Σε μια κρίσιμη περίοδο που η ελληνική βιομηχανία προσπαθεί να διατηρήσει την ανταγωνιστικότητά της ενάντια σε μια επιβαρημένη οικονομία, ένα δυσανάλογο φορολογικό καθεστώς και υψηλές τιμές ενέργειας, φαίνεται πως δεν αγωνίζονται όλοι επί ίσοις όροις και κάποιοι είναι περισσότερο ίσοι από τους άλλους.
Ο λόγος για την κρατική ΛΑΡΚΟ, μία από τις πέντε μεγαλύτερες παραγωγούς σιδηρονικελίου στον κόσμο, όπως αναφέρει το «παγωμένο» στον χρόνο website της, η οποία, όπως δείχνουν όλα τα στοιχεία, απολαμβάνει μια ιδιάζουσα εύνοια παρά το γεγονός ότι η ανταγωνιστικότητά της όχι μόνο δεν βελτιώνεται αλλά μένει πίσω στον χρόνο, όπως ακριβώς και το website της.
Σε μια αγορά νικελίου που βρίσκεται σε πτώση, με την τιμή να διαμορφώνεται σε $9.500 ο τόνος, η ΛΑΡΚΟ σημειώνει συνεχώς ζημιές, καθώς το κόστος παραγωγής της κυμαίνεται μεταξύ $15.000 και $16.000 ο τόνος. Για την πάλαι ποτέ κραταιά βιομηχανία αυτό ισοδυναμεί με ζημιά €300.000 την ημέρα και περίπου €7-8 εκατ. τον μήνα. Το 2014 έκλεισε με ζημιές €75 εκατ., ενώ για την τρέχουσα χρήση αναμένονται να ξεπεράσουν κατά πολύ τα €100 εκατ.
Πέραν αυτών, ως δαμόκλειος σπάθη, υπάρχει καταδίκη της Ευρωπαϊκής Επιτροπής για ανάκτηση παράνομης κρατικής ενίσχυσης ύψους €136 εκατ. Συγκεκριμένα, τον Μάρτιο του 2013 η Επιτροπή κίνησε σε βάθος έρευνα για ορισμένα μέτρα στήριξης της ΛΑΡΚΟ από το Ελληνικό Δημόσιο, όπως αύξηση κεφαλαίου ύψους 45 εκατ. ευρώ το 2009 και μια σειρά κρατικών εγγυήσεων την περίοδο 2008-2010. Τα μέτρα αυτά δεν κοινοποιήθηκαν στην Επιτροπή για προηγούμενη έγκριση, όπως απαιτούσαν οι κανόνες της ΕΕ. Από την έρευνα προέκυψε ότι κανένας ιδιωτικός φορέας δεν θα είχε δεχθεί να επενδύσει στη ΛΑΡΚΟ υπό τέτοιους όρους και ότι επομένως τα εν λόγω μέτρα συνιστούσαν κρατική ενίσχυση κατά την έννοια των κανόνων της ΕΕ.
Παράλληλα η ΛΑΡΚΟ αδυνατώντας τα τελευταία χρόνια να σηκώσει το υψηλό ενεργειακό κόστος, που έφτασε ως και τα €70 ευρώ/MWh για μια εταιρεία με ετήσια κατανάλωση 1,1 εκατ. MWh, έχει συσσωρεύσει ένα χρέος προς τη ΔΕΗ που αγγίζει τα €200 εκατ. Τα νούμερα αυτά, σε συνδυασμό με βαριά περιβαλλοντικά θέματα που αντιμετωπίζει η εταιρεία, θα αρκούσαν για να οδηγήσουν σε κλείσιμο οποιαδήποτε άλλη ελληνική βιομηχανία ή έστω σε ιδιωτικοποίηση. Οχι όμως τη ΛΑΡΚΟ. Η δύναμη των συνδικαλιστικών συμφερόντων, αλλά και συνολικά η κρατική ανοχή και οι επιδοτήσεις έχουν επιτρέψει στη ΛΑΡΚΟ να συνεχίζει απρόσκοπτα τη λειτουργία της ζημιώνοντας το κράτος κατά εκατομμύρια τη στιγμή που υγιείς βιομηχανίες με χιλιάδες έλληνες εργαζομένους ζητούν και δεν λαμβάνουν τα αυτονόητα: ελαφρύτερη φορολογία, ανταγωνιστικό ενεργειακό κόστος, λιγότερη γραφειοκρατία.
ΕΝΤΥΠΗ ΕΚΔΟΣΗ