Τα πολιτικά και δημοσιογραφικά κείμενα βρίθουν εμφατικών στερεοτύπων που προσδίδουν (υποτίθεται…) έναν έντονο ως δραματικό χαρακτήρα στις διατυπούμενες έννοιες, αναλύσεις και συμπεράσματα. Οταν, ωστόσο, στα κείμενα υπάρχουν αριθμοί, τότε τα πολλά λόγια είναι φτώχεια. Στην περίπτωση του περίφημου πορίσματος των ευρωελεγκτών η φτώχεια είναι οι… αριθμοί.
Τέσσερις είναι οι κοινωνικοί δείκτες που ερεύνησαν και ανέλυσαν οι ελεγκτές του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου για να αποφανθούν ότι οι τέσσερις χώρες των μνημονίων (Ελλάδα, Πορτογαλία, Ιρλανδία και Κύπρος) σφαγιάστηκαν από τους «χασάπηδες της τρόικας» και σαρώθηκαν από «κοινωνικό τσουνάμι»: το ποσοστό απασχόλησης στις χώρες αυτές, ο κίνδυνος διολίσθησης του πληθυσμού στη φτώχεια ή στον κοινωνικό αποκλεισμό, το ποσοστό των νέων που εγκαταλείπουν το σχολείο ή τη μαθητεία (Stage) και το ποσοστό των πολιτών από 30 ως 34 ετών που διαθέτουν πτυχίο τριτοβάθμιας εκπαίδευσης.
Σε ό,τι αφορά την Ελλάδα το ποσοστό των συμμετεχόντων στην παραγωγική διαδικασία το 2007 ήταν 65,7%. Το 2009 ήταν 65,8%, το 2011 κατακρημνίστηκε στο 55,3% και το 2013 στο 53,5%. Στην Πορτογαλία το ποσοστό των εργαζομένων έπεσε από το 72,6% το 2007 στο 65,3% το 2013, στην Ιρλανδία από το 73,8% έπεσε επίσης στο 65,3% και στην Κύπρο από το 76,8% έπεσε στο 67,3%. Στην ΕΕ συνολικά το ποσοστό απασχόλησης ήταν 70% το 2007 και μειώθηκε σταδιακά στο 68,5% πέρυσι.
Το κριτήριο της απασχόλησης περιλαμβάνει τρία επί μέρους κριτήρια: την απασχόληση των ανδρών, των γυναικών και των νέων ως 24 ετών. Τα στοιχεία καταγράφουν τη δραματική επιδείνωση της αγοράς εργασίας στις χώρες του Μνημονίου σε ό,τι αφορά κυρίως τις γυναίκες και τους νέους –ειδικότερα στην Ελλάδα μόνο το 11,6% των νέων εργάζονταν πέρυσι, το ένα τρίτο του μέσου ευρωπαϊκού όρου.
Σε ό,τι αφορά το κριτήριο της απασχόλησης θα πρέπει να κάνει κανείς και μια γενικότερη παρατήρηση που αποκαλύπτει τη «γύμνια» της ελληνικής αγοράς εργασίας και προ κρίσεως. Διότι το αίσιον και ευτυχές 2007 στην παραγωγή βρισκόταν μόλις το 65,7% του ελληνικού πληθυσμού. Πρόκειται ουσιαστικά για το ποσοστό στο οποίο πέντε χρόνια κρίσης και μνημονίων συρρίκνωσαν την απασχόληση στην Πορτογαλία και στην Ιρλανδία (65,3%). Στην Κύπρο το Μνημόνιο, το «κούρεμα» των καταθέσεων και η απόλυτη καταστροφή του τραπεζικού τομέα συρρίκνωσαν το ποσοστό απασχόλησης του πληθυσμού στο 67,3%, μία μονάδα κάτω από τον ευρωπαϊκό μέσο όρο (68,5%).
Επιπλέον ένα ενδιαφέρον στοιχείο της έρευνας που αποκαλύπτεται είναι ότι στην Κύπρο πέρυσι απασχολούνταν το 62,1% των γυναικών (ευρωπαϊκός μέσος όρος 62,7%). Στην Ελλάδα του 2007 μόλις το 58% των γυναικών εργάζονταν. Το ποσοστό αυτό έπεσε στο 43,6% το 2013.


Κατάντησαν… Ελλάδα του 2007

Παρατηρεί κανείς ότι η κρίση χτύπησε την (παγιωμένα) ευάλωτη και αδύναμη αγορά εργασίας και τη γονάτισε. Οι άλλες χώρες έπειτα από πέντε χρόνια κρίσης κατέληξαν στην κατάσταση όπου βρισκόταν η Ελλάδα όταν… ευημερούσε. Ειδικότερα η κυπριακή αγορά εργασίας κατέληξε έπειτα από τόσα δεινά στην κατάσταση στην οποία βρισκόταν η ελληνική όταν τη χτύπησε η κρίση. Φυσικά θα αντέτεινε κανείς ότι στις «κανονικές χώρες» δεν είναι τόσο διαδεδομένη η μαύρη εργασία όσο στην Ελλάδα. Ο συνυπολογισμός όμως μη μετρήσιμων μεγεθών ισοδυναμεί εν προκειμένω με κυνήγι μαγισσών.
Σε ό,τι αφορά το κριτήριο του κινδύνου που διατρέχει ο πληθυσμός να διολισθήσει στη φτώχεια και στον κοινωνικό εξοπλισμό, αίσθηση προκαλεί το γεγονός ότι, ενώ το ποσοστό όσων απειλούνται με φτωχοποίηση αυξήθηκε κατά 23,9% στην Ελλάδα, κατά 30% στην Ιρλανδία και κατά 20% στην Κύπρο, στην Πορτογαλία αυξήθηκε μόλις κατά… 0,45% (τα στοιχεία της έρευνας του Ευρωκοινοβουλίου αναφέρονται σε απόλυτους αριθμούς από το 2007 ως το 2012).
Αναλύοντας τα ευρήματα της έρευνας στα κριτήρια 3 και 4 που αφορούν την εκπαίδευση, θα πρέπει να σημειώσει κανείς ότι εξαιτίας της συρρίκνωσης της αγοράς εργασίας και των αυξανόμενων δυσκολιών για να βρει κανείς δουλειά πολλοί νέοι αποφάσισαν να παρατείνουν την εκπαίδευσή τους και την περίοδο άσκησης και μαθητείας τους.
Βεβαίως το δεύτερο δεν είναι πάντοτε εφικτό επειδή, σε αντίθεση με την Ελλάδα που μπορεί κανείς να απασχολείται σε κάποια επιχείρηση δίχως να πληρώνεται επί… χρόνια ολόκληρα (και να αισθάνεται και τυχερός που περνά την ώρα του δημιουργικά…), στις άλλες χώρες οι stagiaires πληρώνονται με μισθό ελάχιστα χαμηλότερο από τον βασικό και οι εργοδότες υποχρεούνται έπειτα από κάποιο εύλογο χρονικό διάστημα (εξαμήνου ή οκταμήνου συνήθως) είτε να προσλάβουν τον μαθητεύσαντα είτε να τον διώξουν. Εν πάση περιπτώσει, στην προ κρίσεως Ελλάδα το 14,6% των σπουδαστών και των μαθητευομένων εγκατέλειπαν τις σπουδές και τα Stages τους. Το 2012 το ποσοστό αυτό υποχώρησε στο 11,4%. Ωσαύτως τα αντίστοιχα ποσοστά στην Πορτογαλία είναι 36,9% και 20,8%, στην Ιρλανδία 11,6% και 9,7% και στην Κύπρο 12,5% και 11,4%.
Η λόγω αδυναμίας έναρξης του εργασιακού βίου παράταση του σπουδαστικού είχε επίσης ως αποτέλεσμα να αυξηθεί το ποσοστό των πτυχιούχων τριτοβάθμιας εκπαίδευσης στην Ελλάδα από το 26,2% στο 30,9% (μιλάμε για τις ηλικίες 30 ως 34 έτη) τα χρόνια της κρίσης.
Η αύξηση είναι ακόμη μεγαλύτερη στην Πορτογαλία (από το 19,8% στο 27,2%) και στην Ιρλανδία (από το 43,3% στο 51,1%) αλλά όχι στην Κύπρο (από το 46,2% στο 49,9%). Παρεμπιπτόντως, το τέταρτο κριτήριο καταρρίπτει τον μύθο της υπερπληθώρας πτυχιούχων νέων στην Ελλάδα.

Δημοσιεύτηκε στο Helios Plus στις 14 Φεβρουαρίου 2014

HeliosPlus