Την άποψη πως η οικονομική κρίση δεν έχει ακόμη τελειώσει ούτε στην Ευρώπη, ούτε στις ΗΠΑ, εκφράζει σε συνέντευξη της στο γερμανικό Spiegel η Κάρμεν Ράινχαρτ, καθηγήτρια οικονομικών του πανεπιστημίου Χάρβαρντ.
Όσον αφορά στα «βουνά» των δημοσιονομικών χρεών, η Ράινχαρτ θεωρεί πως «κάποια στιγμή θα πρέπει να αντιμετωπίσουμε ριζικά τα χρέη, επειδή αυτά δημιουργούν εμπόδια στην ανάπτυξη κάθε κράτους και παραλύουν την οικονομία. Ενας από τους τρόπους είναι να διαγράψουμε ένα μέρος τους. Ωστόσο, βρισκόμαστε σ’ ένα περιβάλλον όπου οι πολιτικοί εμφανίζονται διστακτικοί να προχωρήσουν σε «κούρεμα» του χρέους, οπότε αυτό που συμβαίνει είναι χρήματα να μεταφέρονται από καταθέτες σε δανειζόμενους. Φυσικά, αυτό έχει ένα αρνητικό αποτέλεσμα: ότι οι μικροκαταθέτες θα πληρώσουν από την τσέπη τους για την κρίση».
Σύμφωνα με την έγκριτη οικονομολόγο, αυτό ακριβώς ονομάζεται «οικονομική καταστολή» (financial repression), μια τακτική η οποία επιτρέπει στα κράτη να χρηματοδοτήσουν το δανεισμό τους μέσω της μεταφοράς του κόστους σε άλλους και εφαρμόστηκε κυρίως σε χρεωμένες χώρες μετα τον Β’ Παγκόσμιο Πόλεμο. «Ωστόσο, σήμερα έχουμε κι άλλα, πιο εξεζητημένα, μέσα για να αντιμετωπίσουμε την ύφεση, όπως, λόγου χάρη, τη νομισματική πολιτική που αποδίδει καρπούς», τονίζει η Ράινχαρτ, προσθέτοντας με νόημα πως «ο καλύτερος τρόπος για να αντιμετωπίσεις ένα χρέος είναι να… μην το αποκτήσεις ποτέ σου. Αλλιώς, μετά πρέπει να προσεύχεσαι για μεγαλύτερη ανάπτυξη, κάτι το οποίο ιστορικά δεν προκύπτει πάντα. Απαιτείται ένας συνδυασμός λιτότητας (ώστε να μην διογκωθεί περαιτέρω το χρέος) και υψηλού πληθωρισμού, που αποτελεί μια πιο διακριτική μορφή φορολογίας».
Στην ερώτηση του γερμανικού περιοδικού αν η λύση είναι οι κεντρικές τράπεζες να ρίχνουν «φθηνό» χρήμα στις αγορές για να τονώσουν τις οικονομίες και να υποστηρίξουν τις κυβερνήσεις, η συντηρητική οικονομολόγος επισημαίνει: «Οι κεντρικές τράπεζες κάθε χώρας σταδιακά χάνουν την ανεξαρτησία τους, ως αποτέλεσμα της οικονομικής ύφεσης. Μετά τον Β’ Παγκόσμιο Πόλεμο, περάσαμε μια φάση όπου οι τράπεζες υπόκεινταν στις εκάστοτε κυβερνήσεις, κάτι το οποίο ίσχυσε μέχρι τη δεκαετία του 1970, οπότε οι τράπεζες άρχισαν να γίνονται πολιτικά πιο ανεξάρτητες. Πλέον το εκκρεμές αυτό ξαναγυρίζει στην κατάσταση της πολιτικής εξάρτησης, κάτι το οποίο συμβαίνει και με την Ευρωπαϊκή Κεντρική Τράπεζα. Και το αποτέλεσμα αυτής της πολιτικής είναι φυσικά ένα: υψηλός πληθωρισμός».
Τέλος, όσον αφορά στον ευρωπαϊκό Νότο, η καθηγήτρια του Χάρβαρντ επισημαίνει: «η Ελλάδα υπέστη αναδιάρθρωση του χρέους της κι αυτό πλέον ανήκει στην ιστορία. Η Ισπανία και η Ιρλανδία συνεχίζουν να τελούν υπό το φόβο της οικονομικής κατάρρευσης και θεωρώ ότι το μεγαλύτερο λάθος των ευρωπαίων οικονομολόγων είναι το ότι δεν τονίζουν ακόμη πιο επιτακτικά την ανάγκη για αναδιαρθρώσεις χρέους και σε αυτές τις δύο χώρες».