«Ιστορική στιγμή» χαρακτήρισε ο επικεφαλής του Παγκοσμίου Οργανισμού Εμπορίου (ΠΟΕ) Πασκάλ Λαμί τη συμφωνία που υπέγραψαν το βράδυ της Πέμπτης εκπρόσωποι της Ευρωπαϊκής Ενωσης και 10 Λατινοαμερικανικών κρατών, η οποία ρυθμίζει οκτώ διαφορετικές προσφυγές στον Οργανισμό και ουσιαστικά τερματίζει τον 20ετή Πόλεμο της Μπανάνας. Της συμφωνίας προηγήθηκε η απόφαση-κλειδί της ΕΕ το Δεκέμβριο του 2009 να μειώσει σταδιακά τους δασμούς στις εισαγωγές μπανανών από τις χώρες της Λατινικής Αμερικής.
«Επειτα από τόσες παρελκύσεις και τόσες ανατροπές, οι περίπλοκες και πολιτικά ευαίσθητες εμπορικές διαμάχες εκτονώνονται», δήλωσε χαρακτηριστικά ο Λαμί. Η συμφωνία του Δεκεμβρίου 2009 προέβλεπε τη μείωση των δασμών της ΕΕ στις μπανάνες εισαγωγής από τα 176 στα 114 ευρώ τον τόνο μέσα σε διάστημα οκτώ ετών. Δεν καταργεί, ωστόσο, την προστατευτική πολιτική που υιοθέτησε στο εμπόριο των μπανανών η ΕΕ πριν από σχεδόν είκοσι χρόνια. Διότι ο Πόλεμος της Μπανάνας (ο πρώτος) ξέσπασε το 1993 με τη δασμολόγηση των εισαγωγών μπανανών από τη Λατινική Αμερική για να προστατευθούν οι παραγωγοί μπανάνας σε πρώην ευρωπαϊκές αποικίες στη Βόρεια Αφρική, στην Καραϊβική και στον Ειρηνικό.
Οι χώρες αυτές κέρδισαν μεν την εθνική τους ανεξαρτησία τις δεκαετίες του 1950 και του 1960 (οι περισσότερες), αλλά παρέμειναν στενά συνδεδεμένες με τα οικονομικά και εμπορικά συστήματα των πρώην μητροπολιτικών ευρωπαϊκών κρατών. Επενδυτές από τις πρώην μητροπόλεις, άλλωστε, κατέχουν πλειοψηφικά πακέτα μετοχών σε εταιρείες εκμετάλλευσης που εδρεύουν στις πρώην αποικίες – κυρίως της Βόρειας Αφρικής.
Από την άλλη πλευρά, οι Λατινοαμερικανοί παραγωγοί είχαν εξ αρχής την αναφανδόν στήριξη των ΗΠΑ, για τον ίδιο ακριβώς λόγο: επειδή έως και τη δεκαετία του 1970 οι αμερικανικές επιχειρήσεις ήλεγχαν όχι μόνο τις πλουτοπαραγωγικές πηγές των περισσότερων κρατών της Λατινικής Αμερικής αλλά ακόμα και τις τοπικές κυβερνήσεις (μέσω της CIA βεβαίως, που φοβόταν μήπως προκύψει και δεύτερη Κούβα στο μαλακό υπογάστριο των ΗΠΑ). Ανάλογα οικονομικά συμφέροντα που έχουν οι ευρωπαϊκές χώρες στις πρώην αποικίες τους έχουν και οι ΗΠΑ στις πρώην χώρες-δορυφόρους τους στη Λατινική Αμερική. Πρόκειται για τις πάλαι ποτέ «Μπανανίες», που είναι πιθανότατα δεν θα κέρδιζαν την εθνική ανεξαρτησία τους αν οι ΗΠΑ δεν μπλέκονταν σε μακροχρόνιους πολέμους στη Μέση Ανατολή.
Τα αμερικανικά οικονομικά συμφέροντα στη Μέση Ανατολή πέτυχαν την ανοχή του ΠΟΕ στην επιβολή αντισταθμιστικών δασμών, το 1999, από την Ουάσιγκτον στις εισαγωγές σειράς ευρωπαϊκών προϊόντων στις ΗΠΑ. Ο ΠΟΕ συναίνεσε στα αμερικανικά εμπορικά αντίποινα καθώς απεφάνθη ότι η δασμολόγηση των εισαγωγών μπανάνας στην ΕΕ ήταν παράνομη. Την επόμενη χρονιά η ΕΕ πρότεινε στις ΗΠΑ συμβιβαστική συμφωνία, η οποία όμως απερρίφθη ως ανεπαρκής. Και το 2001 ανακοινώθηκε το τέλος του Α’ Πολέμου της Μπανάνας έπειτα από την υπογραφή ευρω-αμερικανικής συμφωνίας-πλασίου που προέβλεπε αλλαγές στο καθεστώς δασμολόγησης των μπανανών από το έτος 2006.
Επειτα από άλλες προτάσεις που υπέβαλαν οι Βρυξέλλες το 2005 και απορρίφθηκαν ως ανεπαρκείς από τις ΗΠΑ, η προθεσμία του 2006 όμως εξέπνευσε, χωρίς να εφαρμοστεί ουσιαστικά η συμφωνία του 2001. Το Εκουαδόρ προσέφυγε και πάλι στον ΠΟΕ, κηρύσσοντας ουσιαστικά τον Β’ Πόλεμο της Μπανάνας. Η επίσημη διευθέτηση της εμπορικής διαφοράς ίσως ευνοήσει τους Ευρωπαίους καταναλωτές, αφού – αν και δεν καταργούνται πλήρως – θα μειωθούν οι δασμοί και πιθανόν οι τιμές της μπανάνας.
Ο διπλός ρόλος του Πασκάλ Λαμί
Μια ενδιαφέρουσα λεπτομέρεια του Πολέμου της Μπανάνας αφορά τον γενικό διευθυντή του ΠΟΕ Πασκάλι Λαμί, ο οποίος από το 2005 που ανέλαβε το αξίωμα αυτό, συντάσσεται με τα συμφέροντα των Νοτιοαμερικανών παραγωγών και των Βορειοαμερικανών πατρόνων τους. Ο ίδιος έχει υπογράψει, άλλωστε, την απόφαση του 2008 που έκρινε παράνομες τις ευρωπαϊκές επιδοτήσεις.
Από το 1999 έως το 2004, όμως, ως αρμόδιος για θέματα Εμπορίου επίτροπος της ΕΕ, ο Πασκάλ Λαμί πρωτοστατούσε στη δασμολόγηση των εισαγωγών μπανάνας προωθώντας, όπως είναι φυσικό, τα συμφέροντα της ΕΕ. Και επιπλέον τα συμφέροντα της πατρίδας του της Γαλλίας, που συγκαταλέγεται μεταξύ των πλέον θιγμένων από τις εισαγωγές φθηνών μπανανών από τη Νότια Αμερική, λόγω των οικονομικών δεσμών που εξακολουθεί να διατηρεί η Γαλλία με τις πρώην αποικίες της στη Βόρεια Αφρική.