«Καμία επαναγορά του ελληνικού χρέους δεν θα ανατρέψει την ελεύθερη πολιτική και οικονομική πτώση της χώρας», σημειώνει, με κάθετο τρόπο, το editorial της Παρασκευής του πρακτορείου Bloomberg. Και προσθέτει: όπως έχει αποδείξει η κρίση της Λατινικής Αμερικής τη δεκαετία του ’80, η συγκεκριμένη πρόταση θα αποτελέσει σταγόνα στον ωκεανό του ελληνικού χρέους. Μόνη βιώσιμη λύση που προκρίνεται φαίνεται να είναι η αναδιάρθωση του χρέους που κατέχει ο επίσημος φορέας, η οποία ωστόσο συναντά τη σθεναρή αντίσταση της Γερμανίας, με την τελευταία να φοβάται ότι μία πιθανή «συγχώρεση» της Ελλάδας θα εξαγρίωνε αφενός τη γερμανική κοινή γνώμη και αφ’ ετέρου θα αφαιρούσε το κίνητρο να προχωρήσει η χώρα σε μεταρρυθμίσεις- με την Ελλάδα να συγκρίνεται στον συγκεκριμένο τομέα με μία «υποψήφια προς ένταξη στην ΕΕ χώρα».
Το «ποτήριο» της αναδιάρθρωσης που προτείνει ο αρθρογράφος του αμερικανικού πρακτορείου είναι «πικρό», αφού απαιτεί την περαιτέρω επιτήρηση της Ελλάδας. Οι υποχωρήσεις Ελλάδας-Γερμανίας παρουσιάζονται ως μονόδρομος, στον αγώνα διάσωσης του κοινού νομίσματος, με τις αμοιβαίες υποχωρήσεις να απαιτούν «εξαιρετικό πολιτικό κουράγιο»- απ’ όλες τις πλευρές.
Οπως καταλήγει χαρακτηριστικά ο αρθρογράφος: «Αν η Ελλάδα και οι ηγέτες της ευρωζώνης δεν επιθυμούν να αναλάβουν το ρίσκο που ενέχει μία ελληνική χρεοκοπία για το ευρώ, θα πρέπει να γίνουν πιο τολμηροί».
Ολόκληρο το άρθρο έχει ως εξής:
«Στις 31 Οκτωβρίου ο έλληνας πρωθυπουργός πήρε το πολιτικό ρίσκο να κρατήσει την Ελλάδα στο ευρώ, την ώρα που οι ευρωπαίοι ηγέτες αρχίζουν να συνειδητοποιούν ότι η χώρα, προκειμένου να επιβιώσει, χρειάζεται περισσότερο χρόνο και ανάσα όσον αφορά τις δανειακές της υποχρεώσεις. Πρόκειται σίγουρα για πρόοδο. Η επαναγορά του ελληνικού χρέους και η μείωση των επιτοκίων δανεισμού της Ελλάδας είναι κάποιες από τις σκέψεις που εξετάζονται. Κάθε κίνηση της Γερμανίας για συνεργασία με την Ελλάδα είναι ευπρόσδεκτη ακόμα και αν τα πράγματα βρίσκονται εκεί που θα έπρεπε να ήταν δύο χρόνια πριν. Οι πυρετώδεις διαπραγματεύσεις της επόμενης εβδομάδας μπορεί εξασφαλίσουν την απελευθέρωση ύψους 31,5 δισ. ευρώ για την Ελλάδα. Η πιθανή επαναγορά του ελληνικού χρέους ωστόσο δεν θα ανατρέψει την ελεύθερη πολιτική και οικονομική πτώση της χώρας. Ούτε οι περικοπές και οι φόροι ύψους 13,5 δις. ευρώ που αποδέχτηκε δημοσίως ο πρωθυπουργός Αντώνης Σαμαράς– με κίνδυνο την κατάρρευση του κυβερνητικού του συνασπισμού.
Γιατί αυτή η απαισιοδοξία; Γιατί περικοπές και μέτρα άνω των 9 δισ. ευρώ θα αρχίσουν να έχουν αποτέλεσμα το επόμενο έτος, πράγμα που σημαίνει ότι η ύφεση είναι εξασφαλισμένη. Μετά από πέντε έτη ύφεσης, η οποία έχει μέχρι σήμερα καταπιεί το ένα πέμπτο της ελληνικής οικονομίας, τόσο ο μέσος Ελληνας, όσο και οι αγορές έχουν ανάγκη να δουν μία πειστική οδό προς τη φερεγγυότητα και την ανάπτυξη.
Οι χαμένες επαναγορές χρέους
Ο νέος προϋπολογισμός που παρουσίασε ο Σαμαράς στο κοινοβούλιο στις 31 Οκτωβρίου προβλέπει ότι το χρέος της ελληνικής κυβέρνησης θα είναι σχεδόν διπλάσιο του μεγέθους της οικονομίας το 2013, ήτοι στο 189,1% του ΑΕΠ. Οπως γνωρίζουμε, το είδος των πλεονασμάτων του προϋπολογισμού που είναι αναγκαία προκειμένου να μπορέσει να ελεγχθεί το χρέος δεν είναι από ιστορικής απόψεως, ρεαλιστικά στην Ελλάδα.
Η ιδέα επαναγοράς του ελληνικού χρέους μπορεί να είναι ελκυστική, όχι μόνο γιατί επιτρέπει στη Γερμανία να συμφωνήσει τους όρους μείωσης του χρέους χωρίς να πρέπει να περάσει τη δική της διαχωριστική γραμμή, τη συγχώρεση δηλαδή του χρέους μίας κυβέρνησης προς τη Γερμανία και την Ευρωπαϊκή Κεντρική Τράπεζα. Βάσει του σχεδίου της επαναγοράς, ο Ευρωπαϊκός Μηχανισμός Σταθερότητας, το μόνιμο ταμείο στήριξης της ευρωζώνης, θα δανείσει πιθανόν χρήματα στην Ελλάδα, προκειμένου η τελευταία να αγοράσει ομόλογα δικά της από τους επενδυτές στις σημερινές, μειωμένες τιμές της αγοράς. Το 10ετες ελληνικό ομόλογο θα μπορούσε να διαπραγματευτεί, για παράδειγμα χθες, στα 32 σεντ του δολαρίου. Θεωρητικά λοιπόν η Ελλάδα θα μπορούσει να αποσύρει, για κάθε δολάριο που δανείζεται, δάνειο τριών δολαρίων.
Εδώ ωστόσο βρίσκεται το πρόβλημα: οι επαναγορές ομολόγων έχουν αντίθετα αποτελέσματα. Οπως απέδειξε ο Jeremy Bulow, οικονομολόγος στο Πανεπιστήμιο του Stanford, σε έρευνα που πραγματοποίησε από κοινού με τον καθηγητή του Χάρβαρντ Κένεθ Ρογκόφ, κατά τη διάρκεια της κρίσης της Λατινικής Αμερικής τη δεκαετία του ’80, οι επαναγορές χρέους έχουν την τάση να αυξάνουν τις τιμές των ομολόγων που έχουν απομείνει, αφήνοντας την τιμή αγοράς του χρέους μίας κυβέρνησης με ελάχιστες αλλαγές. Για την Ελλάδα συγκεκριμένα μας λέει ο Bulow «πρόκειται για περίπτωση δαπάνης χρημάτων, με στόχο μία λογιστική φαντασίωση».
Επιπλέον, μία επαναγορά θα αφορούσε μόνο μέρος του 40% του ελληνικού χρέους που κατέχουν ιδιώτες. Σύμφωνα με έρευνα της Eurobank, μία επαναγορά ύψους 30 δισ. ευρώ η οποία θα λειτουργήσει αποτελεσματικά θα μειώσει μόλις κατά 12% το ελληνικό χρέος έως το 2020- πολύ πιο πάνω από το όριο του 120% που το καθιστά βιώσιμο σύμφωνα με το Διεθνές Νομισματικό Ταμείο.
Αυτό που χρειάζεται τώρα είναι ένα κούρεμα του ελληνικού χρέους που κατέχουν οι επίσημοι δανειστές, όπως δήλωσε πρόσφατη η επικεφαλής του ΔΝΤ Κριστίν Λαγκάρντ. Ο επίσημος φορέας κατέχει το 60% του ελληνικού χρέους.
Δεσμεύσεις που δεν πραγματοποιήθηκαν
Κι εδώ βλέπουμε ενδείξεις για μια πιθανή συμφωνία, παρά το γεγονός ότι κάτι τέτοιο απαιτεί εξαιρετικό πολιτικό κουράγιο και νομικές αλλαγές στη Γερμανία, την Αθήνα και την Ευρωπαϊκή Κεντρική Τράπεζα. Η Γερμανία και οι υπόλοιποι επίσημοι δανειστές πρέπει να αποδεχτούν κούρεμα του χρέους, και να δεσμευτούν τουλάχιστον για την άμεση κεφαλαιοποίηση των ελληνικών τραπεζών όταν αυτή γίνει- κίνηση η οποία θα αφαιρούσε 50 δισ. ευρώ από τις υποχρεώσεις της κυβέρνησης.
Η άλλη όψη του ελληνικού αδιεξόδου είναι η επανειλημμένη αποτυχία της κυβένησης της Αθήνας να προχωρήσει στις μεταρρυθμίσεις για τις οποίες έχει δεσμευτεί στα δύο προηγούμενα σχέδια στήριξης.
Αμεση προτεραιότητα εδώ αποτελεί η αποκατάσταση του δυσλειτουργικού φορολογικού συστήματος. Τα αποτελέσματα είναι απογοητευτικά: από τον περασμένο Ιανουάριο, οι εφορίες λειτουργούν χωρίς τον ανεξάρτητο επικεφαλής που έχει υποσχεθεί ότι θα διορίσει η κυβέρνηση. Την ίδια ώρα αποκαρδιωτική ήταν η είδηση σύλληψης ενός δημοσιογράφου ο οποίος δημοσίευσε λίστα με ονόματα 2000 καταθετών και εταιριών με καταθέσεις στην Ελβετία, η οποία είχε συνταχθεί πριν δύο χρόνια.
Δεν αποτελεί λοιπόν έκπληξη το γεγονός οτι η Γερμανία διστάζει να δώσει επιπλέον βοήθεια στην Ελλάδα. Ο γερμανός υπουργός Οικονομικών Βόλφγκανγκ Σόιμπλε πρότεινε να κατατίθενται τα χρήματα από τα προγράμματα στήριξης και τα πλεονάσματα της Ελλάδας σε ειδικό λογαριασμό διαχείρισης, στον οποίον δεν θα έχει πρόσβαση η ελληνική κυβέρνηση. Η συγκεκριμένη πρόταση φαίνεται λογική. Η Ελλάδα πρέπει επίσης να συμφωνήσει ότι σε τομείς όπως η είσπραξη φόρων, η αποτυχία θα σήμαινε να δωθούν και άλλες αρμοδιότητες στους τεχνοκράτες της ΕΕ και την Task Force, που ήδη συνεργάζονται με τα ελληνικά υπουργεία.
Οι συγκεκριμένες προτάσεις δεν αποτελούν προηγούμενο που θα θέλαμε να δούμε να επαναλαμβάνεται. Η Ελλάδα ωστόσο έχει δείξει ότι είναι ειδική περίπτωση. Χρειάζεται εκείνες τις βαθιές μεταρρυθμίσεις που πρέπει να κάνει μία νέα υποψήφια προς ένταξη στην ΕΕ χώρα. Αν η Ελλάδα και οι ηγέτες της ευρωζώνης δεν επιθυμούν να αναλάβουν το ρίσκο που ενέχει μία ελληνική χρεοκοπία για το ευρώ, θα πρέπει να γίνουν πιο τολμηροί».