Κώδωνα κινδύνου χτυπά τοΓραφείο Προϋπολογισμού της Βουλής, επισημαίνοντας ότι η οικονομία υποτροπιάζει και ότι αν η αβεβαιότητα που περιβάλλει την πολιτικοοικονομική συγκυρία παραταθεί η κατάσταση θα επιδεινωθεί δραματικά. Η επίτευξη τελικής συμφωνίας επείγει, καθώς θεωρείται ότι μόνο έτσι θα εξαλειφθούν οι αβεβαιότητες και θα δοθεί νέα ώθηση στην ανάπτυξη, σημειώνει το Γραφείο στην τριμηνιαία έκθεσή του.

Απορρίπτοντας κάθε άλλο δρόμο, ξεκαθαρίζει ότι «κατά τη γνώμη του θα ήταν ιστορικό λάθος να βγει η Ελλάδα από την Ευρωζώνη την ώρα που η οικονομική πολιτική στην Ευρωζώνη αρχίζει να αλλάζει σε κατεύθυνση ευνοϊκή για την ίδια τη χώρα».

Προσθέτει, όμως, και κάτι ακόμη πιο σημαντικό ότι «η επίτευξη συμφωνίας είναι δυνατή», καθώς υπάρχει πεδίο συγκλίσεων με τους εταίρους-πιστωτές.

Μάλιστα οι αναλυτές του Γραφείου Προϋπολογισμού κρίνουν, δικαιώνοντας εν μέρει την εκτίμηση της κυβέρνησης, ότι ένα βήμα για συμφωνία με τους εταίρους έγινε στο Eurogroup της 20ης Φεβρουαρίου, με την υπογραφή από τον Υπουργό Οικονομικών της παράτασης της δανειακής σύμβασης στις 27.2.2015 και με την επίσκεψη του πρωθυπουργού στο Βερολίνο στις 24.3.2015.

Οι αναλυτές μιλώντας για τη δυσκολία της διαπραγμάτευσης, επισημαίνουν τους συμβιβασμούς στους οποίους προχώρησε η κυβέρνηση (όπως το προσωρινό πάγωμα κάθε επίσημης συζήτησης για αναδιάρθρωση του χρέους και η αναβολή προγραμματικών υποσχέσεων), «ακολουθώντας σε ορισμένα ζητήματα το δύσβατο δρόμο της διαπραγματευτικής προσαρμογής» προσθέτοντας, ωστόσο, ότι «μένουν πολλά να γίνουν ακόμα για να γεφυρωθεί η απόσταση που τη χωρίζει από τους εταίρους».

Ωστόσο, για τη γεφύρωση της απόστασης δεν αρκούν μόνο οι προσπάθειες της ελληνικής πλευράς, χρειάζονται συμβιβασμοί και καλή διάθεση και από την πλευρά των πιστωτών-θεσμών, συμπληρώνουν οι αναλυτές του Γραφείου, τονίζοντας ότι αρκετά ελληνικά αιτήματα, όπως η αλλαγή μοντέλου ιδιωτικοποιήσεων, η άρνηση πλήρους απορρύθμισης της αγοράς εργασίας, η άρνηση εφαρμογής υφεσιακών μέτρων (αύξηση ΦΠΑ) κτλ, «έχουν ισχυρή αιτιολόγηση».

«Η επίτευξη συμφωνίας απαιτεί προθυμία για συμβιβασμό και των εταίρων (θεσμών)» τονίζεται στην έκθεση του Γραφείου Προϋπολογισμού.

Από τη μελέτη δεν λείπει βέβαια και η κριτική σε συμπεριφορές και χειρισμούς της ελληνικής κυβέρνησης. Στο πλαίσιο αυτό γίνεται αναφορά στη διαπραγματευτική τακτική και στην εποπτεία, κατανοώντας την πρόθεση της κυβέρνησης και τη συμβολική σημασία του να σταματήσουν οι έφοδοι της τρόικας στα υπουργεία και να περιοριστούν οι υπερεξουσίες της, επισημαίνοντας όμως και ότι «η εξέλιξη έδειξε ότι η κυβέρνηση δεν μπορούσε να αποφύγει την εποπτεία από τους θεσμούς όσον καιρό θα είχε ανάγκη τον επίσημο δανεισμό». Ακόμη επισημαίνεται ότι η χώρα βρέθηκε σε τροχιά απόκλισης από τους δυτικούς και τους ευρωπαϊκούς εταίρους.

Αναφορά γίνεται ακόμη και στην «εν πολλοίς ορθή κριτική στην αρχιτεκτονική της Ευρωζώνης και σε επιμέρους αποφάσεις οικονομικής πολιτικής των οργάνων της ΕΕ (π.χ. για τους όρους της πρώτης δανειακής σύμβασης 2010)» η οποία όμως «δεν πρέπει να συγχέεται στις σημερινές συνθήκες με τα ειδικότερα ελληνικά προβλήματα»».

«Μολονότι» επισημαίνεται στην έκθεση «είναι σημαντικό ότι για πρώτη φορά τόσο πολλοί Έλληνες πολιτικοί επικρίνουν ορισμένες πολιτικές και όψεις της αρχιτεκτονικής της Ευρωζώνης και μάλιστα με τεχνοκρατική επάρκεια, η κριτική μόνον εν μέρει μπορεί να συνδεθεί με την τρέχουσα διαπραγμάτευση για το πρόγραμμα στήριξης της Ελλάδας.»

«Δεν πρέπει να παραβλέπουμε ότι πέρα από τη δικαιολογημένη κριτική, σήμερα η αρχιτεκτονική της Ευρωζώνης μεταβάλλεται ήδη και ότι είμαστε η μόνη χώρα που δεν κατάφερε να εξέλθει από την «ομπρέλα» των επίσημων μηχανισμών στήριξης, σε αντίθεση με την Πορτογαλία και την Ιρλανδία (και, όπως φαίνεται, με την Κύπρο στο άμεσο μέλλον). Όσο καιρό η Ελλάδα είναι αποκομμένη από τις αγορές, χρειάζεται τη χρηματοδοτική στήριξη κυρίως των Ευρωπαϊκών θεσμών και αυτή προϋποθέτει συμφωνία πάνω στο πρόγραμμα οικονομικής προσαρμογής» τονίζουν οι αναλυτές του Γραφείου.

Η έκθεση υπογράφεται από τους καθηγητές Παναγιώτη Λιαργκόβα (συντονιστή) και τους Πάνο Καζάκο, Σπύρο Λαπατσιώρα, Ναπολέοντα Μαραβέγια, και Μιχάλη Ρηγίνο (μέλη).

Η συμφωνία της 20ης Φεβρουαρίου

Κρίνοντας και αποτιμώντας τη συμφωνία της 20ης Φεβρουαρίου το Γραφείο Προϋπολογισμού σημειώνει ότι «η δήλωση του Eurogroup στις 20.2.2015 μολονότι υπήρξε αντικείμενο διαφορετικών ερμηνειών, στην ουσία πρόσφερε τη χρονική παράταση για την ολοκλήρωση του προγράμματος προσφέροντας παράλληλα και την ευελιξία για αλλαγές, έτσι ώστε να ολοκληρωθεί η αξιολόγηση από τους θεσμούς και να αποδεσμευτεί η τελική εκταμίευση, στην περίπτωση της θετικής κατάληξης.»

» Η Ελλάδα ζήτησε και ανέλαβε την ευθύνη για το σχεδιασμό και την εφαρμογή μεταρρυθμίσεων λαμβάνοντας υπόψη όσο γίνεται καλύτερα τις δικές της προτεραιότητες. Ανέλαβε την ευθύνη ή κατά την τεχνοκρατική ορολογία, οικειοποιήθηκε («ownership») το πρόγραμμα προσαρμογής. Στις 31 Μαρτίου 2015 παρουσίασε ένα «κείμενο εργασίας» με κατάλογο μέτρων και μεταρρυθμίσεων».

Αναφερόμενοι σε άλλο σημείο της μελέτης στο «κείμενο εργασίας» που έστειλε η ελληνική πλευρά στους θεσμούς, οι αναλυτές σημειώνουν ότι «εκτιμούμε ότι έχει πολλά θετικά στοιχεία. Πρώτα από όλα παρέχει συνολική, αν και γενική εικόνα, για τους σχεδιασμούς της κυβέρνησης. Πολλές από τις προβλεπόμενες παρεμβάσεις στο φορολογικό σύστημα έπρεπε να είχαν γίνει από καιρό, καθώς διορθώνουν το πυκνό πλέγμα του παρεμβατικού μας συστήματος και άλλωστε είχαν ήδη δρομολογηθεί από την προηγούμενη κυβέρνηση, παρά τις εγγενείς πολιτικές αναστολές της.»

» Επίσης, το κείμενο αναγνωρίζει ρητά τη ανάγκη για στενή συνεργασία με τον ΟΟΣΑ και το Διεθνή Οργανισμό Εργασίας (ILO), για πραγματική εφαρμογή νόμων που είχαν ψηφισθεί και τη δέσμευση για συμμόρφωση προς τους κανόνες του δικαίου της ΕΕ σε πολλούς τομείς (π.χ. δημόσιες προμήθειες, δημοσιονομική διακυβέρνηση). Το ‘κείμενο εργασίας’ αναφέρει ρητά ‘τη βελτίωση της συμμόρφωσης με την ευρωπαϊκή νομοθεσία’».

Στις παραλείψεις του «κειμένου εργασίας» οι αναλυτές σημειώνουν ότι «δεν περιλαμβάνει εκείνες τις μεταρρυθμίσεις που οι θεσμοί θεωρούν αναγκαίες (διατηρησιμότητα του ασφαλιστικού συστήματος, του οποίου το μέλλον είναι πράγματι αβέβαιο για πολλούς λόγους, «ευέλικτες» αγορές εργασίας, κ.α.)».

Γενικά, καταλήγουν, «η μεταρρυθμιστική πτυχή είναι ανεπαρκής. Πολλές από τις ιδέες που περιλαμβάνει είναι ατελείς (π.χ. για τη Δικαιοσύνη) και παραβλέπουν τόσο ιστορικές εμπειρίες όσο και ευρύτερες τάσεις που επικρατούν διεθνώς (π.χ. στη Δημόσια Διοίκηση)».

Συμβιβασμοί από την Αθήνα

Οι αναλυτές του Γραφείου αναγνωρίζουν τη δυσκολία της διαπραγμάτευσης και τις εύθραυστες ισορροπίες τις οποίες καλείται να διατηρήσει η κυβέρνηση, επισημαίνοντας τους «συμβιβασμούς» που αναγκάστηκε η τελευταία να κάνει, όπως το προσωρινό πάγωμα κάθε επίσημης συζήτησης για αναδιάρθρωση του χρέους και η αναβολή προγραμματικών υποσχέσεων.

«Γεγονός είναι ότι η νέα κυβέρνηση στη δύσκολη διαπραγμάτευση επιδίωξε ταυτόχρονα να ισορροπήσει (μέσω μιας νέας συμφωνίας-γέφυρας) ανάμεσα σε ‘υπάρχουσες διευθετήσεις’ και σε προεκλογικές εξαγγελίες προκειμένου να πετύχει την περαιτέρω χρηματοδοτική στήριξη της χώρας από τους θεσμούς, που είχε διακοπεί το καλοκαίρι του 2014.»

» Έτσι πάγωσε προσωρινά κάθε συζήτηση για την αναδιάρθρωση του χρέους και για διεθνή διάσκεψη, μολονότι πρόβαλε άτυπα, και πάντως εκτός των επίσημων διαπραγματεύσεων, ιδέες για την εξυπηρέτησή του («αέναα ομόλογα», πληρωμές τόκων ανάλογα με τους ρυθμούς μεγέθυνσης, αποτίμηση «επαχθούς χρέους») και ανέβαλε ορισμένες προγραμματικές υποσχέσεις ή ήταν διατεθειμένη να αναβάλει την υλοποίησή τους προκειμένου να αποκατασταθεί η σχέση εμπιστοσύνης με τους, δανειστές και να επιτευχθεί συμφωνία για νέο πρόγραμμα και χρηματοδότηση.»

»Η κυβέρνηση ακολούθησε σε ορισμένα ζητήματα το δύσβατο δρόμο της διαπραγματευτικής προσαρμογής αν και μένουν πολλά να γίνουν ακόμα για να γεφυρωθεί η απόσταση που τη χωρίζει από τους εταίρους».

Απαιτούνται όμως συμβιβασμοί και από τους θεσμούς…

«Γεγονός είναι ότι αρκετά ελληνικά αιτήματα έχουν ισχυρή αιτιολόγηση. Μεταξύ άλλων, από οικονομικής άποψης, ορθώς αμφισβητήθηκε η μετατροπή κρατικών (φυσικών) μονοπωλίων σε ιδιωτικά μονοπώλια, όπως π.χ. είναι οι υπηρεσίες ύδρευσης πόλεων ή το δίκτυο ηλεκτρισμού. Επίσης, το «μοντέλο» των ιδιωτικοποιήσεων θα μπορούσε να αλλάξει (αρκεί να μην υπάρξουν υπερβολικές καθυστερήσεις), ώστε να επιτευχθεί μεγαλύτερο όφελος για την εθνική οικονομία, θέτοντας, για παράδειγμα, ρήτρες ελάχιστης επένδυσης πάνω από την τιμή πώλησης. Εξίσου αιτιολογημένες, από οικονομική άποψη, είναι οι επιφυλάξεις για τις προτεινόμενες αλλαγές μερικών εργασιακών θεσμών. Μολονότι η συζήτηση για συγκεκριμένους θεσμούς εργασίας συνεχίζεται, νεότερες έρευνες στο ΔΝΤ (!) βρήκαν ότι η συνολική παραγωγικότητα της εργασίας, που είναι προϋπόθεση για την ανάπτυξη, δεν επηρεάζεται από την απορρύθμιση των αγορών εργασίας συνολικά.»

» Γενικότερα είναι λογικό να επιδιώκουμε τροποποίηση των προτεραιοτήτων. Ως εκ τούτου η επίτευξη συμφωνίας απαιτεί προθυμία για συμβιβασμό και των εταίρων (θεσμών)».

Αναγκαία η «μεταρρυθμιστική επανάσταση»

Επισημαίνοντας την ανάγκη και προτρέποντας η έμφαση να δοθεί στα σημεία που προσφέρονται για συνεννόηση με τους εταίρους-πιστωτές και όχι σε αυτά που διχάζουν, το Γραφείο υπενθυμίζει ότι ήδη στην έκθεση του μετά τις εκλογές επισήμανε ότι «πολλά σημεία του προγράμματος του ΣΥΡΙΖΑ μπορούσαν να περιληφθούν σε ένα αναθεωρημένο πρόγραμμα προσαρμογής ή συμφωνία-γέφυρα, ώστε να συνεχισθεί η βοήθεια προς την Ελλάδα», εστιάζοντας στη καταπολέμηση της διαφθοράς, που σύμφωνα με ερευνητές θα επέφερε μείωση των ελλειμμάτων τουλάχιστον κατά 4% και στην υλοποίηση αναγκαίων μεταρρυθμίσεων.

Το ΓΠΚB «υποστήριζε και υποστηρίζει ότι η χώρα χρειάζεται βαθιές τομές (μεταρρυθμίσεις) για να επιστρέψει σε διατηρήσιμη ανάπτυξη, εναρμονισμένες με τις βέλτιστες πρακτικές στις ευρωπαϊκές χώρες. Η πολιτική αυτή θα πρέπει να εφαρμοσθεί εντός του πλαισίου κανόνων (και των διαδικασιών) της Ευρωπαϊκής Ένωσης.»

» Συμπληρώνουμε, σήμερα, ότι η εφαρμογή νόμων που είχαν ήδη ψηφισθεί από τις προηγούμενες κυβερνήσεις αλλά απλά δεν είχαν εφαρμοσθεί (!) θα διεύρυνε το πεδίο συγκλίσεων με την ΕΕ. Αυτό ακριβώς δεσμεύεται σήμερα η κυβέρνηση στο «κείμενο εργασίας» που έστειλε το Μάρτιο στους θεσμούς, π.χ. να εφαρμόσει νόμο του 2010 για τη φορολόγηση τηλεοπτικών διαφημίσεων που αναστελλόταν συνεχώς με «εγκυκλίους» του ν. 4093, να «εμπεδώσει» την ανεξαρτησία της Γενικής Γραμματείας Δημοσίων Εσόδων (ΓΓΔΕ) και να εφαρμόσει τον Ν. 4270/2014 περί δημοσιονομικής διαχείρισης και εποπτείας.»

» Την ίδια θετική επίπτωση στις σχέσεις με τους θεσμούς θα έχει ο τεχνολογικός εκσυγχρονισμός υπηρεσιών του Δημοσίου, η εναρμόνιση κανόνων και πρακτικών με τις προδιαγραφές του ΟΟΣΑ σε διάφορους τομείς, η εισαγωγή οδηγιών της ΕΕ για τις δημόσιες προμήθειες στο εσωτερικό δίκαιο, αλλά και η εφαρμογή κοινοτικών κανόνων που ναι μεν έχουν εισέλθει στο εσωτερικό δίκαιο, παραβιάζονται όμως στην πράξη.»

» Η χώρα χρειάζεται μεταρρυθμίσεις γιατί αυτές στοχεύουν πρωτίστως (αν και όχι μόνο) στο να βελτιώσουν την οικονομική αποτελεσματικότητα, δηλαδή να επιφέρουν καλύτερη χρήση των διαθέσιμων πόρων και με τον τρόπο αυτό αύξηση του πλούτου. Οι μεταρρυθμίσεις συνεπάγονται ένα σοβαρό μετασχηματισμό της οργάνωσης του κράτους και της οικονομίας -τη μετάβαση από μια προσοδοθηρική κοινωνία (κοινωνία εισοδηματιών) σε μια παραγωγική κοινωνία στην οποία αποκαθίστανται οι διαμετρικά αντίθετες αξίες.»

» Το ερώτημα είναι βέβαια τι είδους μεταρρυθμίσεις και με ποια ιεράρχηση. Γεγονός είναι ακόμα ότι στο μεταξύ οι δυσκολίες πολλαπλασιάζονται γιατί η έννοια έχει παρεξηγηθεί. Όπως πρόσφατα τόνισε ο υπουργός Οικονομικών ‘…πρέπει να δώσουμε στις μεταρρυθμίσεις πάλι το καλό τους νόημα […] πατάσσοντας τις χειρότερες μορφές κερδοσκοπίας, διαφθοράς, φοροδιαφυγής κλπ ξεκινώντας από την κορυφή της πυραμίδας και κατεβαίνοντας προς τα κάτω […] Η Ελλάδα πρέπει να καταστεί και πάλι μια μεταρρυθμίσιμη κοινωνία’».

Προς αποκατάσταση του δικαίου, το Γραφείο Προϋπολογισμού σημειώνει ότι «δεν είναι βέβαια σωστό να ισχυριζόμαστε ότι στο παρελθόν δεν έγιναν καθόλου ή δεν επιχειρήθηκαν (έστω και ανεπιτυχώς ορισμένες) μεταρρυθμίσεις. Όμως αυτό που χρειαζόταν και εξακολουθεί να χρειάζεται η χώρα είναι μια «μεταρρυθμιστική επανάσταση», δηλαδή αλλαγή των συστημάτων κινήτρων και αντικινήτρων, των κανόνων του παιχνιδιού και των θεσμών που τους εφαρμόζουν. Μόνο έτσι θα γίνει εφικτή η αποδιάρθρωση του άτυπου και τυπικού θεσμικού πλαισίου που προστατεύει τους «έχοντες και κατέχοντες» και κάνει δυνατή μεγάλης έκτασης προσοδοθηρική συμπεριφορά, η οποία καταδυναστεύει το κοινωνικό σύνολο».

«Κατά την εκτίμησή μας» σημειώνουν οι αναλυτές, «το μείζον ζήτημα της Ελληνικής οικονομίας είναι οι αγκυλώσεις που εμφανίζονται στις σχέσεις κράτους και αγοράς. Ο σύνθετος χαρακτήρας της ελληνικής ‘τραγωδίας’ απαιτεί ριζοσπαστικές λύσεις με βάση τις διεθνείς εμπειρίες και τις βέλτιστες πρακτικές («best practices») και όχι με βάση παραδοχές που έχουν ιστορικά διαψευσθεί».

Κίνδυνος επιστροφής σε υφεσιακή τροχιά

Επισημαίνοντας ότι η αβεβαιότητα επισκιάζει την αναζήτηση διεξόδων και την ανάπτυξη, οι αναλυτές του Γραφείου Προϋπολογισμού τονίζουν ότι η οικονομία υποτροπιάζει και κρούουν κώδωνα κινδύνου για επιστροφή το 2015 σε υφεσιακή τροχιά.

Όπως επισημαίνουν «το πρώτο τρίμηνο του 2015 άρχισε με πολλές αβεβαιότητες ως προς τη μελλοντική πορεία της ελληνικής οικονομίας. Ο εκλογικός κύκλος και η παρατεταμένη αδυναμία συμφωνίας κυβέρνησης και θεσμών, η εκκρεμότητα γύρω από τη δημοσιονομική προσαρμογή και τις μεταρρυθμίσεις, σε συνδυασμό με άλλους παράγοντες, όπως είναι οι αμφιταλαντεύσεις σε ζητήματα έννομης τάξης (rule of law) και οι αντικρουόμενες δηλώσεις κυβερνητικών στελεχών σχετικά με το ενδεχόμενο συμφωνίας ή ρήξης, ενέτειναν την αβεβαιότητα, που με τη σειρά της προκάλεσε επενδυτική υστέρηση στην αγορά και σε συνδυασμό με αντιφατικά χαρακτηριστικά τής πολιτικής τής προηγούμενης κυβέρνησης, είχε ως αποτέλεσμα, ήδη από το τελευταίο τρίμηνο του 2014, την επιστροφή της οικονομίας σε υφεσιακή τροχιά».

Το τελευταίο τρίμηνο του 2014, σύμφωνα με την έκθεση, καταγράφηκαν αρνητικοί ρυθμοί μεγέθυνσης (-0,4%) σε σύγκριση με το τρίτο τρίμηνο του 2014, ενώ αρνητικός προβλέπεται να είναι και ο ρυθμός μεγέθυνσης το πρώτο τρίμηνο του 2015 αν και τα στοιχεία θα οριστικοποιηθούν αργότερα. Φυσιολογικά, προστίθεται, αυτή η εξέλιξη είχε ως συνέπεια ότι η ανεργία παραμένει σταθερή.

Στις αρνητικές εξελίξεις, η έκθεση προσθέτει την μείωση των καταθέσεων κατά 26 δισ. ευρώ από τα τέλη Νοεμβρίου μέχρι σήμερα (από 160,3 το Δεκέμβριο 2014 σε 134 τον Απρίλιο 2015). Η φυγή, επισημαίνεται, αντισταθμίζεται πρόσκαιρα από την ΕΚΤ μέσω της επείγουσας παροχής ρευστότητας (ELA – Emergency Liquidity Assistance).

Επιπροσθέτως, «η δραστική επιδείνωση των συνθηκών στην οικονομία τροφοδοτεί νέα γενιά κόκκινων δανείων».

Το πρώτο τρίμηνο του 2015, προστίθεται, ο δείκτης οικονομικού κλίματος ήταν σε έντονα πτωτική τροχιά. Οι επιχειρήσεις αντιμετωπίζουν χρηματοδοτικές δυσκολίες και τεράστιο πρόβλημα με ξένους πελάτες και προμηθευτές. Τα ληξιπρόθεσμα χρέη προς το Δημόσιο αυξήθηκαν κατά 3,47 δισ. ευρώ το πρώτο τρίμηνο του 2015.

«Η τρέχουσα κατάσταση» τονίζεται στην έκθεση «δεν απειλεί μόνον όσες επιχειρήσεις βρίσκονται σε οριακό σημείο, αλλά και όσες τα χρόνια της κρίσης άντεξαν, επένδυσαν, συγκράτησαν μισθούς, κατέβαλαν φόρους και απέφυγαν απολύσεις. Απειλεί δηλαδή, την υγιή επιχειρηματικότητα. Αν η αβεβαιότητα που περιβάλλει την πολιτικοοικονομική συγκυρία παραταθεί, η κατάσταση θα επιδεινωθεί δραματικά».

Εν τούτοις, η κυβέρνηση αναμένει ότι τελικά η οικονομία θα ανακάμψει το 2015, επισημαίνεται.

Οι προβλέψεις για τη μεγέθυνση του ΑΕΠ το 2015 αναθεωρήθηκαν προς τα κάτω σε σύγκριση με τους αρχικούς στόχους παρά το γεγονός ότι η διαδικασία μεγέθυνσης ευνοείται από παράγοντες όπως η πτώση της τιμής του πετρελαίου, που μειώνει το κόστος παραγωγής και η πτώση του ευρώ, που κάνει τις εξαγωγές μας σε τρίτες χώρες φθηνότερες.

Η αύξηση του πραγματικού ΑΕΠ προβλέπεται για την ελληνική οικονομία στο 1,4% για το 2015 και 2,9% για το 2016. Και οι δύο προβλέψεις είναι χαμηλότερες από εκείνες του προϋπολογισμού για το 2015 (2,9%) και του Μεσοπρόθεσμου Προγράμματος για το 2016 (3,5%). Ανάλογα θα επιβραδυνθεί η (αναμενόμενη) μείωση του ποσοστού ανεργίας.

«Θεωρούμε ότι μόνον η τελική συμφωνία με τους εταίρους στην Ευρωζώνη θα εξαλείψει τις αβεβαιότητες και θα δώσει νέα ώθηση στην ανάπτυξη» τονίζουν οι αναλυτές του Γραφείου Προϋπολογισμού της Βουλής.

Στο δημοσιονομικό μέτωπο η κατάσταση είναι ασαφής, επισημαίνουν οι ίδιοι. Το 2014 η χώρα εμφάνισε πρωτογενές πλεόνασμα (δηλαδή πλεόνασμα εσόδων έναντι δαπανών πριν από την πληρωμή τόκων) μόλις 0,3% του ΑΕΠ, ενώ το προηγούμενο πρόγραμμα και ο προϋπολογισμός είχαν
θέσει ως στόχο το 1,5%, δηλαδή υπήρξε υστέρηση περίπου 2 δισ. ευρώ.

«Για το 2015 και χωρίς αλλαγές στην οικονομική πολιτική, η κυβέρνηση αναμένει (μάλλον αισιόδοξα) ένα πρωτογενές πλεόνασμα της τάξης του 1,2-1,5% του ΑΕΠ. Αν αποδώσουν τα μέτρα που προτείνονται για τη διεύρυνση της φορολογικής βάσης και για να αυξηθούν τα έσοδα το 2015, θα μπορούσε το πρωτογενές πλεόνασμα να είναι πολύ υψηλότερο (έως 3,9% του AEΠ) με αποτέλεσμα όπως το διατυπώνει αισιόδοξα το ‘κείμενο εργασίας’ ‘να διευρυνθούν σημαντικά τα δημοσιονομικά περιθώρια’» σημειώνουν οι αναλυτές.

Κάνοντας αναλυτική αναφορά στην πορεία των εσόδων από τις αρχές του 2015 και στις μεθόδους που χρησιμοποιήθηκαν για να ενισχυθούν, όπως η ρύθμιση των 100 δόσεων, αλλά και η καθυστέρηση πληρωμών σε προμηθευτές του Δημοσίου η έκθεση επισημαίνει ότι «η κατάσταση λοιπόν εξομαλύνθηκε εν μέρει, αλλά έμειναν η αβεβαιότητα για το μέλλον και, προς το παρόν, το δημοσιονομικό και το χρηματοδοτικό κενό».

Αναφορά γίνεται στην έκθεση και στην στάση των δανειστών ως προς την εκταμίευση δόσεων, αλλά και σε αυτή της ΕΚΤ. Επίσης τονίζεται η σημασία της απόφασης της κυβέρνησης να προχωρήσει στην εξέταση των διαφόρων λιστών (Λαγκάρντ, Λουξεμβούργου, Νικολούδη κ.λπ.) και να ελέγξει τις εκροές πόρων, αν και σημειώνεται ότι ο υπουργός Επικρατείας για την Καταπολέμηση της Διαφθοράς δήλωσε ότι δεν πρέπει να έχουμε υπερβολικές προσδοκίες για έσοδα από τους ελέγχους αυτούς.

«Αυτή η δυστοκία στην Ελλάδα στηρίζεται σε διάφορα προσχήματα, όπως ότι οι λίστες είναι «παράνομες» ή δεν μπορεί να γίνει διασταύρωση των στοιχείων τους με όσα διαθέτουν οι τράπεζες και οι εφορίες» επισημαίνουν οι αναλυτές.

Στην πλευρά των δαπανών υπάρχει ασάφεια ως προς την εξέλιξή τους, εκτιμούν οι αναλυτές. Όπως εξηγούν, οι διάφορες ανακοινώσεις γίνονται αποσπασματικά.

Η ασάφεια προκύπτει από ότι πολλά από τα μέτρα τα οποία έχουν ανακοινωθεί δεν έχουν νομοθετηθεί, αλλά και από τον αποσπασματικό χαρακτήρα πολλών ανακοινώσεων που δεν δημιουργούν πεποιθήσεις για ένα συνεχές και σταθερό σχέδιο. Το επίπεδο των δαπανών και, κυρίως, η πορεία των διαφόρων κονδυλίων εξαρτώνται από τα μέτρα που έχουν ήδη αποφασισθεί ή εξαγγελθεί και προκαλούν νέες δαπάνες: οι νέες αμυντικές προμήθειες, η χορήγηση 13ης σύνταξης στους χαμηλοσυνταξιούχους, η κατάργηση της φόρμουλας μηδενικού ελλείμματος στο ασφαλιστικό, η έκτακτη βοήθεια στην Ελληνική Βιομηχανία Ζάχαρης (ΕΒΖ), κ.α.

«Κάθε ένα από τα μέτρα αυτά μπορεί να συζητηθεί ως προς τα πλεονεκτήματα και τα μειονεκτήματά του, αλλά όλα μαζί δεν εντάσσονται σε ένα σχέδιο για την ανάπτυξη ούτε είναι σαφές πώς θα χρηματοδοτηθούν τελικά, παρά την αισιοδοξία του «κειμένου εργασίας» για νέα φορολογικά έσοδα 4,7 έως 6,1 δισ. ευρώ, ούτε τέλος στηρίζονται σε τεκμηριωμένη ανάλυση των έμμεσων, μακροχρόνιων επιπτώσεων στις συμπεριφορές και προσδοκίες των πολιτών».

Συνοπτικά, σε ότι αφορά η δημοσιονομική προσαρμογή που επιχειρείται «είναι ένα ιδιότυπο μείγμα νέων φόρων, νέων δαπανών και θεσμικών αλλαγών και σε μεγάλο βαθμό ανακοινωμένων αντιφατικών προθέσεων για αλλαγές. Για ορισμένα μέτρα (π.χ. 100 δόσεις) είναι απροσδιόριστες τελικά οι μακροχρόνιες επιπτώσεις. Παρά το βραχυπρόθεσμο όφελος, το μείγμα αυτό εντείνει την αβεβαιότητα που χαρακτηρίζει τη σημερινή κατάσταση» σημειώνεται στην έκθεση.