροπή κατέληξε στο συμπέρασμα ότι το έργο θα ήταν αδύνατο να υλοποιηθεί χωρίς ενίσχυση, όπως το ειδικό φορολογικό καθεστώς το οποίο, ανάλογα με το αν αυξάνονται ή μειώνονται οι φορολογικοί συντελεστές, θα έχει ως αποτέλεσμα να καταβάλλει η TAP λιγότερους ή περισσότερους φόρους απ΄ ό,τι θα έκανε χωρίς την ενίσχυση. Σε περίπτωση αύξησης των συντελεστών, η ενίσχυση θα περιορίζεται στο ελάχιστο φορολογικό πλεονέκτημα για την TAP.
Ειδικότερα, το ειδικό φορολογικό καθεστώς για την ΤΑP περιλαμβάνει έναν μηχανισμό αναπροσαρμογής που περιορίζει το μέγιστο πλεονέκτημα για την εταιρεία, τονίζει η Επιτροπή. Αν ο αντίστοιχος φορολογικός συντελεστής που ισχύει στην Ελλάδα αυξηθεί ή μειωθεί σε ποσοστό μεγαλύτερο από 20%, η συμμετοχή της TAP θα υπολογιστεί εκ νέου μέσω του μηχανισμού αναπροσαρμογής. Οι ελληνικές ρυθμιστικές αρχές θα παρακολουθούν τη διαδικασία αυτή ώστε να διασφαλίζεται ότι η TAP συμμορφώνεται με την προβλεπόμενη μεθοδολογία και ότι, συνεπώς, η ενίσχυση περιορίζεται στο ελάχιστο αναγκαίο.
Ως εκ τούτου, η Επιτροπή κατέληξε ότι τα οφέλη του έργου, ως προς την ενίσχυση του ανταγωνισμού και την ασφάλεια του ενεργειακού εφοδιασμού, υπερέχουν σαφώς των στρεβλώσεων του ανταγωνισμού που ενδεχομένως να προκαλούσε η κρατική ενίσχυση.