Η καγκελάριος Άνγκελα Μέρκελ μετέφερε στην γερμανική και την ευρωπαϊκή συζήτηση την εικόνα της σουηβής νοικοκυράς (σ.σ.: η Σουηβία είναι μια περιοχή στο κρατίδιο Βάδη-Βυρτεμβέργη, που φημίζεται για τα σκληρά οικονομικά της ήθη). Η φράση-κλειδί «σε βάθος χρόνου κανείς δεν μπορεί να ζει πάνω από τις δυνατότητές του» κατέστη η κατευθυντήριος γραμμή του φιλόδοξου προγράμματος λιτότητας, το οποίο η Ελλάδα καλείται να υλοποιήσει από το 2010 και μετά. Σε αυτό το πλαίσιο έχει εξαφανιστεί κάθε συζήτηση για την βιωσιμότητα ή την κοινωνική δικαιοσύνη. Το πρόγραμμα μεταρρυθμίσεων, το οποίο κατά βάση έχει το δυναμικό να προωθήσει την ανανέωση της Ελλάδας, κινδυνεύει να αποτύχει ήδη μέσα στο φθινόπωρο.
Τα αποτελέσματα μετά από τρία χρόνια πολιτικής λιτότητας είναι ανάμεικτα. Ο ελληνικός προϋπολογισμός μέσω των μεγάλων περικοπών στις δημόσιες δαπάνες πλησιάζει μεν τα σουηβικά στάνταρτ. Φέτος μάλιστα αναμένεται και πλεόνασμα. Η Αθήνα μείωσε τις δαπάνες της από 112 δις ευρώ το 2009 σε 96 δις το 2012, με μέτρα όπως η μείωση των δημοσίων υπαλλήλων κατά περισσότερο από 100.000. Η άλλη πλευρά του νομίσματος είναι η δραματική εξέλιξη της κατάστασης της ελληνικής κοινωνίας. Πολλοί άνθρωποι είναι φτωχοί ή κινδυνεύουν να πέσουν κάτω από τα όρια της φτώχειας εξαιτίας των περικοπών στους μισθούς και των φορολογικών επιβαρύνσεων. Η ανεργία έχει φτάσει στο 27% και τα επιδόματα ανεργίας πληρώνονται μόνον για 12 μήνες. Μετά από το διάστημα αυτό οι άνεργοι έχουν μόνον να ελπίζουν στην βοήθεια της οικογένειας και φίλων ή στο φιλανθρωπικό έργο των δήμων και της Εκκλησίας. Τα νοσοκομεία και τα σχολεία λειτουργούν υπό το κράτος της λιτότητας και δεν μπορούν να προμηθεύονται τα αναγκαία. Οι μακροχρόνια άνεργοι χάνουν την ασφάλισή τους και είναι αναγκασμένοι να στραφούν σε οργανώσεις όπως «οι Γιατροί του Κόσμου». Ταυτοχρόνως η φοροδιαφυγή ανθεί όπως και στις παλιές καλές εποχές, την ώρα που πολλές λίστες με ονόματα πελατών στις ελβετικές ή τις λουξεμβουργιανές τράπεζες παραμένουν ανεκμετάλλευτες στα ελληνικά υπουργεία.
Το πρόγραμμα μεταρρυθμίσεων με τις περικοπές και τις αυξήσεις στην φορολογία έχει πλήξει μονόπλευρα τους εργαζομένους της μεσαίας τάξης. Η μείωση των εισοδημάτων κατά το 1/3, σε συνδυασμό με την υψηλή ανεργία και την πολιτική ριζοσπαστικοποίηση προκαλεί ένα εκρηκτικό κοινωνικό μείγμα.
Είναι ακατανόητο το γιατί η τρόικα, η οποία τα γνωρίζει όλα αυτά, επιμένει στην απόλυση ενός μικρού αριθμού δημοσίων υπαλλήλων. Αυτό είναι και το βασικό σημείο της αντιπαράθεσης με την ελληνική κυβέρνηση, η οποία μάλιστα οδήγησε στην καθυστέρηση της εκταμίευσης της τελευταίας δόσης, καθώς έλειπαν περί τα 80 ονόματα στην λίστα όσων επρόκειτο να απολυθούν. Αυτό είναι νερό στον μύλο της αντιπολίτευσης, η οποία φωνάζει εναντίον του υπαγορευόμενου προγράμματος μαζικών απολύσεων και ζητά την διεξαγωγή εκλογών. Στο σημείο αυτό η τρόικα φαίνεται να λειτουργεί όπως ο σουηβός επιστάτης, ο οποίος ελέγχει την καθαριότητα των κοινόχρηστών χώρων στην διάρκεια της «εβδομάδας της καθαριότητας». Ελέγχει σκαλί-σκαλί, αναζητώντας κόκκους σκόνης. Ειδικά η απόλυση των δημοσίων υπαλλήλων μοιάζει με το σκουπιδάκι που επίτηδες έχει τοποθετήσει σε επιλεγμένο σημείο ο επιστάτης, προκειμένου να ελέγξει αν οι ένοικοι έχουν ανταποκριθεί στις υποχρεώσεις τους.
Έτσι, παραβλέπεται το ότι το ελληνικό πρόγραμμα στηρίζεται σε πήλινα πόδια. Τα δύο κυβερνητικά κόμματα βρίσκονται υπό πίεση, προκειμένου να παρουσιάσουν σε σύντομο χρονικό διάστημα μετρήσιμα αποτελέσματα. Τα θετικά δημοσιονομικά στοιχεία δεν αρκούν, θα πρέπει να υπάρξει και μία αισθητή βελτίωση της κατάστασης για τους πολίτες. Ταυτοχρόνως το χρέος βρίσκεται σε ιλιγγιώδη ύψη. Στο βαθμό που η ελληνική οικονομία συρρικνώνεται, παραμένει αβέβαιο το πώς η Αθήνα θα καταφέρει να το αποπληρώσει. Γι’ αυτό και στον ελληνικό Τύπο επαναλαμβάνεται η ελπίδα για μία δεύτερη αναδιάρθρωση του ελληνικού χρέους μετά από τις εκλογές στην Γερμανία. Όταν όμως τον Οκτώβριο καταστεί σαφές ότι δεν θα υπάρξει στο ορατό μέλλον μία εκ νέου αναδιάρθρωση του χρέους και ότι η κυβέρνηση θα αναγκαστεί να συνεχίσει την τωρινή πολιτική των απολύσεων και της λιτότητας, είναι πιθανόν να καταρρεύσει το πολιτικό θεμέλιο των μεταρρυθμίσεων. Το αποτέλεσμα θα ήταν η διεξαγωγή νέων εκλογών με πιθανό νικητή το αριστερό ριζοσπαστικό κόμμα ΣΥΡΙΖΑ. Πρωθυπουργός σε αυτήν την περίπτωση θα γινόταν ο Αλέξης Τσίπρας, ο οποίος απαιτεί να σταματήσει η Αθήνα να πληρώνει τόκους και να παραιτηθεί μονομερώς της αποπληρωμής του χρέους. Η τωρινή πολιτική των διασωστών μπορεί να έχει ως αποτέλεσμα να του δοθεί η δυνατότητα να χρησιμοποιήσει το δημοσιονομικό πλεόνασμα για την λήψη μέτρων κοινωνικής ευαισθησίας και την αύξηση των φόρων για τους πλουσίους. Επιπλέον, θα μπορούσε να εμφανιστεί αμετακίνητος έναντι της τρόικα και να παραιτηθεί πραγματικά από την αποπληρωμή των δανείων και την διαπραγμάτευση καλύτερων όρων για την Ελλάδα. Οι συνέπειες για τις χρηματαγορές και τους προϋπολογισμούς των δανειστών θα ήταν σε αυτήν την περίπτωση απρόβλεπτες.
Γι’ αυτό θα πρέπει από το Βερολίνο και τις Βρυξέλλες να δοθεί ένα άλλο πολιτικό μήνυμα, το οποίο να κληθεί η τρόικα να εφαρμόσει. Δεν αρκούν μόνον οι εκ του μακρόθεν διαμαρτυρίες για τις θυσίες των συνταξιούχων, την ώρα που από την Αθήνα ζητούνται απολύσεις. Η πίεση προς την ελληνική κυβέρνηση πρέπει να διατηρηθεί, αλλά πρωταρχικός στόχος πρέπει να είναι η πιο σκληρή αντιμετώπιση της φοροδιαφυγής και όσων μετέφεραν τα χρήματά τους στο εξωτερικό. Με τον ίδιο τρόπο που μέχρι τώρα επιβλήθηκαν μεταρρυθμίσεις, θα πρέπει να ασκηθεί πίεση και σε εκείνα τα κομμάτια της ελληνικής κοινωνίας, τα οποία πρόσφατα με αισχρό τρόπο γιόρτασαν στην Μύκονο και χλεύασαν τον Βόλφγκανγκ Σόιμπλε. Αυτές οι κινήσεις θα ήταν πολύ πιο κοντά στο πρότυπο της σουηβής νοικοκυράς, η οποία μουρμουρίζει μεν διαρκώς, αλλά έχει πολύ οξυμένο αίσθημα δικαιοσύνης.