Τα μαύρα σύννεφα της χρεοκοπίας δεν έχουν φύγει πάνω από τον ελληνικό
ουρανό, παρά τις προσπάθειες των κομμάτων και ιδίως των δύο μεγάλων να
παρουσιάσουν μια εικόνα σταθεροποίησης της οικονομίας, σε αυτή την
οιονεί προεκλογική περίοδο.
Όσοι πολιτικοί και οικονομικοί παράγοντες
έχουν ταξιδέψει στο εξωτερικό ή έχουν συνομιλήσει με ευρωπαίους
υπουργούς και τραπεζίτες εκφράζουν έντονο προβληματισμό για τις
απαιτήσεις της προσπάθειας που πρέπει να γίνει τους προσεχείς μήνες.
Η
δυσπιστία των ξένων προς το ελληνικό πολιτικό σύστημα δεν έχει
εξαλειφθεί και έχουν σταλεί ήδη προειδοποιήσεις ότι η προσπάθεια δεν
μπορεί να χαλαρώσει εξαιτίας της προεκλογικής περιόδου.
Την αναντιστοιχία του κλίματος που υπάρχει στο εξωτερικό με αυτό που
καλλιεργείται τις τελευταίες ημέρες στην Αθήνα, την έζησαν έντονα οι
ευρωβουλευτές που μετείχαν στην ακρόαση της τρόικας στην κοινή
συνεδρίαση των Επιτροπών Οικονομικών Υποθέσεων, Απασχόλησης και
Κοινωνικών Υποθέσεων.
Από την πλευρά της Κομισιόν εμφανίστηκε ο επίτροπος Ολι Ρεν, από το ΔΝΤ ο Πόουλ Τόμσεν και από την Ευρωπαϊκή
Κεντρική Τράπεζα ο Γεργκ Ασμουσεν.
Οι εκπρόσωποι της τρόικας έριξαν όλη την ευθύνη για τις αστοχίες του
προγράμματος στις ελληνικές κυβερνήσεις. Είπαν ότι η απόφαση για
αύξηση των φόρων αντί για τη μείωση των δαπανών στον δημόσιο τομέα και
την προώθηση των διαρθρωτικών αλλαγών δεν ήταν δική τους αλλά επιλογή
της κυβέρνησης.
Έφεραν ως παραδείγματα την καθυστέρηση στο άνοιγμα των
κλειστών επαγγελμάτων, ότι μεταξύ του πρώτου και του δεύτερου
μνημονίου δεν προχώρησαν ούτε οι ιδιωτικοποιήσεις ούτε οι απολύσεις
στον δημόσιο τομέα – «δεν φταίμε εμείς που δεν φεύγουν δημόσιοι
υπάλληλοι», είπε χαρακτηριστικά ο κ. Τόμσεν» – ούτε η πάταξη της
φοροδιαφυγής.
Σημείωσαν μάλιστα ότι η φοροδοτική δυνατότητα των
Ελλήνων έχει φτάσει στο όριό της, ότι τώρα θα πρέπει να προχωρήσουν
γρήγορα οι μεταρρυθμίσεις αλλά και ότι θα πρέπει να συνεχιστεί η
εσωτερική υποτίμηση για να υπάρξει ανάπτυξη.
Το μήνυμα που μετέδωσαν οι εκπρόσωποι της τρόικας ήταν ότι το στοίχημα
για την Ελλάδα είναι πόσο πιστά θα τηρήσει το πρόγραμμα και όλα είναι
πλέον στο χέρι των Ελλήνων.
Πολλοί από τους ευρωβουλευτές που άκουγαν
αυτές τις απόψεις δεν πείστηκαν ότι αυτά τα μέτρα αυστηρής λιτότητας
αποτελούν μονόδρομο για τις ευρωπαϊκές χώρες.
Τη συζήτηση
παρακολουθούσαν και αρκετοί έλληνες ευρωβουλευτές, μεταξύ των οποίων οι
κυρίες Συλβάνα Ράπτη και Νίκη Τζαβέλλα, ο κ. Κ. Πουπάκης, κ.ά.
Η κυρία
Ράπτη ρώτησε τους «τροϊκανούς» πώς γίνεται να φταίει μόνο η Ελλάδα για
τις αποτυχίες του προγράμματος, αφού το ίδιο «φάρμακο» δόθηκε και σε
άλλες χώρες και οι «ασθενείς» έγιναν χειρότερα.
Οι εκπρόσωποι της τρόικας, που δέχτηκαν καταιγισμό ερωτήσεων,
απέφευγαν να απαντήσουν σε ερωτήσεις που έθεταν τέτοια ζητήματα και
περιορίστηκαν σε ένα γενικόλογο «εμείς αυτή τη συνταγή έχουμε δεν
μπορούμε να προτείνουμε κάτι άλλο».
Ο βέλγος ευρωβουλευτής Ρόμπερτ
Γκέμπελς, μέλος της εναλλακτικής σοσιαλιστικής τρόικας, επισήμανε
ενοχλημένος ότι «αυτοί μας λένε συνεχώς τα ίδια και τα ίδια. Δεν
απαντούν στα σημαντικά ζητήματα που θέτουμε, π.χ. κοιτάζουν μόνο τους
οικονομικούς δείκτες και όχι τους κοινωνικούς και δεν νοιάζονται αν το
πρόγραμμα που εφαρμόζουν δεν λειτουργεί για τους πολίτες».
Αλλά και η προεδρεύουσα στη συνεδρίαση είπε ότι αυτή ήταν μια πρώτη
ακρόαση, ότι θα ακολουθήσουν κι άλλες για την Πορτογαλία και την
Ισπανία, και ότι είναι καλό αυτές οι συζητήσεις να γίνονται εκ των
προτέρων και όχι εκ των υστέρων όπως συνέβη στην περίπτωση της
Ελλάδας.