Από τη μια πλευρά οι εξαγορές των θυγατρικών των πολυεθνικών στην Ελλάδα, από την άλλη το κόστος συντήρησης μιας εταιρείας στο χρηματιστήριο στα χρόνια της κρίσης, σε συνάρτηση με την κατάρρευση των τιμών που διευκόλυνε τους βασικούς μετόχους να βγάλουν τις μετοχές τους από το ΧΑ με μικρό κόστος, οδήγησαν μετά το 2000 σε ένα «κύμα φυγής» των εισηγμένων από το Χρηματιστήριο της Αθήνας, καθώς 189 εταιρείες αποχώρησαν, ενώ άλλες 37 βρίσκονται ήδη στον προθάλαμο της εξόδου, καθώς η διαπραγμάτευση των μετοχών τους έχει ανασταλεί από τις Αρχές.
Σύμφωνα με τα στοιχεία του ΧΑ, από το 1997, συνολικά 202 εταιρείες εγκατέλειψαν την ελληνική αγορά, εκ των οποίων 11 λόγω απορρόφησης από μη εισηγμένη και διαγραφή λόγω δημόσιας πρότασης, 97 λόγω απορρόφησης από άλλη εισηγμένη με τελική κατάληξη τη διαγραφή, 29 ύστερα από απόφαση του βασικού μετόχου, μία λόγω χαμηλής παραγωγικής δραστηριότητας και 64 λόγω οικονομικών προβλημάτων που οδήγησαν σε διαγραφή.
Τη χρονική περίοδο 1998-2000, που σηματοδοτήθηκε από τη χρηματιστηριακή έκρηξη και το ιστορικό ρεκόρ του ΧΑ, εισήχθησαν στο χρηματιστήριο 113 εταιρείες (23 το 1998, 37 το 1999 και 53 το 2000). Τότε ήταν που η τεράστια ζήτηση για μετοχές από μέρους των μικροεπενδυτών οδήγησε τους αναδόχους στη δημιουργία μιας τεράστιας λίστας προς εισαγωγή εταιρειών, πολλές εκ των οποίων ήταν και αμφιβόλου αξίας, ώστε να αποκομίζουν τεράστια κέρδη από προμήθειες.
Αυξημένο κόστος παραμονής
Μάλιστα, πολλές εισαγωγές γίνονταν τότε με πολλαπλασιαστές κερδών ακόμη και πάνω από 40, δηλαδή κάποιος θα αγόραζε την πρώτη ημέρα διαπραγμάτευσης τη μετοχή σε τέτοια τιμή ώστε να πάρει πίσω τα κέρδη του σε 40 χρόνια. Βέβαια, η ζήτηση και η χρηματιστηριακή τρέλα οδηγούσαν έτσι και αλλιώς τις τιμές στη στρατόσφαιρα, καθώς οι μετοχές πολλών εισηγμένων διακινούνταν τότε με πολλαπλασιαστή κερδών στο 900, δηλαδή επένδυε κάποιος για να πάρει πίσω τα κέρδη του σε 900 χρόνια.
Η ύφεση και η κατάρρευση των εταιρικών κερδών τα τελευταία χρόνια πάντως ενέτειναν το «κύμα εξόδου», καθώς αύξησαν το κόστος παραμονής στο ΧΑ, την ώρα μάλιστα που οι εταιρείες δεν μπορούσαν σε μια τέτοια συγκυρία να αντλήσουν φθηνά κεφάλαια, ενώ η μηδενική εμπορευσιμότητα των περισσοτέρων μετοχών, απουσία αγοραστικού ενδιαφέροντος, συνέθετε το θολό τοπίο.
To υψηλό κόστος παραμονής εν μέσω μάλιστα οικονομικής κρίσης και οι αυξημένες υποχρεώσεις που αυτή συνεπάγεται, όπως δημοσιοποίηση οικονομικών στοιχείων, επικοινωνία με τους μετόχους, ενημέρωση του ΧΑ και των μετόχων για οποιαδήποτε επιχειρηματική κίνηση, προμήθειες, ενημερωτικά δελτία, γενικές συνελεύσεις, επιβαρύνουν σημαντικά τις μικρότερες κυρίως εταιρείες.
Την ίδια ώρα, η σημαντική υποχώρηση των τιμών των μετοχών καθιστούσε πιο «φθηνή» την υποβολή δημοσίων προτάσεων και εξαγορών των εταιρειών με όρους μάλιστα πολλές φορές «ληστρικούς», όπως τους χαρακτηρίζουν παράγοντες της αγοράς, για τη μειοψηφία των μετόχων. Παράλληλα, στις εισηγμένες εταιρείες που εξέρχονται του Χρηματιστηρίου θα πρέπει να προστεθούν και οι διαγραφές εισηγμένων από τις Αρχές του ΧΑ, κυρίως λόγω ανυπέρβλητων οικονομικών προβλημάτων που αντιμετωπίζουν.
Ειδική κατηγορία αποτελούν οι εξαγορές των θυγατρικών πολυεθνικών εταιρειών. Οι ρίζες της εξόδου τους από το ΧΑ θα πρέπει να αναζητηθούν λίγο παλαιότερα. Στην κορύφωση της μεγάλης χρηματιστηριακής φούσκας των ελληνικών μετοχών (1999) και εν όσω η αγορά ανέμενε δημόσια πρόταση από την πολυεθνική Unilever για την εισηγμένη θυγατρική της στο Χρηματιστήριο Αθηνών Ελαΐδα, γνωστό λόμπι της Σοφοκλέους ανέβασε (λόγω και της μικρής σχετικά διασποράς της) την τιμή της μετοχής στα ύψη.
Πέρασαν χρόνια, η φούσκα των ελληνικών μετοχών είχε ξεφουσκώσει, όταν και έλαβε τελικά χώρα η αναμενόμενη δημόσια προσφορά (2006), καθώς η πολιτική των ομίλων αυτών είναι να παραμένει η μητρική εταιρεία εισηγμένη στις βασικές αγορές της και να αποχωρούν οι θυγατρικές από τα άλλα χρηματιστήρια. Τα παραδείγματα των Παπαστράτος – Ρhilip Μorris, Vodafone Ρanafon – Vodafone UΚ, Κωτσόβολος – Dixons, Ιnteramerican – Εureko, Παυλίδης – Κraft Foods, Χάλυψ – Ciments Francais, Ρόκας – Iberola, Φοίνιξ – Groupama, ΑΒ Βασιλόπουλος – Delhaize, Δέλτα Παγωτού – Nestle, Credit Agricole – Εμπορική κτλ. στο πρόσφατο παρελθόν είναι ενδεικτικά. Τον δικό τους ρόλο στην έξοδο ορισμένων εισηγμένων, όπως οι Ηyatt (ΒC Ρartners), Νίκας (GCΙ Foods), Νεοχημική (Carlyle Group) κτλ. διαδραμάτισαν και μεγάλα ιδιωτικά επενδυτικά κεφάλαια (private equity).
Σημαντική χρονιά για τις εξαγορές των ελληνικών θυγατρικών των πολυεθνικών και όχι μόνο ήταν το 2006, καθώς τότε ο νέος νόμος για τις δημόσιες προσφορές επιτάχυνε τις εξελίξεις. Ετσι, τη χρονιά εκείνη αποχώρησαν από το ΧΑ 41 εταιρείες για να ακολουθήσουν 18 το 2007 και 13 το 2008.
Φτωχότερη η ελληνική αγορά
Αν και οι αξίες στα χρηματιστήρια μεταβάλλονται ραγδαία, το βέβαιο είναι ότι χωρίς την προσέλκυση σημαντικών νέων εταιρειών που σήμερα βρίσκονται εκτός αγοράς ή χωρίς να μεγαλώσουν άλλες εισηγμένες που σήμερα διαθέτουν περιορισμένη κρίσιμη μάζα για να προσελκύσουν διεθνή κεφάλαια και δεδομένης της φυγής σημαντικών εταιρειών από το ΧΑ που δεν μπορούν να αντικατασταθούν, η περιθωριοποίηση του Χρηματιστηρίου Αθηνών δύσκολα μπορεί να ανακοπεί. Ελαΐς, Παπαστράτος, Ρanafon, Ιnteramerican, ΑΒ Βασιλόπουλος, Γερμανός, Βαρυτίνης, Cosmote, Chipita στην ουσία και η Coca-Cola HBC, αύριο ίσως και το Ιατρικό Κέντρο, αποτελούν παραδείγματα εταιρειών που διά της απουσίας τους καθιστούν φτωχότερη την ελληνική αγορά. Η μετοχική σχέση επίσης σε ορισμένες εταιρείες (π.χ. Ηρακλής – Lafarge) προϊδεάζει για ανάλογες κινήσεις στο μέλλον, ενώ η εξαγορά του ΟΤΕ από την Deutsche Τelekom δεν αποκλείει την πιθανότητα μακροπρόθεσμα το ΧΑ να χάσει μία ακόμη από τις κορυφαίες εταιρείες του.
Θολό το τοπίο της επόμενης ημέρας
Με νέα προϊόντα οι Αρχές προσπαθούν να αναθερμάνουν το ενδιαφέρον και να τονώσουν την εγχώρια αγορά
Καθώς η αιμορραγία των εισηγμένων στο ελληνικό χρηματιστήριο συνεχίζεται, χωρίς την προσέλκυση σημαντικών νέων εταιρειών να διαφαίνεται στον ορίζοντα, με την ευθύνη ίσως και των αναδόχων, οι Αρχές του ΧΑ ευελπιστούν να τονώσουν την εγχώρια αγορά με νέα προϊόντα. Π.χ., αγροτικά προϊόντα όπως το ελαιόλαδο, αλλά αργότερα πιθανώς και άλλα, όπως η ζάχαρη, το σιτάρι, ο χυμός πορτοκαλιού και το εγχώριο κρέας αμνών, δικαιώματα ρύπων, ηλεκτρικής ενέργειας και φυσικού αερίου, scrap κτλ. αναμένεται να διακινούνται στο Χρηματιστήριο Εμπορευμάτων Αθηνών, το οποίο εκτιμάται ότι θα τεθεί σε λειτουργία το 2014, καθώς το θεσμικό πλαίσιο θα έχει ολοκληρωθεί ως το τέλος του έτους.
Με νέα προϊόντα οι Αρχές προσπαθούν να αναθερμάνουν το ενδιαφέρον και να τονώσουν την εγχώρια αγορά
Καθώς η αιμορραγία των εισηγμένων στο ελληνικό χρηματιστήριο συνεχίζεται, χωρίς την προσέλκυση σημαντικών νέων εταιρειών να διαφαίνεται στον ορίζοντα, με την ευθύνη ίσως και των αναδόχων, οι Αρχές του ΧΑ ευελπιστούν να τονώσουν την εγχώρια αγορά με νέα προϊόντα. Π.χ., αγροτικά προϊόντα όπως το ελαιόλαδο, αλλά αργότερα πιθανώς και άλλα, όπως η ζάχαρη, το σιτάρι, ο χυμός πορτοκαλιού και το εγχώριο κρέας αμνών, δικαιώματα ρύπων, ηλεκτρικής ενέργειας και φυσικού αερίου, scrap κτλ. αναμένεται να διακινούνται στο Χρηματιστήριο Εμπορευμάτων Αθηνών, το οποίο εκτιμάται ότι θα τεθεί σε λειτουργία το 2014, καθώς το θεσμικό πλαίσιο θα έχει ολοκληρωθεί ως το τέλος του έτους.
Παράλληλα η εισαγωγή στην ελληνική αγορά επενδυτικών σχημάτων διαπραγματευόμενων σε χρηματιστήρια (listed investment funds) θα μπορούσε να διαμορφώσει ένα περιβάλλον μεταφοράς επενδυτικών πόρων στον παραγωγικό ιστό της Ελλάδας. Χαρακτηριστικό τους είναι ότι δεν επενδύουν αποκλειστικά ή κυρίως σε εισηγμένες εταιρείες αλλά σε μη εισηγμένες και για την ακρίβεια συμβάλλουν στην ταχύτερη «ωρίμανση» των μη εισηγμένων εταιρειών προσφέροντάς τους άμεση χρηματοδότηση και επιτρέποντάς τους να αποκτήσουν τα απαραίτητα μεγέθη για να προσεγγίσουν τις αγορές συντομότερα.
Τα funds που επενδύουν και σε μη εισηγμένες εταιρείες είναι εργαλεία που ταιριάζουν σε μακροπρόθεσμους επενδυτές. Επιτρέπουν την πρόσβαση σε μη άμεσα ρευστοποιήσιμα περιουσιακά στοιχεία προσφέροντας την ευκαιρία να συγκεντρώσουν κεφάλαια αλλά και να διασπείρουν τον επενδυτικό κίνδυνο μαζί με άλλους επενδυτές. Μέσω της εισαγωγής τους στο Χρηματιστήριο Αθηνών ενισχύεται μάλιστα η διαφάνεια, ενώ το ελληνικό μοντέλο βασίζεται στη δημιουργία μιας «βεντάλιας» τεσσάρων εναλλακτικών, με την προσφορά μέσω επαγγελματιών διαχειριστών διαφοροποιημένου προφίλ προϊόντων συλλογικών επενδύσεων (ΑΕΕΧ, ΑΚΕΣ, ΕΚΕΣ, ΑΕΕΑΠ).
Η ιστορία ωστόσο δεν είναι καλός οιωνός. Π.χ., οι Αρχές του ΧΑ έχουν ολοκληρώσει εδώ και καιρό το θεσμικό πλαίσιο για τη διπλή εισαγωγή των ναυτιλιακών εταιρειών που είναι π.χ. εισηγμένες στη Νέα Υόρκη, στο Λονδίνο και στο ΧΑ.
Ωστόσο, παρά το γεγονός ότι π.χ. στην αμερικανική αγορά πολλές ελληνικές ναυτιλιακές δεν καταφέρνουν να προσελκύσουν το επενδυτικό ενδιαφέρον και βρίσκονται στα αζήτητα των επενδυτών, εν τούτοις οι έλληνες εφοπλιστές μέχρι στιγμής δεν έδειξαν σημαντικό ενδιαφέρον να εισαγάγουν τις μετοχές τους και στο ΧΑ. Οπως είπε κάποτε κορυφαίος εφοπλιστής, «θέλω να πάω στο χωριό μου στο νησί και κανείς να μη μου πει πως έχασε αγοράζοντας τις μετοχές μου»…
ΕΝΤΥΠΗ ΕΚΔΟΣΗ