Οκτώ χαρακτηριστικά του κυπριακού τραπεζικού συστήματος οδήγησαν στις ζημίες – μαμούθ στα δανειστικά χαρτοφυλάκια των εμπορικών τραπεζών, σύμφωνα με την προκαταρκτική έκθεση του αμερικανικού οίκου Pimco, στον οποίο ανέθεσε η Κεντρική Τράπεζα Κύπρου να κάνει διαγνωστικό έλεγχο.

Προσχέδιο της έκθεσης, με ημερομηνία Μάρτιος 2013, περιγράφει με λεπτομέρεια τις ιδιαιτερότητες του κυπριακού τραπεζικού συστήματος και τις παραμέτρους, που εξηγούν τις τεράστιες κεφαλαιακές απώλειες οι οποίες οδήγησαν τελικά τις δύο μεγάλες τράπεζες σε διαδικασία εξυγίανσης.

«Το κυπριακό τραπεζικό σύστημα και οι πιστωτικές πρακτικές των οργανισμών που συμμετείχαν στο «due diligence» (διαγνωστικό έλεγχο) χαρακτηρίζεται από αριθμό ιδιοσυγκρασιακών χαρακτηριστικών που διαφοροποιούν την Κύπρο από άλλα διεθνή τραπεζικά συστήματα», αναφέρεται στην έκθεση, στην οποία καταγράφονται οι κεφαλαιακές ανάγκες των τραπεζών μέχρι τον Ιούνιο του 2015, και καλύπτονται η Τράπεζα Κύπρου, η Λαϊκή, η Ελληνική, η Eurobank, η Alpha και αντιπροσωπευτικό δείγμα των συνεργατικών τραπεζών.

Οι συνολικές ανάγκες που καταγράφονται στην έκθεση φθάνουν τα 6 δισ. ευρώ με το βασικό σενάριο, και 8,9 δισ. ευρώ με το ακραίο σενάριο, χωρίς να περιλαμβάνεται η στήριξη 1,8 δισ. ευρώ που δόθηκε στη Λαϊκή και τα συνεργατικά πιστωτικά ιδρύματα.

Το βασικό σενάριο στηρίζεται σε μακροοικονομική εκτίμηση για συσσωρευμένη συρρίκνωση της οικονομίας ύψους 2,8% την περίοδο 2012-2015 και το ακραίο σενάριο σε εκτίμηση για συσσωρευμένη συρρίκνωση 7,3%. Στηρίζεται επίσης σε πρόβλεψη για συσσωρευμένη αύξηση της ανεργίας κατά 1% με το βασικό σενάριο και κατά 2,5% με το ακραίο.

Στην ίδια έκθεση καταγράφονται επίσης με αρκετή λεπτομέρεια τα ιδιαίτερα χαρακτηριστικά και τα προβλήματα που εντόπισε η Pimco στο κυπριακό τραπεζικό σύστημα μέσω του duediligence που πραγματοποίησε.

Δανεισμός στη βάση εξασφαλίσεων

Ένα χαρακτηριστικό που καταγράφεται σε αρκετά σημεία της έκθεσης είναι ο δανεισμός στη βάση εξασφαλίσεων, αντί στη βάση της ικανότητας αποπληρωμής.

«Ένα βασικό χαρακτηριστικό του κυπριακού τραπεζικού συστήματος είναι η πρακτική της επιδίωξης δανεισμού βασισμένου στα στοιχεία ενεργητικού, που σημαίνει μεγάλη εξάρτηση στην εξασφάλιση του δανείου, συνήθως με λιγότερη έμφαση στην ικανότητα του δανειζόμενου να εξυπηρετήσει το δάνειο», επισημαίνεται και προστίθεται πως επειδή διαχρονικά οι τιμές των ακινήτων ανέβαιναν, αυτό δεν δημιουργούσε προβλήματα, αλλά αυτό άλλαξε με την κατάρρευση της αγοράς ακινήτων.

Ο οίκος Pimco αναφέρεται στη μακρά περίοδο που χρειάζεται για εκποίηση ακινήτων. Η όλη διαδικασία μπορεί να χρειαστεί μεταξύ 10 με 12 χρόνια, αναφέρει. Γι’ αυτό το λόγο οι κυπριακές τράπεζες σπάνια χειρίζονται προβληματικά δάνεια με την εκποίηση ακινήτων, και αντί αυτού, προσπαθούν να λάβουν επιπρόσθετες εξασφαλίσεις.

Η ίδια η νομοθεσία για δάνεια είναι προβληματική, σημειώνεται στην έκθεση, γιατί δεν επιτρέπει στις τράπεζες να αποκτήσουν κυριότητα του δανείου, αλλά μόνο να το πωλήσουν. Αυτό σημαίνει ότι οι τράπεζες δεν ελέγχουν τη χρονική στιγμή της πώλησης ακινήτου στην αγορά.

Ως αποτέλεσμα των πιο πάνω οι πιστωτές δεν έχουν κίνητρο για να λάβουν νομικά μέτρα κατά του δανειζόμενου και οι δανειζόμενοι δεν αντιμετωπίζουν τις άμεσες συνέπειες της αδυναμίας εξυπηρέτησης του δανείου, με αποτέλεσμα να δανείζονται απερίσκεπτα.

Ένα τρίτο χαρακτηριστικό που εντοπίζει η Pimco είναι ότι υπάρχει μεγάλος βαθμός εξασφαλίσεων για διαφορετικά δάνεια. Είτε πολλά ακίνητα εξασφαλίζουν ένα δάνειο, είτε ένα ακίνητο πολλά δάνεια ή -ακόμα πιο περίπλοκο- πολλά ακίνητα εξασφαλίζουν πολλά δάνεια. Αυτό συνεπάγεται μεγάλη δυσκολία στον υπολογισμό των απωλειών, και η Pimco δημιούργησε δικό της αλγόριθμο για να χειριστεί πολλές τέτοιες περιπτώσεις.

«Η μεθοδολογία για προβλέψεις είναι βασικό σημείο που διαφοροποιεί τις κυπριακές τράπεζες και άλλες ευρωπαϊκές τράπεζες», σημειώνει στην έκθεσή της η Pimco, υποστηρίζοντας ότι η μεθοδολογία δεν καλύπτει για ζημιές στις οικονομικές καταστάσεις, όπως σε άλλες μεθοδολογίες.

Υπάρχουν δύο διαφορετικά σημεία που θίγει η Pimco.

Σε αντίθεση με την πρακτική στο εξωτερικό, οι κυπριακές τράπεζες δεν υπολογίζουν την καθαρή παρούσα αξία των μελλοντικών ταμειακών ροών ενός προβληματικού δανείου. Επίσης, δεν υπολογίζουν όλη την αξία ενός δανείου που δεν εξυπηρετείται στα NPLs αλλά μόνο το μέρος της αξίας που δεν καλύπτεται από εξασφάλιση.

Λόγω του υψηλού μεγέθους του δανεισμού με εξασφαλίσεις στην Κύπρο και λόγω των υπερεκτιμημένων αξιών των εξασφαλίσεων, πολλά δάνεια που δεν εξυπηρετούνται εδώ και καιρό δεν υπολογίζοναι στο απόθεμα των μη εξυπηρετούμενων δανείων.

Η Pimco εντοπίζει επίσης ότι οι αλλαγές στους όρους ενός δανείου είναι συνηθισμένο φαινόμενο και καθηγούνται πολλές φορές «από σχέσεις», αντί στην ικανότητα του δανειζόμενου να αποπληρώσει το δάνειο.

Ένα από τα πιο ενδιαφέροντα ευρήματα της Pimco, που αναμένεται να προκαλέσει συζήτηση, είναι ότι οι κυπριακές τράπεζες αναγνωρίζουν στα εισοδήματά τους σημαντικά ποσά τόκων που δεν καταβάλλονται. Αν και γίνεται με βάση τα λογιστικά πρότυπα, «το ποσό τού μη καταβεβλημένου τόκου στα πρόσφατα εισοδήματα των τραπεζών είναι ασυνήθιστα υψηλό».

Η Pimco σημειώνει ότι γύρω στο 20% των επιτοκιακών εσόδων που περιλαμβάνουν στις οικονομικές τους καταστάσεις οι τράπεζες είναι μη καταβεβλημένος (non-paid) τόκος, σε σχέση με 7% που ήταν το 2010.

Ένα άλλο χαρακτηριστικό που σημειώνει η Pimco, το οποίο αναμένεται να διαφοροποιηθεί μετά τις πρόσφατες εξελίξεις, είναι η μεγάλη εξάρτηση των εσόδων των τραπεζών σε χρηματοοικονομικές συναλλαγές ξένων εταιρειών. «Αυτό είναι σημαντικό σταθεροποιητικό στοιχείο για τις κυπριακές τράπεζες στο βασικό και στο ακραίο σενάριο, καθώς το επίπεδο της εξωτερικής ζήτησης για αυτές τις υπηρεσίες συναλλαγών αναμένεται να παραμείνει υψηλό και μη ευαίσθητο σε μακροοικονομικές συνθήκες».

Η Pimco σημειώνει, τέλος, ότι τα συνεργατικά ιδρύματα δεν έχουν επιθετική πολιτική είσπραξης χρεών, γιατί θεωρούν ότι έχουν κοινωνικό ρόλο. Ως αποτέλεσμα έχει αναπτυχθεί μια κουλτούρα μη πληρωμής από μέλη αυτών των οργανισμών. Ορισμένες φορές υπάρχει περίοδος χάριτος μέχρι και δύο χρόνια στην έναρξη αποπληρωμής ενός δανείου.

Σε κάποιο βαθμό αυτό οφείλεται στο ότι τα Συνεργατικά έχουν συντηρητική πολιτική στην αναλογία δανείου προς αξία του ακινήτου, και επομένως θεωρούν ότι έχουν αρκετή εξασφάλιση.