Δυνατή είναι η ανάκαμψη της οικονομίας από το β´ εξάμηνο του 2016, υπό την προϋπόθεση ότι διατηρείται η πολιτική σταθερότητα και αίρεται η αβεβαιότητα που βλάπτει την επενδυτική εμπιστοσύνη.
Την εκτίμηση αυτή διατύπωσε ο διοικητής της Τράπεζας της Ελλάδος Γιάννης Στουρνάρας από το βήμα της γενικής συνέλευσης των μετόχων της.
Όπως είπε ο κεντρικός τραπεζίτης,για την ανάταξη της οικονομίας είναι απαραίτητη η ολοκλήρωση της αξιολόγησης και η προσήλωση στην εφαρμογή του προγράμματος.
Εφόσον έχουν θετική κατάληξη οι διαπραγματεύσεις με τους δανειστές, θα υπάρξει σημαντική βελτίωση των συνθηκών στην οικονομία.
Ο κ. Στουρνάρας εξήγησε ότι με τον τρόπο αυτό θα υπάρξει ανάκαμψη στην πραγματική οικονομία για τους ακόλουθους λόγους:
– Βελτιώνει δραστικά το κλίμα εμπιστοσύνης, γεγονός που θα επιταχύνει την επιστροφή καταθέσεων στο ελληνικό τραπεζικό σύστημα.
– Οδηγεί στην επανένταξη των ελληνικών τίτλων στις αποδεκτές από το Ευρωσύστημα εξασφαλίσεις, η οποία θα επιτρέψει την πολύ φθηνότερη χρηματοδότηση των ελληνικών τραπεζών από την ΕΚΤ.
– Καθιστά δυνατή τη συμμετοχή των ελληνικών κρατικών ομολόγων στο πρόγραμμα ποσοτικής χαλάρωσης της ΕΚΤ.
– Επιταχύνει τις διαδικασίες χαλάρωσης – και τελικώς άρσης – των περιορισμών στο τραπεζικό σύστημα και στην κίνηση κεφαλαίων.
«Όλα τα παραπάνω, σε συνδυασμό με την επιτυχή ανακεφαλαιοποίηση των τραπεζών και την αποτελεσματικότερη διαχείριση των μη εξυπηρετούμενων δανείων, θα επαναφέρουν την κανονικότητα στη λειτουργία του τραπεζικού συστήματος» σημείωσε ο διοικητής.
Και πρόσθεσε πως «αυτό σημαίνει διεύρυνση των δυνατοτήτων των τραπεζών να αντλήσουν ρευστά διαθέσιμα για τη διοχέτευσή τους σε δάνεια προς την πραγματική οικονομία και, συνεπώς, ενίσχυση της πιστοδοτικής ικανότητας των πιστωτικών ιδρυμάτων, με αποτέλεσμα τη μείωση του κόστους τραπεζικού δανεισμού για τις επιχειρήσεις και τα νοικοκυριά».
10 προϋποθέσεις για έξοδο από την κρίση
Ο κ. Στουρνάρας σε άλλο σημείο της ομιλίας του τόνισε ότιη ανακοπή της ύφεσης και η ανάκαμψη από το δεύτερο εξάμηνο του 2016 είναι εφικτές, αν αντιμετωπιστούν αποτελεσματικά τα προβλήματα και οι κίνδυνοι που προαναφέρθηκαν.
«Για να οδηγηθούμε όμως από την ανάκαμψη σε διατηρήσιμη ανάπτυξη, απαιτείται προσήλωση στην εφαρμογή της νέας δανειακής συμφωνίας και μακροχρόνια στόχευση στη δημιουργία ενός νέου, εξωστρεφούς και ανταγωνιστικού αναπτυξιακού προτύπου» συμπλήρωσε σχετικά.
Και εξήγησε ότι «οι παράγοντες που θα καθορίσουν την επιτυχία είναι: η αποδοχή και οικειοποίηση του προγράμματος, η συνέχεια και συνέπεια στην εφαρμογή των αναγκαίων δράσεων, ο διάλογος και η πολιτική και κοινωνική συναίνεση».
Ο κ. Στουρνάρας πρότεινε 10 ενδεικτικά βήματα προς την κατεύθυνση επιστροφής στη βιώσιμη ανάπτυξη. Συγκεκριμένα παρέθεσε τα εξής:
1. Ισχυροποίηση του τραπεζικού συστήματος
Η ισχυροποίηση των τραπεζικού συστήματος περνά κυρίως μέσα από την αντιμετώπιση του όγκου των μη εξυπηρετούμενων δανείων.
Στην εξεύρεση μόνιμων λύσεων μακροπρόθεσμου χαρακτήρα σε αυτό το μείζον πρόβλημα, εκτιμάται ότι θα συντείνουν οι συγκεκριμένοι στόχοι για τη διαχείριση των μη εξυπηρετούμενων δανείων που ετοιμάζεται να θέσει η Τράπεζα της Ελλάδος, κατόπιν διαβούλευσης με τις τράπεζες και τον Ενιαίο Εποπτικό Μηχανισμό (SSM), με ορίζοντα εφαρμογής από τον Ιούνιο του 2016 και με παρακολούθηση ανά τρίμηνο.
Η υποχρέωση των τραπεζών να επιτύχουν τους στόχους, σε συνδυασμό με το νέο θεσμικό πλαίσιο, που συνδέεται, μεταξύ άλλων, με τη δημιουργία δευτερογενούς αγοράς μη εξυπηρετούμενων δανείων, την επίσπευση των δικαστικών διαδικασιών και την ευκολία ρευστοποίησης των εξασφαλίσεων από τις τράπεζες, εκτιμάται ότι θα συμβάλει θετικά στη σταδιακή υποχώρηση του ποσοστού των μη εξυπηρετούμενων δανείων.
Ο κ. Στουρνάρας είπε ότι σε κάθε περίπτωση, θα πρέπει:
Πρώτον, να αναληφθούν τολμηρές και καινοτόμες πρωτοβουλίες για μια σημαντική μείωση των μη εξυπηρετούμενων δανείων στους ισολογισμούς των τραπεζών μέσα στα επόμενα δυο χρόνια.
Η τρέχουσα «business as usual» προσέγγιση, όσο και αν βελτιωθεί στα σημεία, δεν θα οδηγήσει σε σημαντικές μειώσεις.
Δεύτερον, να υπάρξει στροφή σε μακροχρόνιες ρυθμίσεις. Η τρέχουσα πρακτική βραχυπρόθεσμων ρυθμίσεων απλά οδηγεί σε παράταση του προβλήματος.
Τρίτον, να υπάρξει συντονισμένη αντιμετώπιση των κοινών πιστούχων. Η πρόοδος στο ζήτημα αυτό είναι περιορισμένη.
Στις περισσότερες περιπτώσεις είναι αδύνατον να υπάρξουν οριστικές λύσεις χωρίς κοινή δράση από όλους τους πιστωτές. Σχεδόν το σύνολο των μεγάλων επιχειρηματικών μη εξυπηρετούμενων δανείων αφορούν περισσότερους του ενός πιστωτές.
Τέταρτον, να υπάρξει παρέμβαση για την αναδιάρθρωση των βιώσιμων επιχειρήσεων.
Παράλληλα με την αναδιάρθρωση του δανείου είναι κρίσιμο να αναλαμβάνονται ενεργητικές πρωτοβουλίες αλλαγής της διοίκησης, όταν αυτή δεν συνεργάζεται, της δομής και του επιχειρηματικού σχεδίου της οφειλέτριας εταιρίας.
Πέμπτον, να υπάρξει αυξημένος εσωτερικός έλεγχος ώστε να διασφαλίζεται η ίση μεταχείριση και διαφάνεια στην αντιμετώπιση των οφειλετών.
2. Επιτάχυνση των μεταρρυθμίσεων
Τα προγράμματα που εφαρμόστηκαν τα τελευταία χρόνια επικεντρώθηκαν στη δημοσιονομική προσαρμογή και πέτυχαν την εξάλειψη των δίδυμων ελλειμμάτων.
Καθυστέρησαν όμως στην εφαρμογή των μεταρρυθμίσεων, οι οποίες, αν είχαν πραγματοποιηθεί από την αρχή, θα είχαν περιορίσει το βάθος και το εύρος της ύφεσης. Σε αυτόν τον τομέα πρέπει να δοθεί σήμερα η μεγαλύτερη έμφαση.
Ειδικότερα, στα δίκτυα και τις υπηρεσίες (μεταφορές, ενέργεια, τηλεπικοινωνίες, εμπόριο) πρέπει να αρθούν οι περιορισμοί και να απλοποιηθούν οι κανονιστικές ρυθμίσεις που υπονομεύουν τον ανταγωνισμό.
Στην αγορά εργασίας, έμφαση πρέπει να δοθεί στη δημιουργία ενός πλαισίου για την ενθάρρυνση της μαθητείας και της επαγγελματικής κατάρτισης, την καταπολέμηση της αδήλωτης εργασίας και την απλούστευση και τον εξορθολογισμό της ισχύουσας εργατικής νομοθεσίας μέσω της κωδικοποίησής της σε έναν Κώδικα Εργατικής Νομοθεσίας.
Τέλος, στη δημόσια διοίκηση απαιτείται η εφαρμογή ενός προγράμματος μεταρρυθμίσεων με σκοπό τον εκσυγχρονισμό και την αποκομματικοποίησή της.
Συγκεκριμένα βήματα πρέπει να γίνουν όσον αφορά την απλοποίηση των διαδικασιών και την αξιολόγηση των δομών, τη χρήση σύγχρονων τεχνολογιών, τη βελτιστοποίηση των ανθρώπινων πόρων και την ενίσχυση της διαφάνειας και της λογοδοσίας.
3. Ιδιωτικοποιήσεις και αξιοποίηση της δημόσιας περιουσίας
Η σημασία της επιτάχυνσης και επιτυχούς υλοποίησης του προγράμματος αποκρατικοποιήσεων και αξιοποίησης της δημόσιας ακίνητης περιουσίας είναι καθοριστικής σημασίας για την οικονομική ανάπτυξη.
Θα έχει πολλαπλασιαστικά οφέλη, που οι ευεργετικές τους επιδράσεις στην εγχώρια οικονομία θα διαρκέσουν για μεγάλη χρονική περίοδο.
Τα έσοδα από τις ιδιωτικοποιήσεις θα συμβάλουν στην αποκλιμάκωση του δημόσιου χρέους και στην προσπάθεια της δημοσιονομικής προσαρμογής.
Στην περίπτωση μάλιστα που συνοδεύονται από ισχυρή δέσμευση για μελλοντικές επενδύσεις ενισχύουν περαιτέρω την εισροή στη χώρα παραγωγικών κεφαλαίων, που αυξάνουν την απασχόληση και τη συνολική ενεργό ζήτηση.
Η Τράπεζα της Ελλάδος εκτιμά ότι στον τομέα αυτόν υπάρχουν μεγάλες δυνατότητες, που θα μπορούσαν να αποφέρουν πολύ μεγαλύτερα έσοδα από αυτά που έχουν τεθεί ως ποσοτικοί στόχοι.
Η ακίνητη περιουσία του Δημοσίου, εάν αξιοποιηθεί σωστά μέσω της αναβάθμισης των χρήσεων γης και με απόλυτο σεβασμό στο περιβάλλον, μπορεί να προσελκύσει σημαντικές, άμεσες ξένες επενδύσεις.
4. Συνέχιση της προσαρμογής στους τομείς των οικονομικών της γενικής κυβέρνησης και του συστήματος κοινωνικής ασφάλισης με επανακαθορισμό του μείγματος των μέσων οικονομικής πολιτικής
Η αναθεώρηση προς τα κάτω, που έχει ήδη επιτευχθεί για το στόχο του τελικού πρωτογενούς πλεονάσματος του 2018 (3,5% του ΑΕΠ), συντελεί στην απελευθέρωση πόρων, οι οποίοι μπορούν να διοχετευθούν στην πραγματική οικονομία.
Ωστόσο, το ακολουθούμενο μείγμα μέσων οικονομικής πολιτικής, που αποσκοπεί τόσο στην κάλυψη του εναπομένοντος δημοσιονομικού κενού όσο και στην επίτευξη βιωσιμότητας του συστήματος κοινωνικής ασφάλισης, πρέπει να γίνει περισσότερο αναπτυξιακό. Θα πρέπει, δηλαδή, να εστιάσει κυρίως στη μείωση των μη επενδυτικών δαπανών του Δημοσίου και στην αύξηση της παραγωγικότητας.
Η έως τώρα έμφαση στην αύξηση των φορολογικών συντελεστών επί των εισοδημάτων από εργασία και των κερδών των επιχειρήσεων, καθώς και των ασφαλιστικών εισφορών, ενισχύει τα κίνητρα για φοροδιαφυγή και εισφοροδιαφυγή και ενθαρρύνει την αδήλωτη εργασία, εξασθενίζει τα ανταγωνιστικά πλεονεκτήματα των ελληνικών επιχειρήσεων και αποτρέπει προσπάθειες για δημιουργία νέων θέσεων εργασίας.
Με τον τρόπο αυτό, όποια βελτίωση του δημοσιονομικού αποτελέσματος αυτοαναιρείται, με αποτέλεσμα να μην επιτυγχάνεται μόνιμη μείωση του λόγου χρέους προς ΑΕΠ.
Αντίθετα, ο εξορθολογισμός των δομών του κράτους, η αξιολόγηση, συγχώνευση και μείωση των 1800 περίπου νομικών προσώπων δημοσίου δικαίου, η κατάργηση ποικίλων εξαιρέσεων από τις γενικές διατάξεις φορολογίας για ορισμένες ομάδες φορολογουμένων, η κατάργηση ποικίλων εξαιρέσεων από τις γενικές διατάξεις της ασφαλιστικής νομοθεσίας, ο επανασχεδιασμός του καθεστώτος των αυτοτελών πόρων για την τοπική αυτοδιοίκηση με στόχο την άρση των αντικινήτρων στην εξοικονόμηση πόρων, η μείωση των φορολογικών δαπανών, ο περιορισμός των μη επενδυτικών δαπανών, η καλύτερη στόχευση των κοινωνικών δαπανών με στόχο την άρση της μεροληψίας κατά της νέας γενιάς που υπάρχει σήμερα, και η ενίσχυση της κινητικότητας του ανθρώπινου δυναμικού του κράτους από τομείς με πλεονάζον προσωπικό προς τομείς ελλειμματικούς σε προσωπικό, συνιστούν περισσότερο αποδοτικά μέσα οικονομικής πολιτικής για την κάλυψη του εναπομένοντος δημοσιονομικού κενού.
5. Ενθάρρυνση των επιχειρηματικών επενδύσεων και προστασία των επενδυτών
Το φαινόμενο της επενδυτικής αδράνειας στην Ελλάδα βρίσκεται σε πλήρη εξέλιξη. Μεταξύ 2007 και 2014, η συνολική επενδυτική δαπάνη ως ποσοστό του ΑΕΠ μειώθηκε στο μισό. Η αναιμική ζήτηση, η πολιτική και οικονομική αβεβαιότητα, καθώς και οι σημαντικές χρηματοδοτικές δυσχέρειες ήταν οι παράγοντες που συνέβαλαν στη διαδικασία αποεπένδυσης. Η ταχεία ανάταξη της επιχειρηματικής επενδυτικής δαπάνης θεωρείται παράγοντας-κλειδί για τη διατηρήσιμη ανάπτυξη.
Η εμπέδωση ενός περιβάλλοντος οικονομικής και πολιτικής σταθερότητας, που ενδυναμώνει το κλίμα εμπιστοσύνης των επιχειρηματιών και ενθαρρύνει την ανάληψη επενδυτικών σχεδίων, η ταχεία μεταστροφή του εγχώριου παραγωγικού υποδείγματος από την παραγωγή μη εμπορεύσιμων προς την παραγωγή εμπορεύσιμων αγαθών και υπηρεσιών και η εξάλειψη των σημαντικών περιορισμών στη χρηματοδότηση αποτελούν βασικές προϋποθέσεις για την αύξηση της επιχειρηματικής επενδυτικής δαπάνης.
Δράσεις, όπως η ψήφιση του νέου αναπτυξιακού νόμου με σαφή αναπτυξιακά κίνητρα, κυρίως όμως οι πρωτοβουλίες του χρηματοπιστωτικού συστήματος για την αντιμετώπιση των μη εξυπηρετούμενων δανείων εντός του νέου θεσμικού πλαισίου, που επιτρέπει συνεργασία των πιστωτών για την εξυγίανση παραγωγικών επιχειρήσεων, είναι καθοριστικής σημασίας.
Περαιτέρω, το ελληνικό κράτος πρέπει να συντελέσει στην αποκατάσταση της επενδυτικής εμπιστοσύνης με την προστασία των ιδιωτών επενδυτών, εξασφαλίζοντας ένα σταθερό οικονομικό περιβάλλον, φιλικό προς την επιχειρηματικότητα.
Αυτό μπορεί να γίνει με τη θέσπιση ενός σταθερού, απλού και ευκόλως κατανοητού φορολογικού και νομικού πλαισίου, κατάλληλου για την ανάπτυξη της υγιούς επιχειρηματικότητας, και με την ανάληψη πρωτοβουλιών για την επίλυση χρονιζουσών διαφορών με σημαντικούς διεθνείς επενδυτές, οι οποίες δημιουργούν πρόβλημα στην επενδυτική εικόνα της χώρας.
6. Αύξηση των εξαγωγών
Η βελτίωση της ανταγωνιστικότητας της ελληνικής οικονομίας, που επιτεύχθηκε με σημαντικό κοινωνικό κόστος, φαίνεται ότι δεν έχει αξιοποιηθεί επαρκώς. Μαζί με την παρατηρούμενη ενίσχυση της ευελιξίας της αγοράς εργασίας, αποτελούν ισχυρά κίνητρα για την ανάληψη επενδυτικών πρωτοβουλιών.
Παρά την ανάκτηση της απώλειας της διεθνούς ανταγωνιστικότητας της ελληνικής οικονομίας, κυρίως σε όρους κόστους εργασίας ανά μονάδα προϊόντος, οι εξαγωγές δεν επέδειξαν την αναμενόμενη δυναμική ανόδου.
Τούτο εξηγείται εν μέρει από την έλλειψη χρηματοδότησης και το συγκριτικά υψηλότερο κόστος μακροχρόνιου δανεισμού, καθώς και από την αύξηση της φορολογικής επιβάρυνσης που μετριάζει ή και ανακόπτει την πορεία ανάκτησης της συνολικής ανταγωνιστικότητας της οικονομίας.
Επιπρόσθετα, όμως, οφείλεται και σε μια σειρά εγγενών διαρθρωτικών αδυναμιών, που περιορίζουν την ευκολία διείσδυσης των ελληνικών προϊόντων στις διεθνείς αγορές και σχετίζονται με την ποιότητα του προϊόντος, την κατοχύρωση ονομασίας προέλευσης, γραφειοκρατικές δυσχέρειες κ.ά.
7. Καταπολέμηση της υψηλής ανεργίας
Στην παρατηρούμενη σταδιακή αποκλιμάκωση της ανεργίας και τη συνέχιση της ανάκαμψης του ποσοστού απασχόλησης συμβάλλουν οι ενεργητικές πολιτικές απασχόλησης μέσω προγραμμάτων και δράσεων που χρηματοδοτούνται με πόρους από το ΕΣΠΑ της περιόδου 2014-2020.
Προκειμένου να καταπολεμηθεί η υψηλή ανεργία, ιδιαίτερα η μακροχρόνια ανεργία, και η ανεργία των νέων, κρίνεται απαραίτητη η συνεχής βελτίωση και επέκταση των ενεργητικών πολιτικών για την απασχόληση και των προγραμμάτων κατάρτισης, με παράλληλη αύξηση της αποτελεσματικότητας των δράσεων αυτών.
Ωστόσο, η ενίσχυση των πολιτικών αυτών θα πρέπει να συνδυαστεί με έλεγχο και αξιολόγηση της αποτελεσματικότητάς τους, καθώς και με δράσεις κατά της αδήλωτης και ανασφάλιστης εργασίας.
8. Μεταρρύθμιση στην παιδεία
Ο δρόμος της ανάπτυξης οριοθετείται από τη γνώση, την έρευνα, την καινοτομία και τη διά βίου μάθηση. Η έξοδος της ελληνικής κοινωνίας από την κρίση συντελείται μόνο μέσω της δημιουργίας μιας κοινωνίας δημιουργικών πολιτών, ικανής να προστατεύσει και να βελτιώσει το απόθεμα του ανθρώπινου κεφαλαίου της.
Κατά συνέπεια, η δρομολογούμενη εκπαιδευτική μεταρρύθμιση, η οποία αποτελεί αναπόσπαστο στοιχείο της εθνικής αναπτυξιακής στρατηγικής, θα πρέπει να κινηθεί σε πέντε άξονες:
(α) την αξιολόγηση του ελληνικού εκπαιδευτικού συστήματος όλων των βαθμίδων, με σκοπό την ενίσχυση της καινοτομίας και της επιχειρηματικότητας,
(β) τον εξορθολογισμό του περιεχομένου της εκπαίδευσης όλων των βαθμίδων και της λειτουργίας και διοίκησης των ιδρυμάτων τριτοβάθμιας εκπαίδευσης, καθώς και την ενίσχυση της αποδοτικότητας και αυτονομίας των δημόσιων εκπαιδευτικών μονάδων,
(γ) την απεξάρτηση του εκπαιδευτικού συστήματος από συντεχνιακά συμφέροντα,
(δ) την αύξηση της χρηματοδότησης, η οποία παραμένει πολύ χαμηλή, και (ε) τη διαφάνεια σε όλα τα επίπεδα.
9. Ανάσχεση της φυγής ανθρώπινου κεφαλαίου
Το ελληνικό ανθρώπινο δυναμικό οδηγείται στη μετανάστευση ως αντίδραση στην εκτίναξη του ποσοστού ανεργίας και την ταχεία βύθιση της οικονομίας στην ύφεση, με ανησυχητικές επιπτώσεις στα δημογραφικά δεδομένα της χώρας, τα δημόσια οικονομικά, το ασφαλιστικό σύστημα και την ποιότητα του εναπομένοντος εργατικού δυναμικού.
Για την αναστροφή της μεγάλης φυγής των νέων επιστημόνων στο εξωτερικό, η ελληνική πολιτεία πρέπει να λάβει μέτρα που στοχεύουν:
(α) στον επανακαθορισμό των μορφών επιστημονικής και επαγγελματικής εξειδίκευσης, ώστε να αντιστοιχιστούν καλύτερα οι δεξιότητες των νέων επιστημόνων με τη ζήτηση της αγοράς,
(β) στη στήριξη των δράσεων νεοφυούς επιχειρηματικότητας,
(γ) στην καταπολέμηση της μετριοκρατίας, της αδιαφάνειας στην επιλογή και του νεποτισμού,
(δ) στην προώθηση της αριστείας,
(ε) στην επέκταση του θεσμού της μαθητείας και της πρακτικής άσκησης και
(στ) στη δημιουργία ενός περιβάλλοντος φιλικού προς την επιχειρηματικότητα.
10. Στήριξη της κοινωνικής συνοχής και καταπολέμηση της φτώχειας
Προϋπόθεση για τη διατηρήσιμη ανάπτυξη είναι η εξασφάλιση της κοινωνικής συνοχής, η οποία σήμερα απειλείται από την αύξηση της φτώχειας και της ανισοκατανομής του εισοδήματος και από τον κοινωνικό αποκλεισμό σημαντικών τμημάτων του πληθυσμού.
Αν και, με βάση τα αποτελέσματα της τελευταίας έρευνας EU-SILC 2014, το χάσμα φτώχειας και ο κίνδυνος σχετικής φτώχειας στην Ελλάδα παρουσίασαν μικρή μείωση, ο κίνδυνος της σχετικής φτώχειας παραμένει ο τρίτος υψηλότερος μεταξύ των χωρών της ΕΕ-28. Εξάλλου, ο αριθμός των νοικοκυριών που διαβιούν σε συνθήκες ακραίας φτώχειας αυξήθηκε.
Στη δημόσια συζήτηση κρίνεται επομένως σημαντικός ο ρόλος τόσο του επανασχεδιασμού της πολιτικής των κοινωνικών μεταβιβάσεων, ώστε να καταστούν περισσότερο αποτελεσματικές στην καταπολέμηση της φτώχειας, όσο και του εκπαιδευτικού συστήματος στην παροχή ίσων ευκαιριών συμμετοχής στη μαθησιακή διαδικασία όλων των βαθμίδων στους μαθητές, που, λόγω κοινωνικού αποκλεισμού, αντιμετωπίζουν περιορισμούς.