Το μείγμα δημοσιονομικής πολιτικής που έχει εφαρμοστεί είναι προς μια κατεύθυνση και αυτό δεν μπορεί να συνεχιστεί, επισημαίνει ο κ. Νίκος Καραμούζης, αναπληρωτής διευθύνων σύμβουλος της Eurobank, ο οποίος τονίζει ότι «η μείωση των μισθών, οι υπερβολικοί φόροι, τα υψηλά επιτόκια, όλα μαζί, σκοτώνουν την οικονομία». Θεωρεί ότι οι δημόσιες και ιδιωτικές επενδύσεις και τα χαμηλότερα επιτόκια είναι εργαλεία προσαρμογής που θα τονώσουν τη ζήτηση και θα αμβλύνουν τις επιπτώσεις της ύφεσης. Οσον αφορά τον ρόλο των τραπεζών στην προσπάθεια ανάκαμψης της οικονομίας, αναφέρει ότι η ανακεφαλαιοποίηση είναι ένα μεγάλο βήμα για να μπορέσουν οι ελληνικές τράπεζες να αποκτήσουν ρευστότητα, διεθνή χρηματοδότηση, να βοηθήσουν στην αποκατάσταση του κλίματος σταθερότητας και να ξαναβγούν τις αγορές ακόμη και μέσα στο 2013. «Για να μας εμπιστευθούν οι εταίροι μας», τονίζει, «πρέπει πρώτοι εμείς να πιστέψουμε ότι η ανάκαμψη περνά μέσα από ένα διαφορετικό αναπτυξιακό μοντέλο».
Η κυβέρνηση μιλάει για επιστροφή στην ανάπτυξη και την ίδια στιγμή συνεχίζει να αυξάνει τη φορολογία. Μπορούμε να βγούμε από την ύφεση με την πολιτική λιτότητας που εφαρμόζεται;
«Δεν υπάρχει σενάριο ανάκαμψης μόνο μέσα από τη λιτότητα. Ο δρόμος της ανόρθωσης της οικονομίας, αν θέλουμε να είναι βιώσιμη και να μην οδηγηθούμε σε οδυνηρή υποτροπή, τόσο οικονομικά όσο και από κοινωνική και πολιτική άποψη, περνάει υποχρεωτικά μέσα από την επιστροφή σε θετικούς και βιώσιμους ρυθμούς ανάπτυξης. Η δημοσιονομική προσαρμογή ήταν απαραίτητη, αλλά έχει εξαντλήσει τα όριά της, κυρίως με αύξηση φόρων. Οι αλλεπάλληλες αυξήσεις φόρων, που καταστρέφουν καθημερινά την οικονομία, θα πρέπει να τερματιστούν και να εφαρμοστεί ένα ολοκληρωμένο πρόγραμμα φορολογικών μεταρρυθμίσεων με στόχο κυρίως τη μείωση των φορολογικών συντελεστών, την ενίσχυση της αναπτυξιακής διάστασης, τη δικαιότερη κατανομή των βαρών και την πάταξη της φοροδιαφυγής. Είναι περισσότερο από απαραίτητο να μειωθούν αντί να αυξάνονται οι φορολογικοί συντελεστές, και κυρίως των προσόδων από παραγωγικές δραστηριότητες, γιατί εκτιμώ ότι στο σημερινό περιβάλλον έτσι θα αυξηθούν τα έσοδα. Θα πρέπει να τολμήσουμε σε αυτόν τον τομέα. Η ανάπτυξη όμως δεν θα έρθει αυτόματα, ακόμη κι αν η χωρίς προηγούμενο συρρίκνωση της οικονομίας συγκρατηθεί κάποια στιγμή».
Τι πρέπει να γίνει;
«Πρέπει να διαμορφώσουμε το συντομότερο δυνατόν ένα ολοκληρωμένο Εθνικό Σχέδιο Ανασυγκρότησης και Ανάπτυξης με στόχους, προτεραιότητες, χρονοδιάγραμμα, υπεύθυνους υλοποίησης. Η επιστροφή στην ανάπτυξη συνιστά, εκτός από οικονομική αναγκαιότητα, και κοινωνικό πρόσταγμα, αφού αποτελεί προϋπόθεση για την αύξηση της απασχόλησης, ιδιαίτερα στους νέους. Το σχέδιο αυτό πρέπει να επικεντρώνεται στην υλοποίηση ενός μεγάλου οικονομικού και κοινωνικού μετασχηματισμού. Δηλαδή πώς θα μεταφέρουμε χρηματοοικονομικούς και παραγωγικούς πόρους από την κατανάλωση και τον δημόσιο τομέα στις ιδιωτικές και δημόσιες επενδύσεις, τις οικονομικά εξωστρεφείς δραστηριότητες, από τα μη διεθνώς εμπορεύσιμα αγαθά στα διεθνώς εμπορεύσιμα. Ο τραπεζικός τομέας στο παρελθόν χρηματοδότησε κυρίως τον δημόσιο τομέα, το εγχώριο εμπόριο, τις υπηρεσίες και την ιδιωτική κατανάλωση και όχι τις παραγωγικές δραστηριότητες. Για παράδειγμα, οι χρηματοδοτήσεις του αγροτικού τομέα είναι μόλις 1,5 δισ. ευρώ, ενώ του τουριστικού κλάδου 7 δισ. ευρώ, σε συνολικό υπόλοιπο χρηματοδοτήσεων στη χώρα 230 δισ. ευρώ. Αυτό το μείγμα λοιπόν πρέπει να αλλάξει ριζικά προς την κατεύθυνση της χρηματοδότησης των παραγωγικών αναπτυξιακών δραστηριοτήτων μέσω των εξωστρεφών επιχειρήσεων. Διότι είμαστε ακόμη, με τα ευρωπαϊκά δεδομένα, μια «κλειστή» σχετικά οικονομία. Το ποσοστό των εξαγωγών αγαθών ως προς το ΑΕΠ κυμαίνεται γύρω στο 10%, το χαμηλότερο στην Ευρώπη των «27». Αυτό πρέπει να αντιστραφεί».
Ωστόσο οι δημόσιες επενδύσεις, στο πλαίσιο της δημοσιονομικής προσαρμογής και του περιορισμού των δαπανών, έχουν μηδενιστεί…
«Η πολιτική μείωσης των δημοσιονομικών ελλειμμάτων μέσα από τη μείωση των δημοσίων επενδύσεων, που έχουν πολύ υψηλό πολλαπλασιαστή εισοδήματος και οικονομικής ωφέλειας για την οικονομία, είναι μια απόλυτα λανθασμένη πολιτική και πρέπει να αντιστραφεί. Είναι προτιμότερο και προς όφελος της κοινωνίας να συρρικνώσει άλλες δημόσιες δαπάνες παρά τις δημόσιες επενδύσεις, διότι η συρρίκνωση του προγράμματος των δημοσίων επενδύσεων που έχει καταγραφεί τα τελευταία χρόνια έχει συμβάλει σημαντικά στην ύφεση».
Πού θα βρεθούν κεφάλαια για δημόσιες επενδύσεις;
«Για παράδειγμα, από τη συρρίκνωση του ευρύτερου δημόσιου τομέα, οι παθογένειες του οποίου παραμένουν σχεδόν αμετάβλητες. Σήμερα η χώρα, με το ΑΕΠ της να έχει συρρικνωθεί στα 185 δισ. ευρώ, εξακολουθεί και διαθέτει σε εύρος τον ίδιο δημόσιο τομέα που είχε όταν το ΑΕΠ ήταν στα 250 δισ. ευρώ. Μπορεί να έχουν μειωθεί οι μισθοί και να έχουν περιοριστεί ορκισμένες δαπάνες, όμως το μέγεθος του κράτους παραμένει το ίδιο. Σε κάθε περίπτωση, οφείλουμε να στοχεύσουμε στην επιστροφή των δημοσίων επενδύσεων εντός διετίας, σε επίπεδα κοντά στο 8% του ΑΕΠ, ώστε, σε συνδυασμό με την περαιτέρω ενεργοποίηση του ΕΣΠΑ, να συμβάλουν καθοριστικά στην ανάκαμψη της ελληνικής οικονομίας. Ταυτόχρονα, πρέπει να αντιστραφεί η κατάρρευση των ιδιωτικών επενδύσεων. Αυτή είναι η μεγαλύτερη πρόκληση μπροστά μας. Η χώρα δεν μπορεί να επιστρέψει σε θετικούς ρυθμούς ανάπτυξης με τις επενδύσεις του ιδιωτικού τομέα να έχουν καταρρεύσει περισσότερο από 50% τα τελευταία χρόνια. Είναι πρωτοφανής αυτή η εξέλιξη. Απαξιώνουμε τον κεφαλαιουχικό εξοπλισμό και τις υποδομές της χώρας και υπονομεύουμε έτσι την ανάπτυξη και τις προοπτικές ανάκαμψης της οικονομίας».
Παρά τη μείωση των μισθών, επενδύσεις δεν γίνονται. Μπορεί η πολιτική της εσωτερικής υποτίμησης να μας οδηγήσει στην ανάκαμψη;
«Ολοι, συμπεριλαμβανομένης της τρόικας, πρέπει να αντιληφθούν ότι η βασική απάντηση στο πρόβλημα του χρέους και των δημοσιονομικών ελλειμμάτων είναι η αποκατάσταση της ανάπτυξης στην οικονομία. Η απάντηση δεν είναι νέες μειώσεις στους μισθούς και στις συντάξεις, που πλήττουν τη συνολική ζήτηση. Γι’ αυτό απαιτείται να ολοκληρωθεί ο κύκλος της βίαιης μείωσης μισθών και συντάξεων και να αποκατασταθεί η εμπιστοσύνη των καταναλωτών στην οικονομία και στις προοπτικές της. Χωρίς τη σταθεροποίηση της ιδιωτικής κατανάλωσης που αποτελεί το 75% του ΑΕΠ, θα είναι πολύ δύσκολο, κάτω από τη σημερινή οικονομική δομή, να ξαναδούμε θετικό πρόσημο στην ανάπτυξη. Αυτό δεν μπορεί να γίνει μόνο με μέτρα βελτίωσης της συνολικής προσφοράς και της ανταγωνιστικότητας που έχουν κυρίως μακροχρόνια θετικά οφέλη. Βραχυχρόνια, πρέπει να ενισχύσουμε τη συνολική ζήτηση, γιατί υπάρχει μεγάλο παραγωγικό πλεόνασμα. Να ενισχύσουμε όχι την κατανάλωση, όπως κάναμε στο παρελθόν, αλλά κυρίως τις ιδιωτικές και δημόσιες επενδύσεις, τις εξαγωγές, και την εγχώρια παραγωγή όπου συμβάλλει στην υποκατάσταση των εισαγωγών».
Αρκεί η μείωση των μισθών για την ενίσχυση της ανταγωνιστικότητας;
«Το ζήτημα της ανταγωνιστικότητας δεν είναι ζήτημα μόνο του εργατικού κόστους, που αποτελεί μόλις το 22% του συνολικού κόστους των βιομηχανικών επιχειρήσεων, αλλά και του περιορισμού των άλλων συντελεστών κόστους, όπως είναι η ενέργεια, οι πρώτες ύλες, το κόστος κεφαλαίου και χρήματος, οι πιστώσεις και η γραφειοκρατία, ο χαμηλός βαθμός επένδυσης στην έρευνα και τεχνολογία που έχουν κινηθεί ανοδικά εξαλείφοντας εν μέρει τα οφέλη από τη μείωση του εργατικού κόστους».
Εχει αλλάξει το κλίμα για την Ελλάδα
Μπορεί η ελληνική οικονομία να προσελκύσει κεφάλαια για επενδύσεις σήμερα;
«Είναι θετικό το ότι η σημερινή κυβέρνηση κατάφερε να αρχίσει να αντιστρέφεται το αρνητικό κλίμα που υπήρχε για την Ελλάδα και θα ήταν χρήσιμο να διαπραγματευθεί με τους εταίρους μας ένα μεγάλο πρόγραμμα χρηματοδότησης των επιχειρήσεων μέσω της Ευρωπαϊκής Τράπεζας Επενδύσεων και του προγράμματος Global Loans ύψους 3-4 δισ. ευρώ. Είναι γεγονός ότι η ΕΤΕπ επί της ουσίας πάγωσε τη χρηματοδότηση της ελληνικής οικονομίας την περίοδο της κρίσης, συμπεριφερόμενη ως αυστηρή εμπορική τράπεζα.
Σήμερα, η κυβέρνηση κατόρθωσε να αλλάξει αυτή την απαράδεκτη κατάσταση, αλλά τα ποσά χρηματοδότησης εξακολουθούν να είναι σχετικά μικρά, κάτω από 500 εκατ. ευρώ. Επίσης η ανάληψη πρωτοβουλιών από τις τράπεζες, όπως έκανε επιτυχώς ο διοικητής της Τράπεζας της Ελλάδος κ. Γιώργος Προβόπουλος, για την προβολή των δυνατοτήτων της χώρας στους διαμορφωτές της κοινής γνώμης στο εξωτερικό και στους διεθνείς επενδυτές, είναι κρίσιμη παράμετρος για τη βελτίωση της αξιοπιστίας μας και την προσέλκυση κεφαλαίων. Το κλίμα στο εξωτερικό για την Ελλάδα έχει βελτιωθεί.
Επίσης η βελτίωση των όρων ανακεφαλαιοποίησης των τραπεζών θα προσέλκυε πραγματικά ξένα κεφάλαια και επενδύσεις, διαμορφώνοντας μια πολύ θετική εικόνα για τη χώρα στο εξωτερικό».
Τα υψηλά επιτόκια καταστρέφουν και τις υγιείς ελληνικές επιχειρήσεις
Fund με κεφάλαια το ΕΣΠΑ, ιδιώτες, θεσμικούς επενδυτές και με τη συμβολή των τραπεζών, θα μπορούσε να χρηματοδοτήσει τον ιδιωτικό τομέα
Fund με κεφάλαια το ΕΣΠΑ, ιδιώτες, θεσμικούς επενδυτές και με τη συμβολή των τραπεζών, θα μπορούσε να χρηματοδοτήσει τον ιδιωτικό τομέα
Μπορεί να υπάρξει ανάκαμψη με τα επιτόκια χορηγήσεων στο 8%-9% και μηδενική ρευστότητα;
«Το μείγμα πολιτικής που ακολουθήθηκε τα τελευταία χρόνια δεν ήταν ισορροπημένο, διότι η υποχρεωτική και αναγκαία δημοσιονομική προσαρμογή και η μείωση των μισθών δεν συνδυάστηκαν με επεκτατική νομισματική πολιτική και χαμηλά επιτόκια ώστε να μετριασθεί το μέγεθος της ύφεσης.
Σίγουρα οικονομική ανάκαμψη δεν θα σημειωθεί όσο η πιστωτική επέκταση παραμένει αρνητική και τα επιτόκια χορηγήσεων κυμαίνονται κοντά στα απαγορευτικά επίπεδα του 8%-9%. Οι τράπεζες οφείλουν να αναλάβουν ηγετικό ρόλο στη χρηματοδότηση της οικονομίας και της ανάπτυξης. Πρέπει να αναλάβουμε αμέσως ηγετικές πρωτοβουλίες σε συνεργασία με τις εποπτικές αρχές για να χαμηλώσουμε τα επιτόκια καταθέσεων και χορηγήσεων, χωρίς βέβαια να υπονομευθεί ο ελεύθερος ανταγωνισμός, και να αποκαταστήσουμε την πιστωτική επέκταση.
Τα σημερινά υψηλά επιτόκια καταστρέφουν μέρα με τη μέρα ακόμη και τις υγιείς ελληνικές επιχειρήσεις, καθώς οι βιώσιμες επιχειρήσεις συνεχίζουν να ανταγωνίζονται με τις μη βιώσιμες, πληρώνοντας υπερβολικά υψηλά επιτόκια για να καλύψουν την αδυναμία των μη βιώσιμων επιχειρήσεων να εξυπηρετήσουν τις υποχρεώσεις τους. Αυτή η στρατηγική είναι αδιέξοδη».
Δηλαδή τι πρέπει να γίνει;
«Οι βιώσιμες και δυναμικές επιχειρήσεις πρέπει να υποστηριχθούν από το τραπεζικό σύστημα γιατί είναι οι μόνες που μπορούν να οδηγήσουν την οικονομία στην έξοδο από την κρίση. Οι μη βιώσιμες πρέπει να αναδιαρθρωθούν ή ακόμη και να κλείσουν, γιατί υπονομεύουν καθημερινά την προοπτική του κλάδου τους και τις υγιείς επιχειρήσεις, με αποτέλεσμα, τελικά, να αυξάνεται η ανεργία, οι επιχειρήσεις να γίνονται προβληματικές, οι τράπεζες να φορτώνονται επισφάλειες και στο τέλος να επιβαρύνονται οι φορολογούμενοι. Ελάχιστες προβληματικές επιχειρήσεις έχουν εξυγιανθεί, με αποτέλεσμα να έχουμε μια παθογενή κατάσταση».
Στηρίζουν επαρκώς οι τράπεζες τις υγιείς επιχειρήσεις;
«Χρειαζόμαστε να στηρίξουμε με γενναίες πρωτοβουλίες, μεταρρυθμίσεις και διευκολύνσεις όλες εκείνες τις επιχειρήσεις που οι ιδιοκτήτες τους συνεισφέρουν κεφάλαια, εξασφαλίσεις, δέχονται να συγχωνευθούν, προσελκύουν στρατηγικούς επενδυτές, μειώνουν το κόστος λειτουργίας και υλοποιούν αξιόπιστα σχέδια αναδιάρθρωσης. Στο πλαίσιο αυτό, οι τράπεζες οφείλουμε να αναλάβουμε ουσιαστικές πρωτοβουλίες, όπως η δημιουργία ενός κοινού οργανισμού διαχείρισης προβληματικών δανείων. Με τον τρόπο αυτόν θα διευκολυνθεί η λήψη ουσιαστικών αποφάσεων και πρωτοβουλιών, θα ενισχυθεί η αποτελεσματικότητα και η εξεύρεση βιώσιμων λύσεων. Πρέπει να προστατεύσουμε τις υγιείς επιχειρήσεις που πληρώνουν τις υποχρεώσεις τους, διότι διαφορετικά ενισχύουμε τον αθέμιτο ανταγωνισμό και τελικά καταστρέφουμε και υπονομεύουμε τις προοπτικές της ελληνικής οικονομίας».
Με τις τράπεζες αποκλεισμένες από τις αγορές όσο εκκρεμεί η ανακεφαλαιοποίηση του συστήματος, πώς μπορεί να ενισχυθεί η ρευστότητα;
«Είναι απαραίτητο να επιταχυνθεί η διαδικασία ανακεφαλαιοποίησης των τραπεζών, να υλοποιηθούν οι αυξήσεις κεφαλαίου, να ενισχυθεί ο ιδιωτικός χαρακτήρας των τραπεζών με ιδιωτικά κεφάλαια και ανάληψη κινδύνων από τους ιδιώτες. Οι παραπάνω εξελίξεις, σε συνδυασμό με τη βελτίωση του μακροοικονομικού κλίματος, θα επιτρέψουν την επιστροφή καταθέσεων, την πρόσβαση των ελληνικών τραπεζών στη διεθνή αποταμίευση και σε επιχειρηματικά κεφάλαια που είναι αναγκαία προϋπόθεση για την ανάκαμψη της οικονομίας. Το μεγάλο έλλειμμα σήμερα εντοπίζεται στην απουσία κεφαλαίων για μακροχρόνιες χρηματοδοτήσεις επιχειρηματικών πρωτοβουλιών. Θα είχε ενδιαφέρον να εξετασθεί η δημιουργία ενός ιδιωτικά διαχειριζόμενου φορέα, ενός fund, που θα προσελκύσει κεφάλαια από το ΕΣΠΑ, από ιδιώτες και θεσμικούς επενδυτές του εξωτερικού και με τη συμβολή των ελληνικών τραπεζών το fund αυτό θα μπορούσε να αναλάβει τη μακροχρόνια χρηματοδότηση, με απόλυτη διαφάνεια και με κριτήρια χρηματοπιστωτικά διεθνώς αποδεκτά, των δυναμικών εξωστρεφών και τεχνολογικά προηγμένων ελληνικών επιχειρήσεων».
«Το ενεργειακό κόστος μας έχει αυξηθεί κατά 40%. Στο τιμολόγιο της ΔΕΗ βλέπουμε αύξηση σχεδόν 50% και στο φυσικό αέριο 28%-30%» αναφέρει στο «Βήμα» ο κ. Ακης Τσαντεκίδης, γενικός διευθυντής της υαλουργικής βιομηχανίας Γιούλα, μιας εκ των επιχειρήσεων που συμμετείχαν στη σύσκεψη. Επιπλέον, επισημαίνει ότι, δεδομένου του υψηλού ενεργειακού κόστους, «οι ελληνικές βιομηχανίες δεν μπορούν να ανταγωνιστούν ομοειδείς επιχειρήσεις του εξωτερικού. Η εταιρεία Γιούλα, επέβαλε δεύτερη μείωση μισθών προκειμένου να απορροφήσει το αυξημένο ενεργειακό κόστος». «Από την αρχή της ύφεσης η αύξηση του κόστους ηλεκτρικής ενέργειας φθάνει σχεδόν το 50%» αναφέρει ο κ. Ευριπίδης Δοντάς, πρόεδρος και διευθύνων σύμβουλος της κλωστοϋφαντουργίας Επίλεκτος. Οπως λέει, «το 2007 πληρώναμε 64 ευρώ τη MWh, το 2012 105 ευρώ και το 2013 μπορεί να φθάσει τα 115 ευρώ». Ο κ. Δοντάς, που επίσης πήρε μέρος στη σύσκεψη, επεσήμανε ότι «δεν υπάρχουν περιθώρια, καθώς οι ελληνικές επιχειρήσεις όχι μόνο δεν είναι ανταγωνιστικές, αλλά έχουν γίνει ζημιογόνες και αν συνεχιστεί η ισχύουσα κατάσταση πολλές θα κλείσουν».
Η ακριβή ενέργεια «καίει» την ανταγωνιστικότητα
Οι εργαζόμενοι πληρώνουν τον λογαριασμό για το υψηλό κόστος της βιομηχανίας σε ρεύμα και αέριο
Απειλή για τη βιωσιμότητα πολλών βιομηχανικών επιχειρήσεων αποτελεί η αύξηση των τιμολογίων της ηλεκτρικής ενέργειας σε συνδυασμό με την αύξηση των τιμών του φυσικού αερίου. Το υψηλό ενεργειακό κόστος με το οποίο επιβαρύνεται ο κλάδος της βιομηχανίας καθιστά τις ελληνικές επιχειρήσεις λιγότερο ανταγωνιστικές σε σχέση με εκείνες άλλων ευρωπαϊκών χωρών. Αυτό επεσήμαναν στον πρωθυπουργό κ. Αντώνη Σαμαρά εκπρόσωποι μερικών από τις μεγαλύτερες ελληνικές βιομηχανίες, σε σύσκεψη που πραγματοποιήθηκε στο Μέγαρο Μαξίμου.
Οι εργαζόμενοι πληρώνουν τον λογαριασμό για το υψηλό κόστος της βιομηχανίας σε ρεύμα και αέριο
Απειλή για τη βιωσιμότητα πολλών βιομηχανικών επιχειρήσεων αποτελεί η αύξηση των τιμολογίων της ηλεκτρικής ενέργειας σε συνδυασμό με την αύξηση των τιμών του φυσικού αερίου. Το υψηλό ενεργειακό κόστος με το οποίο επιβαρύνεται ο κλάδος της βιομηχανίας καθιστά τις ελληνικές επιχειρήσεις λιγότερο ανταγωνιστικές σε σχέση με εκείνες άλλων ευρωπαϊκών χωρών. Αυτό επεσήμαναν στον πρωθυπουργό κ. Αντώνη Σαμαρά εκπρόσωποι μερικών από τις μεγαλύτερες ελληνικές βιομηχανίες, σε σύσκεψη που πραγματοποιήθηκε στο Μέγαρο Μαξίμου.
«Το ενεργειακό κόστος μας έχει αυξηθεί κατά 40%. Στο τιμολόγιο της ΔΕΗ βλέπουμε αύξηση σχεδόν 50% και στο φυσικό αέριο 28%-30%» αναφέρει στο «Βήμα» ο κ. Ακης Τσαντεκίδης, γενικός διευθυντής της υαλουργικής βιομηχανίας Γιούλα, μιας εκ των επιχειρήσεων που συμμετείχαν στη σύσκεψη. Επιπλέον, επισημαίνει ότι, δεδομένου του υψηλού ενεργειακού κόστους, «οι ελληνικές βιομηχανίες δεν μπορούν να ανταγωνιστούν ομοειδείς επιχειρήσεις του εξωτερικού. Η εταιρεία Γιούλα, επέβαλε δεύτερη μείωση μισθών προκειμένου να απορροφήσει το αυξημένο ενεργειακό κόστος». «Από την αρχή της ύφεσης η αύξηση του κόστους ηλεκτρικής ενέργειας φθάνει σχεδόν το 50%» αναφέρει ο κ. Ευριπίδης Δοντάς, πρόεδρος και διευθύνων σύμβουλος της κλωστοϋφαντουργίας Επίλεκτος. Οπως λέει, «το 2007 πληρώναμε 64 ευρώ τη MWh, το 2012 105 ευρώ και το 2013 μπορεί να φθάσει τα 115 ευρώ». Ο κ. Δοντάς, που επίσης πήρε μέρος στη σύσκεψη, επεσήμανε ότι «δεν υπάρχουν περιθώρια, καθώς οι ελληνικές επιχειρήσεις όχι μόνο δεν είναι ανταγωνιστικές, αλλά έχουν γίνει ζημιογόνες και αν συνεχιστεί η ισχύουσα κατάσταση πολλές θα κλείσουν».
Σύμφωνα με τα τελευταία στοιχεία το ενεργειακό κόστος αντιστοιχεί στο 50% του παραγωγικού κόστους, ξεπερνώντας ακόμη και το εργασιακό. Οι συνεχείς αυξήσεις των τιμολογίων η επιβολή υψηλών φόρων γονατίζουν τις ελληνικές βιομηχανίες, που βλέπουν τις πωλήσεις τους να έχουν μειωθεί 50%-80% στην εγχώρια αγορά. Η φορολογία αντιστοιχεί στο 30% των τιμολογίων του ηλεκτρικού, ενώ οι τιμές πώλησης του φυσικού αερίου είναι 40%-50% υψηλότερες συγκριτικά με τις υπόλοιπες χώρες της Ευρώπης των «27».
ΕΝΤΥΠΗ ΕΚΔΟΣΗ