«Έχουμε εκφράσει ανησυχίες σχετικά με την τρέχουσα βιωσιμότητά του χρέους, θα πρέπει να υπάρξει ένα στοιχείο ελάφρυνσής του» δηλώνει ο πρόεδρος της Ευρωπαϊκής Κεντρικής Τράπεζας, Μάριο Ντράγκι.
Μιλώντας στην Καθημερινή της Κυριακής, ο ευρωπαίος κεντρικός τραπεζίτης καλεί την Ελλάδα να προχωρήσει τις μεταρρυθμίσες που προβλέπονται από το τρίτο πρόγραμμα διάσωσης, προκειμένου να ανοίξει ο δρόμος για την ανακεφαλαιοποίηση των τραπεζών και η συζήτηση για την ελάφρυση του χρέους.
Ο κ. Ντράγκι αναφέρει ακόμη ότι η δεύτερη δόση από τα κεφάλαια για την ανακεφαλαιοποίηση των ελληνικών τραπεζών, ύψους 15 δισ. ευρώ, θα εκταμιευθούν μετά την ολοκλήρωση της πρώτης αξιολόγησης, και πάντως όχι αργότερα από τις 15 Νοεμβρίου.
Ο Ντράγκι πρόσθεσε πως η συμμετοχή ιδιωτών στην ανακεφαλαιοποίηση είναι «επιθυμητή» με στόχο να χρησιμοποιηθεί όσο το δυνατόν λιγότερο δημόσιο χρήμα.
Οι δηλώσεις του Μάριο Ντράγκι έρχονται μετά τις χθεσινές παρεμβάσεις του επικεφαλής του Eurogroup Γερούν Ντάισελμπλουμ και του επικεφαλής Ευρωπαϊκου Τομέα του ΔΝΤ, Πολ Τόμσεν.
Από την πλευρά του ο Γ.Ντάισελμπλουμ άνοιξε τη συζήτηση για το ελληνικό χρέος θέτοντας το όριο του 15% του ΑΕΠ για την ετήσια εξυπηρέτησή του.
Σε συνέντευξή του στο Reuters, ανέφερε πως υπάρχει «ευρεία συναίνεση για τη μέθοδο που πρέπει να επιλέξουμε» για την ελάφρυνση του ελληνικού χρέους, η οποία έγκειται «στο να εξετάσουμε τις ετήσιες χρηματοδοτικές ανάγκες για το κρατικό χρέος».
«Φαίνεται, κατά δεύτερον, να υπάρχει ευρεία συναίνεση πως ένα καλό μέτρο θα ήταν να τεθεί όριο στο 15%, κατά μέγιστο, του ΑΕΠ» είπε.
Αργότερα χθες, Παρασκευή, ο Πολ Τόμσεν επανέλαβε ότι το χρέος της Ελλάδας έχει γίνει μη βιώσιμο και προέτρεψε τους Ευρωπαίους να προχωρήσουν σε μία γενναία ελάφρυνσή του, καθώς, όπως είπε, οι μεταρρυθμίσεις από μόνες τους δεν αρκούν. Ξεκαθάρισε ότι χωρίς ελάφρυνση του χρέους, το ΔΝΤ δεν θα συμμετάσχει χρηματοδοτικά στο νέο πρόγραμμα.
Το μεγαλύτερο τμήμα του ελληνικού χρέους, υπενθυμίζεται, διακρατείται πλέον από φορείς της Ευρωζώνης, και οι πρώτες αποπληρωμές των δανείων διάσωσης τοποθετούνται στο 2022 – οπότε, υποστηρίζει το Eurogroup, το βάρος είναι διαχειρίσιμο.