Η χώρα δεν έχει καμία άλλη επιλογή από το να προσαρμοστεί σε αυτό που μπορεί και της επιτρέπουν οι παραγωγικές της δυνατότητες, στον βαθμό που τις έχει αξιοποιήσει, επισημαίνει σε ανάλυσή του ο κ. Σωτήρης Θεοδωρόπουλος, καθηγητής στο Πανεπιστήμιο Πειραιώς. Οπως επισημαίνει, στη διάρκεια της κρίσης ενισχύθηκε ακόμη περισσότερο η ανισορροπία μεταξύ των δραστηριοτήτων που παράγουν εμπορεύσιμα αγαθά και υπηρεσίες και των δραστηριοτήτων του δημόσιου τομέα.
Ειδικότερα, όπως αναφέρει στο πρώτο κείμενο Δημόσιας Οικονομικής που γράφτηκε ποτέ στον κόσμο, με τον τίτλο «Πόροι» (ή «Περί Προσόδων») από τον Ξενοφώντα, η λύση που προτείνεται στο οικονομικό πρόβλημα που αντιμετώπιζε η Αθήνα και το οποίο ήταν παρόμοιο με αυτό που βιώνει σήμερα η χώρα είναι η μείωση αυτών που συντηρούνται από κρατικά έσοδα και η ανάπτυξη των πλουτοπαραγωγικών πηγών της Αττικής. «Θα πρέπει να μειωθούν αυτοί που συντηρούνται από τα κρατικά έσοδα και τα δημόσια συσσίτια… να σταλούν με εποικισμό για να παράγουν αγροτικά προϊόντα… να αναπτύξουμε τα μεταλλεία του Λαυρίου…» αναφέρεται ενδεικτικά στο κείμενο.
H παραγωγική εργασία
Ως πρώτος ορισμός της παραγωγικής εργασίας που διατυπώνεται στον «Οικονομικό» αναφέρεται η πλουτοποιός εργασία, αυτή που εκτός από τον εαυτό της, παράγει και ένα πλεόνασμα: «…πλουτηρόν έργον επιστάμενον περιουσίαν ποιείν». Πολλούς αιώνες αργότερα, ο Ανταμ Σμιθ θεωρεί ως μη παραγωγικές όλες τις δραστηριότητες του δημόσιου τομέα. Αργότερα, στον προβληματισμό της κλασικής οικονομικής σκέψης για τη διάκριση μεταξύ παραγωγικής και μη παραγωγικής εργασίας, προστέθηκε η συμβολή του Καρλ Μαρξ. Σύμφωνα με αυτήν, όλες οι δραστηριότητες που ανταλλάσσονται με κεφάλαιο και αναπαράγουν τον εαυτό τους με ένα πλεόνασμα-υπεραξία είναι παραγωγικές, ανεξάρτητα από το αν είναι προϊόντα ή υπηρεσίες. Αντίθετα η μη παραγωγική εργασία ανταλλάσσεται με εισόδημα που έχει παραχθεί από τις παραγωγικές δραστηριότητες. Νεότερες απόψεις διατυπώνουν παρόμοια διάκριση μεταξύ εργασίας που παράγει για την αγορά ή όχι, μεταξύ εμπορεύσιμων και μη εμπορεύσιμων δραστηριοτήτων. Μεταξύ αυτών που τα προϊόντα και τις υπηρεσίες τους αγοράζουν και καταναλώνουν όλοι, είτε αμείβονται στον παραγωγικό τομέα είτε στον μη παραγωγικό τομέα, όπως στον δημόσιο τομέα, οι υπηρεσίες του οποίου παρέχονται χωρίς πληρωμή και το κόστος τους καλύπτεται με εισοδήματα από φόρους.
Διάγνωση και θεραπεία
Στον υπολογισμό του ΑΕΠ όλες οι εμπορεύσιμες δραστηριότητες σε αγαθά και υπηρεσίες αθροίζονται, ενώ το μερίδιο του δημόσιου τομέα που περιλαμβάνεται στο ΑΕΠ αφορά το κόστος σε μισθούς και ενδιάμεσες εισροές για την παραγωγή των υπηρεσιών που προσφέρει.
Οσο η ισορροπία και η αναλογία μεταξύ των δραστηριοτήτων που παράγουν εμπορεύσιμα αγαθά και υπηρεσίες και των δραστηριοτήτων του δημόσιου τομέα δεν έχει επιπτώσεις στον παραγωγικό τομέα, τα παραπάνω αναλυτικά εργαλεία ίσως να μην έχουν τόσο μεγάλη σημασία. Οταν όμως αυτή η ισορροπία παραβιάζεται προκαλώντας ουσιαστική διαρθρωτική ανατροπή, τότε η αναλυτική τους αξία γίνεται πολύτιμη στη διάγνωση αλλά και στη θεραπεία του οικονομικού προβλήματος που προκαλεί.
Επειδή αυτό έχει ήδη συμβεί στην περίπτωση της ελληνικής οικονομίας, θεωρούμε πως με τη χρήση των παραπάνω θεωρητικών εργαλείων, η παρουσίαση βασικών δεδομένων της ελληνικής οικονομίας μπορεί να μας οδηγήσει στις ρίζες του οικονομικού μας προβλήματος και στη χάραξη πολιτικών εξόδου από την κρίση.
Στην Ελλάδα η συνολική απασχόληση στη διάρκεια της κρίσης μειώθηκε κατά περίπου 1 εκατ. εργαζομένους, από τους οποίους 600 χιλιάδες προήλθαν από τους μισθωτούς και 300 χιλιάδες από τους αυτοαπασχολούμενους του παραγωγικού τομέα. Από αυτούς περίπου 100 χιλιάδες προέρχονται από τον δημόσιο τομέα.
Δηλαδή έχουμε ραγδαία συρρίκνωση αυτών που παράγουν εμπορεύσιμη παραγωγή και σχετικά μικρή μείωση αυτών που απασχολούνται στο Δημόσιο, οι οποίοι στο μέγιστο ποσοστό τους μετατράπηκαν σε συνταξιούχους του Δημοσίου. Με άλλα λόγια, άλλαξαν κωδικό στον προϋπολογισμό και πλέον δεν αμείβονται από τον κωδικό της μισθοδοσίας αλλά από τον κωδικό των συντάξεων. Στον πίνακα παρουσιάζονται αυτοί που λαμβάνουν εισόδημα από κρατικά έσοδα, φόρους και ασφαλιστικές εισφορές και καταναλώνουν εμπορεύσιμη παραγωγή.
Η ανατροπή
Η αναλογία αυτών που μόνο καταναλώνουν δεν ήταν η πρέπουσα ούτε πριν από την κρίση, όμως μετά το 2010 αρχίζει μια δραματική ανατροπή αυτής της αναλογίας και σχέσης όπως φαίνεται στον πίνακα και παραστατικά στο διάγραμμα. Μόνον οι συνταξιούχοι της χώρας έφτασαν τον αριθμό αυτών που απασχολούνται για να παράγουν εμπορεύσιμη παραγωγή (διάγραμμα) και αν προσθέσουμε τους απασχολουμένους του Δημοσίου, τότε οι λεγόμενοι μη παραγωγικοί καταναλωτές είναι κατά 600 χιλιάδες περισσότεροι από αυτούς που παράγουν το σύνολο της εμπορεύσιμης παραγωγής.
Σήμερα, ένας εργαζόμενος του παραγωγικού τομέα εκτός από την αμοιβή του πρέπει να παράγει και ένα πλεόνασμα που ένα μέρος του θα αποτελέσει κέρδος για την επιχείρηση και το υπόλοιπο, μέσω φόρων και εισφορών, προορίζεται για το εισόδημα των εργαζομένων στο Δημόσιο και των συνταξιούχων. Δηλαδή, εκτός από τον εαυτό του, έχει να θρέψει και πάνω από έναν από αυτούς.
Γεννάται λοιπόν το ερώτημα πόσο χαμηλότερες πρέπει να είναι οι αμοιβές όσων απασχολούνται στον παραγωγικό τομέα για να παραχθεί κάποιο πλεόνασμα-κέρδη. Διότι στο ανταγωνιστικό περιβάλλον της ενιαίας αγοράς, οι επιχειρήσεις δύσκολα μπορούν να μετακυλήσουν τα αυξημένα κόστη στις τιμές χωρίς να χάσουν μερίδια αγοράς ή να κλείσουν.
Επιπλέον, πόσους περισσότερους φόρους και εισφορές θα πρέπει να πληρώνουν όσοι απασχολούνται στον παραγωγικό τομέα για να θρέψουν τα 3,5 εκατ. μη παραγωγικών καταναλωτών; Πόσο λιγότερο μερίδιο από το σύνολο της εμπορεύσιμης παραγωγής που αυτοί παράγουν θα πρέπει να δικαιούνται; Οταν συνεχώς λιγοστεύουν, πώς και πόσο πρέπει να παράγουν, πόση παραγωγικότητα πρέπει να έχουν στους τομείς που εργάζονται για να σηκώσουν αυτό το πολύ μεγάλο πλέον διπλό βάρος, όταν σημαντικός αριθμός τους υποαπασχολείται με μερική απασχόληση ή εργάζεται σε κλάδους χαμηλής παραγωγικότητας;
Προσαρμογή
Με τα διπλά ελλείμματα του παρελθόντος, όταν ζούσαμε πάνω από τις δυνατότητές μας, η διαθέσιμη εμπορεύσιμη παραγωγή, λόγω της μεγαλύτερης παραγωγής και των εξωτερικών ελλειμμάτων ήταν υψηλότερη, ενώ τα εισοδήματα αυτών που προέρχονται από τον δημόσιο τομέα καλύπτονταν κατά ένα μέρος από τα δημόσια ελλείμματα και τα δανεικά. Στους ισοσκελισμένους προϋπολογισμούς όμως πόσο πρέπει να αυξηθεί η μέση φορολογική επιβάρυνση της οικονομίας όταν οι πρωτογενείς δαπάνες της γενικής κυβέρνησης από περίπου 40% του ΑΕΠ ολόκληρη την περίοδο πριν από την κρίση έχει ανέλθει πάνω από το 50% σήμερα;
Η χώρα πλέον δεν έχει καμία άλλη επιλογή από το να προσαρμοστεί σε αυτό που μπορεί και της επιτρέπουν οι παραγωγικές της δυνατότητες, στον βαθμό που τις έχει αξιοποιήσει. Την ικανότητα που αξιοποιεί αυτές τις παραγωγικές της δυνατότητες πρέπει να αναπτύξει. Από αυτές θα δημιουργηθούν στο σημερινό ανταγωνιστικό περιβάλλον οι βιώσιμες, όχι παρασιτικές και κρατικοδίαιτες θέσεις εργασίας.
Ο δημόσιος διάλογος λοιπόν θα πρέπει να επικεντρωθεί στο πώς, σε ποιους κλάδους και με ποια μέτρα θα δημιουργηθούν τέτοιες θέσεις εργασίας. Διότι μόνον όταν η Ελλάδα της παραγωγής και της δημιουργίας, η Ελλάδα που σκέπτεται με τα λόγια του Ξενοφώντα, επανέλθει στο προσκήνιο, μόνο τότε μπορούν να ανοίξουν οι δρόμοι για την επίλυση του οικονομικού μας προβλήματος και την επιστροφή σε βιώσιμους ρυθμούς ανάπτυξης. Ολες οι σημερινές κραυγές των εμπόρων ελπίδας του πολύχρωμου λαϊκισμού, με ίδια βάση και κοινή φιλοσοφία τον κρατικό παρασιτισμό, οδηγούν με βεβαιότητα στη ραγδαία επιδείνωση και σε ερείπια τύπου Αργεντινής.
ΕΝΤΥΠΗ ΕΚΔΟΣΗ