Ο υπουργός Οικονομικών κ. Γ. Στουρνάρας επιστρέφει σήμερα Τρίτη από τις Βρυξέλλες στην Αθήνα με ένα τελεσίγραφο στη βαλίτσα του.
Οι ομόλογοί του υπουργοί Οικονομικών τον αντιμετώπισαν με θυμηδία και δεν του άφησαν περιθώρια για υπαναχωρήσεις.
Επέμειναν στην εκπλήρωση όλων των δεσμεύσεων και απαίτησαν συμφωνία και πλήρη προσαρμογή της Αθήνας μέχρι την Κυριακή. Κατά τους υπευθύνους του Eurogroup η δημοσιονομική προσαρμογή δεν αρκεί, οι μεταρρυθμίσεις έχουν κολλήσει, η εργαλειοθήκη του ΟΟΣΑ ήταν, κατ’ αυτούς, δική μας εφεύρεση και τώρα την αρνούμαστε και η ανακεφαλαιοπoίηση των Τραπεζών είναι υποχρεωτική για όλες τις Τράπεζες και τα ποσά των απαιτούμενων κεφαλαίων τελούν υπό την αίρεση της δοκιμασίας που επιφυλάσσει η Ευρωπαϊκή Κεντρική Τράπεζα για όλα τα πιστωτικά ιδρύματα της ευρωζώνης το φθινόπωρο.
Και το τελεσίγραφο που φέρνει μαζί του ο κ Στουρνάρας λέει ή τα συμφωνείτε μέχρι την Κυριακή ή λεφτά δεν έχει.
Η αλήθεια είναι ότι ο κ.Στουρνάρας συμφωνεί μαζί τους, θεωρεί κι εκείνος ότι καθυστερούμε επτά μήνες την ολοκλήρωση της διαπραγμάτευσης, ότι αυτή η κατάσταση είναι μοναδική στις χώρες που εφαρμόζουν πρόγραμμα σταθεροποίησης και πιστεύει κι αυτός ότι μέχρι την Κυριακή πρέπει να συμφωνήσουμε αλλιώς μπαίνουμε σε περιπέτεια.
Έτσι επιστρέφει στην Αθήνα προκειμένου να μεταφέρει στους κ. Αντ. Σαμαρά και Ευ. Βενιζέλο τα τετελεσμένα των Βρυξελλών, ώστε να αναλάβουν την ευθύνη των περαιτέρω κινήσεων.
Αν δεν υπάρξει συμφωνία, αν δεν πακεταριστούν όλα σε ένα νομοσχέδιο και δεν καλυφθούν όλες οι απαιτήσεις των Βρυξελλών η ελληνική κυβέρνηση οφείλει να επιλέξει ότι η Ελλάδα θα ζήσει χωρίς τις δόσεις εταίρων και δανειστών, χωρίς δηλαδή τα 11,9 δισ. ευρώ και θα πρέπει να σχεδιάσει εγκαίρως ένα δεύτερο πλάνο μέτρων και επιλογών ώστε η χώρα να μην βρεθεί αντιμέτωπη για ακόμη μια φορά με τον ευρωπαϊκό τοίχο.
Τούτο απαιτεί εξεύρεση των απαιτούμενων πόρων με ίδια μέσα, με εκδόσεις εντόκων γραμματίων, με προσφυγή στις αγορές, με άρνηση πληρωμών, πιθανώς με υιοθέτηση νέων περιοριστικών μέτρων κ.ο.κ.
Όλα αυτά στις παρούσες προεκλογικές συνθήκες φαντάζουν επισφαλή και ατελέσφορα, πρόκειται για επιλογές υψηλού ρίσκου και πιθανότατα το μόνο που θα κάνουν είναι να κλονίσουν έτι περαιτέρω την ήδη κλονισμένη θέση της χώρας διεθνώς.
Το ερώτημα που τίθεται είναι αν η κυβέρνηση και η πολιτική τάξη αντέχουν τέτοιες υψηλού ρίσκου επιλογές ή θα αναγκασθούν στο τέλος να πιουν για ακόμη μια φορά το πικρό ποτήρι της ικανοποίησης των απαιτήσεων εταίρων και δανειστών, αναλαμβάνοντας και το όποιο πρόσθετο πολιτικό κόστος παραμονές των διπλών εκλογών;
Κατά τα φαινόμενα η Αθήνα δεν είναι προετοιμασμένη για τέτοιου τύπου σύγκρουση και μάλλον οδεύουμε προς ένα δραματικό πενθήμερο διαβουλεύσεων, οι οποίες θα καταλήξουν σε μια ακόμη ετεροβαρή συμφωνία, μεταφέροντας ακόμη μεγαλύτερα βάρη στα κυβερνητικά κόμματα, με ότι αυτό συνεπάγεται για τη συνέχεια.