Την ώρα που όλο και περισσότεροι επενδυτές και οικονομολόγοι σκέφτονται για την πιθανότητα μιας εξόδου της Ελλάδας από το ευρώ, μία από τις κύριες επενδυτικές τράπεζες της Γουόλ Στριτ αποδομεί ένα τέτοιο ενδεχόμενο: είναι η Goldman Sachs.
Ο αναλυτής Θεμιστοκλής Φιοτάκης, και ο επικεφαλής οικονομολόγος για την Ευρώπη, Χιου Πιλ, γράφουν, σε ένα σημείωμά τους που τιτλοφορείται «Τα σφάλματα μιας ελληνικής εδόξου: Η εισαγωγή νομίσματος δεν αποτελεί εύκολη επιλογή για την Ελλάδα», ότι η υπόθεση πως μια ελληνική έξοδος από την ευρωζώνη θα χρειαστεί «μερικούς μήνες, αν όχι εβδομάδες» αγνοεί σημαντικές πραγματικότητες για τις δυσκολίες μιας εξόδου της Ελλάδας όχι μόνο για την Ευρώπη, αλλά και για την ίδια την Ελλάδα. Στην πραγματικότητα λένε ότι η νομισματική υποτίμηση δεν είναι το μόνο που έχει να γίνει.
Έτσι, υποστηρίζουν «ότι το κόστος της εισαγωγής ενός καινούργιου νοσμίσματος είναι τόσο μεγάλο που λειτουργεί ως γερό αντικίνητρο τόσο για την Ελλάδα όσο και για την ευρωζώνη σε μια κίνηση προς αυτή την κατεύθυνση στο προσεχές μέλλον.
Οι Φιοτάκης και Πιλ απαριθμούν μια σειρά από λόγους για το συμπέρασμά τους αυτό:
– Οι Έλληνες δεν θα έχουν εμπιστοσύνη σε αυτό το καινούργιο νόμισμα, καθώς θα το βλέπουν απλώς σαν έναν τρόπο χρηματοδότησης των χρεών από ένα αφερέγγυο κράτος.
– Οι ξένες εταιρείες και οι ξένοι επενδυτές δεν είναι πολύ πιθανό να δουν το νόμισμα αυτό ως βιώσιμο τρόπο για να κάνουν δουλειές στην Ελλάδα.
– Η ζήτηση για ευρώ θα είναι τέτοια που θα οδηγήσει σε περαιτέρω υποτίμηση, φυγή κεφαλαίων και τραπεζικούς πανικούς.
Έτσι, η λιτότητα και ένας πειθαρχημένος νομισματικός έλεγχος θα αποτελούν το μόνο τρόπο για να επιστρέψει το νόμισμα σε φερεγγυότητα. Η χώρα θα χρειαστεί έτσι ίσως περισσότερα ευρώ για να το καταφέρει, καθώς οι μέθοδοι αυτοί θα απαιτήσουν να προσδεθεί το νέο νόμισμα στο ευρώ και να στηριχτεί σε αποθέματα ευρώ.
Αυτές οι δυσκολίες είναι από τις σημαντικότερες που θα έθετε μια έξοδος της Ελλάδας για τη φερεγγυότητα της ευρωζώνης και πιθανόν να έπληττε αντίστοιχα την ελληνική οικονομία.
Οι Φιοτάκης και Πιλ συμπεραίνουν:
«Από καθαρά θεωρητική σκοπιά, πολλοί έχουν υποστηρίξει πως μια έξοδος από το ευρώ θα μπορούσε να οδηγήσει σε ελάφρυνση των πιέσεων που υφίσταται η Ελλάδα, υποβοηθώντας την αποπληρωμή του δημοσίου χρέους στο εσωτερικό μέσα από υψηλότερο πληθωρισμό, καθώς και την αύξηση της ανταγωνιστικότητας μέσα από την υποτίμηση. Στην πράξη, όμως, η διαδικασία εισαγωγής ενός νέου νομίσματος είναι πολύ πιο περίπλοκη και τιμωρητική για τη χώρα απ’ ό,τι φαίνεται. Το αν η Ελλάδα εγκαταλείψει το ευρώ θα εξαρτηθεί κατά πολύ από το κατά πόσον οι τοπικοί ηγέτες θα πάρουν μονομερή μέτρα κατά των διεθνών πιστωτών τους. Αν είναι σωστή η εκτίμηση του κόστους που εκτιμήθηκε πιο πάνω, δεν θα ήταν πολύ εύολη μια τέτοια επιλογή στο άμεσο μέλλον από μια ελληνική κυβέρνηση. Και ακόμα και αν το έκανε, δεν είναι καθόλου σίγουρο ότι θα είχε την κοινοβουλευτική ή τη λαϊκή στήριξη.»