Με δεδομένο ότι η ελληνική οικονομία εισήλθε σε υφεσιακό μονοπάτι και το 4ο τρίμηνο του 2015 κλείνοντας τελικά τη χρονιά με ύφεση 0,7%, ενώ με βάση και την εκτίμηση της Deutsche Bank το 2016 θα κυμανθεί στο 0,7%, η χώρα θα συμπληρώσει οκτώ χρόνια ύφεσης τα τελευταία εννέα χρόνια (+ 0,7% το 2014).
Στα χρόνια αυτά η σωρευτική πτώση του ΑΕΠ ξεπερνά το 26%, ενώ αν συνυπολογιστεί και ο αποπληθωρισμός, χάθηκε πάνω από το 30% του ΑΕΠ της χώρας, απώλειες που μπορούν να συγκριθούν εν καιρώ ειρήνης μόνο με τη Μεγάλη Υφεση στις ΗΠΑ το 1929, αλλά και την εποχή της Βαϊμάρης στη Γερμανία μετά τον Α’ Παγκόσμιο Πόλεμο. Σύμφωνα μάλιστα με στοιχεία των Maddison Datadase και του ΔΝΤ, η τρέχουσα ελληνική ύφεση είναι μία από τις ισχυρότερες που έχουν καταγραφεί ιστορικά από το 1870 στις οποίες λαμβάνονται υπόψη και οι περίοδος των πολεμικών συγκρούσεων.
Ειδικότερα, η ισχυρότερη ύφεση με 66% έχει καταγραφεί στη Γερμανία την περίοδο 1945-1946, ενώ ακολουθεί με 64% η Ελλάδα της περιόδου 1938-1945. Στη συνέχεια ακολουθούν η Αυστρία του 1945 με 59%, η Γαλλία του 1940-1944 με 53%, η Ιαπωνία του 1944-1945 με 52%, η Ολλανδία του 1940-1944 με 50%, η Ιταλία του 1941-1945 με 44%, η Αυστρία του 1913-1919 με 38%, η Γαλλία του 1913-1918 με 36%, η Φινλανδία του 1914-1918 με 33%, το Βέλγιο του 1914-1918 με 32%, ο Καναδάς του 1929-1933 με 30%, η Ισπανία του 1936-1937 με 29%, οι ΗΠΑ του 1930-1933, η σημερινή Ελλάδα (2008-2016) με 26,5% και η Ιταλία του 1919-1921 με 25%.
Εξάλλου, σύμφωνα με εκτιμήσεις της Berenberg, μόνο οι επιπτώσεις από το «Varoufakis effect», όπως το αποκαλεί, υπολογίζονται ως το τέλος του 2016 σε 7% του ΑΕΠ και η επίπτωση στο χρέος σε ένα επιπλέον 25% του ΑΕΠ, αν συνυπολογιστεί, πέρα από το «ατύχημα Βαρουφάκη», όπως αναφέρει, και το μακροπρόθεσμο κόστος της νέας διάσωσης των τραπεζών.
Με βάση τον σταθμισμένο μέσο όρο της εμπιστοσύνης στη βιομηχανία, στις υπηρεσίες, στις κατασκευές και στο λιανικό εμπόριο, καταλήγει στο συμπέρασμα ότι σπάνια μια νέα κυβέρνηση, όπως η πρώτη του Αλ. Τσίπρα με υπουργό Οικονομικών τον Γιάνη Βαρουφάκη, έχει προκαλέσει τόσο μεγάλη ζημιά.
Η Ελλάδα βάσει του ΑΕΠ της γύρισε πια στα επίπεδα του 1997, ενώ η παρατεταμένη βαθιά ύφεση και η αβεβαιότητα έχουν προκαλέσει την κατάρρευση της ακαθάριστης εθνικής αποταμίευσης στο 8% του ΑΕΠ (έναντι 21% στην ΕΕ) με αρνητική την καθαρή αποταμίευση των νοικοκυριών. Την ώρα που από τον Νοέμβριο του 2014 έχουν φύγει από τις καταθέσεις 42 δισ. ευρώ, ενώ έχουν επιστρέψει μόλις 2,5 δισ. ευρώ και η εξάρτηση των ελληνικών τραπεζών από την ΕΚΤ φθάνει το 1/3 του ισολογισμού τους έναντι 3%-4% στην ευρωζώνη, ο τραπεζικός κλάδος παραμένει στη δίνη του κυκλώνα.
Παράλληλα, οι επενδύσεις κατέρρευσαν από το 25,7% του ΑΕΠ το 2007 σε 10% σήμερα, ενώ, όπως εκτιμάται πια ευρέως, η χώρα χρειάζεται πάνω από 100 δισ. ευρώ επενδύσεις την επόμενη πενταετία για να διατηρηθεί σε θετική αναπτυξιακή πορεία, επενδύσεις που στη σημερινή συγκυρία μπορούν να χρηματοδοτηθούν κυρίως μόνο από το εξωτερικό, εφόσον βέβαια η χώρα καταφέρει και θελήσει κάποτε να γίνει πιο φιλική κυρίως στις ξένες άμεσες επενδύσεις.
Διαχειριστές κεφαλαίων εκτιμούσαν ότι για να ξανακερδηθεί η αξιοπιστία της χώρας θα πρέπει η κυβέρνηση να συνεχίσει τον δρόμο των μεταρρυθμίσεων και συνολικά το πολιτικό σύστημα να στηρίξει την αναγκαία πορεία που θα βγάλει τη χώρα από τη στενωπό, ενώ η ολοκλήρωση της αξιολόγησης άμεσα θεωρείται σημείο-κλειδί για τη συνέχεια σε μια περίοδο μάλιστα που η πίεση από τους πρόσφυγες που φθάνουν στη χώρα έρχεται να προσθέσει ακόμη ένα βάρος στη στάσιμη οικονομία της εντείνοντας τις κοινωνικές εντάσεις και την πολιτική αβεβαιότητα.
HeliosPlus