«Το φως στο τούνελ δεν θα γίνει ορατό πριν από έξι ή εννιά μήνες« δηλώνει ο πρωθυπουργός Λουκάς Παπαδήμος σε συνέντευξη που παραχώρησε στην ιταλική εφημερίδα Il Sole 24 Ore.
O κ. Παπαδήμος δηλώνει αισιόδοξος ως προς την παραμονή στο ευρώ χωρίς όμως να αποκλείει την πιθανότητα και τρίτου δανειακού προγράμματος μετά το 2015. «Η Ελλάδα θα κάνει ό,τι μπορεί για να καταστεί αχρείαστο ένα τρίτο πρόγραμμα. Όμως είναι δύσκολο να προβλεφθούν οι συνθήκες και προσδοκίες των αγορών το 2015. Δεν μπορούμε να αποκλείσουμε ότι θα χρειαστεί (τότε) κάποια οικονομική βοήθεια αλλά θα πρέπει να εργαστούμε σκληρά για να την αποφύγουμε» σημειώνει.
Σε ερώτηση σχετικά με την πιθανότητα να τεθεί εκ νέου επικεφαλής μιας κυβέρνησης μετά τις επικείμενες εκλογές απαντά σιβυλλικά ότι το τι θα συμβεί στο μέλλον «θα εξεταστεί υπό το φως των εξελίξεων μετά τις εκλογές».
Ο πρωθυπουργός παραδέχεται ότι «πολλοί πολίτες υποφέρουν από τη μείωση των εισοδημάτων και την αύξηση της ανεργίας». Ωστόσο απαριθμώντας τα θετικά σημεία του προγράμματος λιτότητας σημειώνει ότι χάρις στα μέτρα που έχουν ληφθεί τα τελευταία δύο χρόνια «η Ελλάδα θα έχει ανακτήσει στο τέλος του 2013 το 100% της ανταγωνιστικότητάς της που έχασε κατά την προηγούμενη δεκαετία μετά την είσοδο στην ευρωζώνη».
Προσθέτει δε ότι μέχρι σήμερα «έχει ανακτηθεί το 50% της ανταγωνιστικότητας με βάση την αντίστοιχη μείωση του μοναδιαίου κόστους εργασίας». Ο ίδιος τονίζει ότι οι καθυστερήσεις και η αναποτελεσματικότητα του προηγούμενου διαστήματος συνέβαλαν στην επιδείνωση της ύφεσης ενώ αξιολογεί θετικά «την τεχνική βοήθεια που παρέχεται από τους ευρωπαίους εταίρους» στην επιτάχυνση των μεταρρυθμίσεων.
Όταν ερωτάται από τη δημοσιογράφο της Il Sole για το αν ασκεί κριτική στην τρόικα ως προς την εφαρμογή της σφιχτής δημοσιονομικής πολιτικής διευκρινίζει ότι «δεν ασκώ κριτική σε κανέναν ξεχωριστά».
Σε άλλο σημείο της συνέντευξής του ο Λουκάς Παπαδήμος εκτιμά ότι η ανεργία θα παραμείνει σε υψηλά επίπεδα «στο κοντινό μέλλον» ενώ προσθέτει ότι το ίδιο διάστημα «θα πρέπει να διατηρηθεί η κοινωνική συνοχή και η στήριξη στο πρόγραμμα». Σχετικά με την απώλεια εθνικής κυριαρχίας επιμένει ότι πρόκειται απλώς για «μερική απώλεια της οικονομικής κυριαρχίας η οποία διαχωρίζεται από τη δημοκρατική κυριαρχία».