∆εν υπάρχει αµφιβολία ότι µε την εµφάνιση του ευρώ οι τιµές ορισµένων αγαθών, όπως το ψωµί, ο καφές κ.ά., στρογγυλοποιήθηκαν προς τα πάνω. Η πρώτη δεκαετία ωστόσο του ευρώ κάθε άλλο παρά οδήγησε σε µία γενικευµένη αύξηση των τιµών. Ο µέσος πληθωρισµός στην ευρωζώνη ήταν 2%. Ενα ποσοστό πρωτόγνωρο κυρίως για τις χώρες της Νότιας Ευρώπης που από το 1970 ως το 2000 γνώρισαν επίπεδα πληθωρισµών πολύ µεγαλύτερα, ενίοτε και δεκαπλάσια. Σε ό,τι αφορά την Ελλάδα πρέπει κάποιος να ανατρέξει πολλές δεκαετίες πίσω για να βρει επίπεδα πληθωρισµού τόσο χαµηλά όσο αυτά που γνώρισε η χώρα κατά τα τελευταία δέκα χρόνια.

Η σταθεροποίηση των τιµών είχε ως αποτέλεσµα την αύξηση των εµπορικών συναλλαγών µεταξύ των κρατών της ευρωζώνης κατά τουλάχιστον 6%. Οι κάτοικοι των χωρών της ευρωζώνης µετακινούνται πλέον στο εσωτερικό της πολύ πιο φθηνά, ενώ το ίδιο ισχύει για τις πωλήσεις αγαθών και υπηρεσιών.

Ιδιαίτερα θετικές ήταν εξάλλου οι επιπτώσεις από τη γέννηση του ευρώ στον τοµέα των επιτοκίων. Χώρες όπως η Ελλάδα και η Ιταλία, συνηθισµένες στον ακριβό δανεισµό, άρχισαν να δανείζονται επί ίσοις όροις µε τη Γερµανία. Κάτι που θα µπορούσε να έχει εξαιρετικά θετικές επιπτώσεις στον τοµέα της ανάπτυξης αν δεν οδηγούσε στον υπερδανεισµό από τον οποίο οι χώρες αυτές σήµερα υποφέρουν. Και αυτό διότι οι πολιτικές ηγεσίες των χωρών της Νότιας κυρίως Ευρώπης δεν κατανόησαν ότι για να µπορούν να δανείζονται µακροχρονίως επί ίσοις όροις µε τη Γερµανία θα έπρεπε να ενισχύσουν την ανταγωνιστικότητά τους µέσω διαρθρωτικών αλλαγών. Οι χώρες αυτές όµως είχαν συνηθίσει να βελτιώνουν την ανταγωνιστικότητά τους µέσω των υποτιµήσεων των εθνικών τους νοµισµάτων· κάτι που το ευρώ δεν επέτρεπε πλέον. Οι πολιτικές ηγεσίες εξάλλου πολλών ευρωπαϊκών χωρών είχαν την «πολιτική αφέλεια» να πιστέψουν ότι µε τη δηµιουργία του ενιαίου ευρωπαϊκού νοµίσµατος η Γερµανία θα παραχωρούσε µια «εξουσία» που ως τότε είχε, δηλαδή να καθορίζει εν πολλοίς τα οικονοµικά δεδοµένα των άλλων χωρών της Ευρώπης. Επί εθνικών νοµισµάτων η Γερµανία είχε αποκτήσει αυτή την εξουσία επειδή ήταν η µόνη ευρωπαϊκή χώρα που είχε τη δυνατότητα, λόγω του δυναµισµού της οικονοµίας της, να καθορίζει την ισοτιµία του νοµίσµατός της. Οταν άλλαζε την ισοτιµία του µάρκου οι άλλες χώρες θέλοντας και µη την ακολουθούσαν, µεταβάλλοντας αναλόγως τις ισοτιµίες των δικών τους νοµισµάτων. Στην πράξη αυτό σήµαινε ότι η Γερµανία πριν από το ευρώ είχε την εξουσία να καθορίζει σε µεγάλο βαθµό τις οικονοµικές πολιτικές των άλλων ευρωπαϊκών κρατών. Το να πιστέψει κάποιος ότι η Γερµανία θα παραχωρούσε αυτή την τόσο σηµαντική εξουσία είναι µάλλον αφελές.

Τρία χρόνια µετά το ξέσπασµα της κρίσης η Ευρώπη βρίσκεται λοιπόν σε καµπή. Μία καµπή που για να την ξεπεράσει θα πρέπει η µεν Γερµανία να βάλει το χέρι στην τσέπη, η δε Νότια Ευρώπη να ασπαστεί τη δηµοσιονοµική πειθαρχία όπως οι Γερµανοί την εννοούν. Παρά τις κατά καιρούς αντιφατικές τοποθετήσεις των πάσης φύσεως αρµοδίων, οι δύο διαδικασίες προωθούνται παραλλήλως.

Το µεν Βερολίνο αρχίζει σταδιακώς να αντιλαµβάνεται ότι για να διατηρηθεί το ενιαίο ευρωπαϊκό νόµισµα από το οποίο σαφώς ωφελείται θα πρέπει να βοηθήσει τους αδύναµους κρίκους της ευρωζώνης, οι δε αδύναµοι κρίκοι αρχίζουν σταδιακώς να αντιλαµβάνονται τη σηµασία της χρηστής διαχείρισης του κράτους. Η κοινή επιδίωξη είναι να συµφωνηθούν ως τον Μάρτιο όλα τα σχετικά νοµικά κείµενα τα οποία επί της ουσίας θα συµπληρώσουν τα κενά της Συνθήκης του Μάαστριχ και θα εισαγάγουν τη λογική της οικονοµικής διακυβέρνησης στη ζώνη του ευρώ. Προς τον σκοπό αυτό θα συγκαλείται τουλάχιστον µία σύνοδος κορυφής ανά µήνα.

Bασική επιδίωξη είναι η δηµιουργία ενός συστήµατος εποπτείας των χωρών της ευρωζώνης που θα λειτουργεί προληπτικά, θα αποτρέπει δηµοσιονοµικούς εκτροχιασµούς και θα επιβάλλει ενίσχυση της ανταγωνιστικότητας των οικονοµιών. Από την άλλη θα επιχειρηθεί η δηµιουργία ενός «µηχανισµού πυρόσβεσης» ο οποίος θα σβήνει εν τη γενέσει τους τις απόπειρες κερδοσκοπίας σε βάρος της ευρωζώνης.

Πρόκειται για µείζονος σηµασίας αλλαγές που για να συµφωνηθούν απαιτείται πολιτικό θάρρος και ειλικρίνεια, κυρίως από τις λεγόµενες µεγάλες χώρες, οι οποίες θα πρέπει να υπερβούν εθνικούς εγωισµούς και πολιτικάντικους χειρισµούς. Αν δεν συµβεί αυτό η δηµιουργία της «παλιάς καλής Ευρώπης» των εθνικισµών και της µισαλλοδοξίας θα καταστεί, σύµφωνα µε όλες τις ενδείξεις, αναπόφευκτη.

Η μερίδα του λέοντος

Η ιδέα της ευρωπαϊκής ενοποίησης έχει βεβαρημένο παρελθόν στη Γερμανία. To Βερολίνο είχε εκπονήσει ήδη το 1943 το σχέδιο μιας ενωμένης Ευρώπης. Delta.001υο ανώτεροι υπάλληλοι του υπουργείου Εξωτερικών, ο Γιόαχιμ φον Ρίμπεντροπ και ο Σεσίλ φον Ρέντε-Φινκ, είχαν προτείνει τότε την ίδρυση μιας ευρωπαϊκής συνομοσπονδίας, τα μέλη της οποίας θα ήταν « κυρίαρχα κράτη, τα οποία θα εγγυώνταν αμοιβαία την ελευθερία και την πολιτική ανεξαρτησία τους και θα επεδίωκαν τη δημιουργία ενός κοινού οικονομικού και τελωνειακού χώρου ». Το σχέδιο αυτό έμεινε στα χαρτιά όχι μόνο λόγω του πολέμου, αλλά και επειδή δεν βρήκε υποστήριξη από τη ναζιστική κυβέρνηση.

Ομως η αναγωγή στο ναζιστικό παρελθόν δεν έχει νόημα. Η σημερινή Γερμανία δεν έχει σχέση με το χιτλερικό Ράιχ. Το ίδιο και τα σημερινά γερμανικά σχέδια για μια ενωμένη ήπειρο: ο στόχος τους δεν είναι να επιτύχει, όπως ισχυρίστηκε ένας αναλυτής, « εκείνο που δεν πέτυχε ο Χίτλερ, ήτοι την κατάληψη της Ευρώπης όχι με στρατιωτικά, αλλά με οικονομικά μέσα », αλλά η επιβίωση των μεγάλων ευρωπαϊκών επιχειρήσεων, γερμανικών ή μη, μέσω της χρήσης ενός «θαυματουργού» κοινού νομίσματος.

Γι’ αυτό και η κυρία Μέρκελ δεν ψεύδεται όταν διατείνεται ότι « η τύχη της Ευρώπης είναι η τύχη του ευρώ ». Σε αυτήν εντάσσει και τα συμφέροντα της χώρας της. Το μοντέλο αυτό είναι καθαρά νεοφιλελεύθερο – ούτε γερμανικό, ούτε γαλλικό, ή οποιασδήποτε άλλης εθνικότητας. Η λειτουργία του είναι αυστηρά οικονομική. Ο ανταγωνισμός και η «μοιρασιά» γίνεται πρωτίστως στη βάση οικονομικών συμφερόντων. Το χρήμα, ως γνωστόν, δεν μυρίζει. uni03A9ς γενικό ισοδύναμο έχει την ίδια αξία για όλους. Το αν ευνοεί κάποιον ιδιαίτερα καθορίζεται όχι από το ίδιο, αλλά από εκείνους που το εκμεταλλεύονται καλύτερα. Αυτό ισχύει και για το ευρώ. Είτε ακριβό είτε φτηνό για τους καταναλωτές, οι γερμανικές επιχειρήσεις έχουν κερδίσει ως τώρα τη μερίδα του λέοντος από τη χρήση του. Το ζητούμενο είναι λοιπόν η ισοτιμία για όλους.

ΕΝΤΥΠΗ ΕΚΔΟΣΗ