Αν και όπως τόνισαν παράγοντες του υπουργείου Ανάπτυξης η κίνηση των παραγωγών έγινε – όχι ως ελεύθερη επιλογή αλλά – κάτω από τον κίνδυνο να καταστραφεί η παραγωγή τους, ωστόσο το φαινόμενο δεν είναι μοναδικό. Μία άλλη χαρακτηριστική περίπτωση είναι η απευθείας αγορά μεγάλων λιανεμπορικών ομίλων (σούπερ μάρκετ ) από τους παραγωγούς κι ο οξύς ανταγωνισμός που παρατηρείται εξ αυτού του λόγου με τιςλαικές αγορές.
Παράλληλα στουςεπόμενους μήνες αναμένεται αυτό το φαινόμενο να επεκταθεί με την υπό δημιουργία ηλεκτρονική πλατφόρμα που σχεδιάζει το υπουργείο Ανάπτυξης. Μάλιστα όπως τόνισαν ο γενικός γραμματέας Εμπορίου κ. Στ. Κομνηνός κι ο ειδικός γραμματέας της Υπηρεσίας Εποπτείας Αγοράς κ. Γ. Στεργίου οι τιμές καταναλωτή αγροτικών προϊόντων στην Ελλάδα είναι από τις χαμηλότερες στην Ε.Ε.
Αντίθετα οι τιμές παραγωγού είναι από τις υψηλότερες. Αναφορικά με τις πατάτες είπαν πως η ελληνική παραγωγή είναι αυτάρκης κατά 85% – η ετήσια κατανάλωση ανέρχεται στους 1.000.000 τόνους – αλλά το πρόβλημα των ελληνοποιήσεων υφίσταται στο τρίμηνο Ιανουαρίου Μαρτίου, περίοδο κατά την οποία καμμία περιοχή της χώρας δεν έχει παραγωγή.
Ταυτόχρονα, στην ίδια βάση δεδομένων δημιουργείται μία ακόμη πλατφόρμα εύρεσης και διαχείρισης φορτηγών μεταφοράς εμπορευμάτων. Εκεί οι ενδιαφερόμενοι καταναλωτές ή έμποροι θα μπορούν να επιλέγουν με βάση την τιμή το μεταφορικό μέσο των προϊόντων που παραγγέλνουν.
Με τον τρόπο αυτό και σε συνδυασμό με την απελευθέρωση των περιθωρίων κέρδους που αποφάσισε από το περασμένο καλοκαίρι η κυβέρνηση, το υπουργείο Ανάπτυξης φιλοδοξεί σε μεγαλύτερη μείωση των τιμών και τον περιορισμό των μεσαζόντων.
Ετσι για το χονδρεμπόριο έχουν απομείνει μόνο τα μικρά σημεία πώλησης, τα ξενοδοχεία κι οιμεγάλοι χώροι εστίασης. Μάλιστα ο γενικός γραμματέας Εμπορίου προέτρεψε τους παραγωγούς πατάτας του Νευροκοπίου κι άλλες τέτοιες ομάδες να μπουν στις λαϊκές αγορές και να πουλάνε τα προϊόντά τους σε χαμηλές τιμές.
Εκτός από τον μύθο του κερδοσκοπούντος χονδρεμπόρου, οι παράγοντες του υπουργείου ανέφεραν ακόμη κοστολογικά στοιχεία με τα οποία επιβαρύνονται οι τιμές των προιόντων από τον παραγωγό μέχρι τον καταναλωτή είναι το κόστος της συγκομιδής, τυποποίησης, συσκευασίας, μεταφορικών και τα περιθώρια κέρδους χονδρεμπόρων και λιανεμπόρων.
Ο κ. Κομνηνός τόνισε πως οι χονδρεμπορικές επιχειρήσεις υποχρεούνται εκ των πραγμάτων να στραφούν σε καθετοποίηση των δραστηριοτήτών τους προκειμένου να σταθούν στην αγορά και να προσφέρουν τα αγροτικά προϊόντα σε χαμηλές τιμές.
Το οξύμωρο, σύμφωνα με τους κ. Κομνηνό και Στεργίου, είναι ότι η τιμή της στην ελληνική αλυσίδα είναι σε χαμηλά επίπεδα. Κι αυτό επειδή αυτήν την περίοδο η εγχώρια παραγωγή είναι περιορισμένη.