Στα χρόνια της μεγάλης ύφεσης που ακολούθησε την κρίση του 1929 στην Αμερική, αναπτύχθηκαν ξεχωριστοί ιδεολογικοί και πολιτικοί αγώνες για το δέον γενέσθαι, για τα μέτρα και τις πολιτικές που θα φρέναραν την βύθιση της οικονομίας και θα έφερναν την ανάκαμψη.
Οι συντηρητικοί της Αμερικής με επικεφαλής τον Πρόεδρο Εντγκαρ Χούβερ, που είχε εκλεγεί το 1928 λίγους μήνες πριν το μεγάλο κραχ με 58%, επέμειναν στη γραμμή του ισοσκελισμένου προϋπολογισμού, ήθελαν απόλυτο έλεγχο των ελλειμμάτων του προϋπολογισμού, δεν αποδέχονταν καν τα ελάχιστα για την ανακούφιση των ανέργων, που ξεροστάλιαζαν εξαθλιωμένοι στις ουρές των συσσιτίων και προέκριναν μόνο λίγους πόρους για κάποια δημόσια έργα, όπως το περιβόητο φράγμα που έφερε το όνομα του Προέδρου.
Ο Χούβερ, μηχανικός ορυχείων στο επάγγελμα, είχε ηγηθεί του «κινήματος της αποδοτικότητας» στο κράτος και στις επιχειρήσεις, υποστήριζε ένα σχήμα πολιτικών αντίστοιχων των σημερινών ευρωπαϊκών, που ήθελαν τον έλεγχο της σπατάλης του κράτους και την ανταγωνιστικότητα του ιδιωτικού τομέα ως τα αντίδοτα της μεγάλης ύφεσης.
Είχε δώσει μάλιστα θεολογικά χαρακτηριστικά στην πολιτική του, η σκληρότητά του ήταν χαρακτηριστική, αλλά το «κίνημα αποδοτικότητας» τον πρόδωσε, ελάχιστα απέδωσε, την ύφεση δεν κατάφερε να αμβλύνει.
Στην τετραετία 1928 – 1932 η σύγκρουση με τους Δημοκρατικούς έλαβε μυθικές διαστάσεις, με τη συμμετοχή διανοητών και οικονομολόγων απ’ όλο τον κόσμο, όπως ο Τζων Μέυναρντ Κέινς.
Οι επιστολές που αντάλλαξε τότε ο βρετανός οικονομολόγος με τον κυβερνήτη της Νέας Υόρκης Φραγκλίνο Ρούσβελτ έχουν μείνει στην Ιστορία, καθώς αντέκρουαν με πολύ συστηματικό τρόπο τη γραμμή του ισοσκελισμένου προϋπολογισμού σε εποχές ύφεσης και προέκριναν πολιτικές ενίσχυσης της απασχόλησης μέσω ενός εκτεταμένου προγράμματος δημοσίων έργων.
Και ιδιαιτέρως γιατί εξηγούσαν ότι κρισιμότερο όλων σε εκείνη τη συγκυρία ήταν να έχουν οι πολίτες απασχόληση και εισόδημα, χωρίς το οποίο δεν μπορούσαν να αντιστραφούν οι συνθήκες συνεχούς οικονομικής υποχώρησης.
Στις εκλογές του 1932 ο Ρούσβελτ κέρδισε τον Χούβερ και από το 1933 έθεσε σε εφαρμογή ένα ευρύτατο σχέδιο ενίσχυσης της απασχόλησης μέσω ενός διευρυμένου κύκλου δημοσίων έργων και μιας νέας κοινωνικής συμφωνίας μεταξύ εργαζομένων και επιχειρήσεων.
Ο Τζων Κένεθ Γκαλμπρέιθ γνωστός οικονομολόγος κι αυτός,από τους στενότερους συνεργάτες του Ρούσβελτ, απέδωσε με αριστουργηματικό τρόπο εκείνη την προσπάθεια στο «Ταξίδι στο χρόνο της οικονομίας».
Ωστόσο ο Γκαλμπρέιθ δεν έκρυψε ποτέ ότι και η προσπάθεια του Ρούσβελτ δεν απέδωσε τα αναμενόμενα. Η αμερικανική οικονομία πάλευε για χρόνια με χαμηλούς ρυθμούς ανάπτυξης και όπως χαρακτηριστικά γράφει στο προαναφερόμενο βιβλίο του ότι τελικώς ήταν «η πολεμική οικονομία εκείνη που άλλαξε ριζικά τα πράγματα» και έβγαλε την Αμερική οριστικά από την μεγάλη κρίση.
Από το 1939 και μετά, αρχικά με την προετοιμασία του πολέμου και αργότερα το 1941 με την είσοδο της Αμερικής στον δεύτερο Παγκόσμιο Πόλεμο, όταν όλη βαριά βιομηχανία εκλήθη να καλύψει τις άπειρες ανάγκες του πολέμου, η αμερικανική οικονομία αναγεννήθηκε, απέκτησε δυνάμεις και δυνατότητες, για να κυριαρχήσει αργότερα στα χρόνια της ειρήνης.
Η αμερικανική εμπειρία από τη διαχείριση της μεγάλης αμερικανικής κρίσης αξιοποιήθηκε, αξιοποιείται και συνεχίζει να τροφοδοτεί ιδεολογικοπολιτικές συγκρούσεις για την οικονομία.
Μια εκδοχή τέτοιας σύγκρουσης ζήσαμε στην πρώτη θητεία του Ανδρέα Παπανδρέου μεταξύ 1981 και 1985.
Υιοθέτησε τότε πολιτικές ενεργούς ζήτησης, αύξησε τους μισθούς, τις συντάξεις, τις καταναλωτικές κι επενδυτικές δαπάνες του κράτους, χωρίς όμως να επιτύχει τους επιδιωκόμενους και επιθυμητούς ρυθμούς ανάπτυξης. Η οικονομία παρέμεινε στάσιμη, τα δημόσια ελλείμματα διευρύνθηκαν, το χρέος επίσης και το χειρότερο το ισοζύγιο εξωτερικών πληρωμών εξετράπη με αποτέλεσμα να ξεμείνει η οικονομία από συνάλλαγμα. Στις 2 Ιουνίου του 1985 η χώρα πήγε στις εκλογές με σύνθημα τις «καλύτερες μέρες».
Οι εκλογές κερδήθηκαν από τον Ανδρέα Παπανδρέου, αλλά η κρίση του ισοζυγίου πληρωμών επέβαλε υποτίμηση του νομίσματος και επιβολή τριετούς προγράμματος σταθεροποίησης με στροφή σε πολιτικές λιτότητας, έλεγχο των μισθών, αύξηση της φορολογίας και περιστολή των δαπανών.
Αλλά κι εκείνο το πρόγραμμα διεκόπη πρόωρα για καθαρά πολιτικούς λόγους. Έκτοτε η χώρα πάει από πρόγραμμα σε πρόγραμμα, με περιόδους εντάσεων, περικοπών και διαλείμματα χαλάρωσης και σπατάλης. Μέχρι που το 2009 επήλθε το ελληνικό κραχ και έκτοτε παλεύουμε με τη χίμαιρα της ύφεσης. Το ερώτημα τι κάνουμε από εδώ και πέρα δεν απαντάται εύκολα. Η εκδοχή που παρουσίασε ο κ. Τσίπρας στη Θεσσαλονίκη, μπορεί να αποτελεί βάση συζήτησης και διαλόγου, αλλά δεν εγγυάται μέλλον αναπτυξιακό, μέλλον προόδου.
Ούτε είναι εύκολο να θέσει κανείς σε διακινδύνευση την μέχρι τώρα τετραετή προσπάθεια εξόδου από τη κρίση.
Εκτός και προσβλέπουμε σε πολεμική οικονομία…