«Η Τουρκία δεν εκπλήσσει κανέναν, απλά εντυπωσιάζει». Η δήλωση του τούρκου υπουργού Οικονοµίας Ζαφέρ Καγκλαγιάν κρύβει ασφαλώς πολλή αυτοπεποίθηση, αν όχι έπαρση, για τις οικονοµικές επιδόσεις της γειτονικής χώρας, όµως αντανακλά και µιαν αισιοδοξία που στηρίζεται σε πραγµατικά στοιχεία.
Αυτός βέβαια που δικαιούται να επαίρεται περισσότερο από κάθε άλλο πολιτικό πρόσωπο είναι ο αναµορφωτής της σύγχρονης Τουρκίας, ο Ρετζέπ Ταγίπ Ερντογάν . Ο πρωθυπουργός που µετέτρεψε µέσα σε µία δεκαετία µια οικονοµία υποτελή στα προγράµµατα του ∆ΝΤ σε µια υπολογίσιµη δύναµη µε οικονοµική και πολιτική σταθερότητα.
Η σηµερινή οικονοµική συγκυρία δικαιολογεί πράγµατι (µερικώς) τη θριαµβολογία των κυβερνητικών αξιωµατούχων. Η Τουρκία αναπτύσσεται µε ρυθµούς που µόνο η Κίνα θα µπορούσε να ανταγωνιστεί και φυσικά ούτε στα πιο… απατηλά τους όνειρα δεν θα µπορούσαν να δουν οι Ευρωπαίοι. Ο ρυθµός ανάπτυξης του ΑΕΠ έφθασε το 8,2% το τρίτο τρίµηνο του 2012, ξεπερνώντας τις µετριοπαθέστερες προβλέψεις των αναλυτών.
Οι εκτιµήσεις για τον ρυθµό αύξησης του εθνικού προϊόντος στο τέλος του 2011 συγκλίνουν στο 8%, σηµαντικά µεγαλύτερες από τις προηγούµενες προβλέψεις στις αρχές του έτους. Οι εισαγωγές επιβραδύνθηκαν το τρίτο τρίµηνο σε ετήσια βάση (7,3% το 2011 από 19,2% το 2010), αντίθετα µε τις εξαγωγές που σηµείωσαν θεαµατική άνοδο 10,8% την ίδια περίοδο του έτους (αντί 0,6% το αντίστοιχο περυσινό τρίµηνο). «Η τουρκική οικονοµία είναι ασυγκράτητη» σηµειώνει µε περισσή µεγαλοστοµία ο οικονοµικός αναλυτής της εταιρείας BCG Partners Οζγκούρ Αλτούγκ.
Αυτοπεποίθηση προσθέτει και το γεγονός ότι η Τουρκία αποτελεί «αγαπηµένο προορισµό» όχι µόνο για τους τουρίστες αλλά και για τους επενδυτές της Ευρώπης. Οι άµεσες ξένες επενδύσεις στη χώρα από ευρωπαϊκά κεφάλαια ξεπέρασαν τα 11 δισ. δολάρια το πρώτο δεκάµηνο του τρέχοντος έτους, σηµειώνοντας αύξηση 84% σε σύγκριση µε την αντίστοιχη περυσινή περίοδο. Η Ισπανία και η Αυστρία αναδεικνύονται οι σηµαντικότεροι επενδυτικοί εταίροι της χώρας, καθώς διέθεσαν η καθεµία τουλάχιστον 2 δισ. δολάρια.
Υπάρχει όµως και η σκοτεινή όψη της οικονοµίας. Σύµφωνα µε τα τελευταία στοιχεία του ΟΟΣΑ για τις 37 χώρες-µέλη του από την ευρύτερη περιοχή της Ευρώπης και της Μεσογείου η Τουρκία κατατάσσεται στην 30ή θέση ως προς την αγοραστική δύναµη των κατοίκων της. Στον ίδιο κατάλογο µόνο οι κάτοικοι της Αλβανίας, του Μαυροβουνίου, της Σερβίας και της Βοσνίας παρουσιάζονται φτωχότεροι. Ακόµη πιο χαρακτηριστικό είναι ότι στην Τουρκία αντιστοιχούν µόλις 49 µονάδες αγοραστικής δύναµης ανά κάτοικο, όταν ο ευρωπαϊκός µέσος όρος ανέρχεται στις 100 µονάδες. Τα τεχνικά στοιχεία δείχνουν δηλαδή ότι η Τουρκία αναπτύσσεται, χωρίς όµως να γίνεται πλουσιότερος ο πληθυσµός της. Η εικόνα της χώρας προσοµοιάζει περισσότερο στην Ινδία παρά στα µέλη της Ευρωπαϊκής Ενωσης προς την οποία λοξοκοιτάζει.
Αλλωστε την εποµένη της δηµοσιοποίησης των στοιχείων ανάπτυξης ο κεντρικός τραπεζίτης της χώρας προειδοποίησε ότι «το υπ’ αριθµόν 1 πρόβληµα της οικονοµίας» είναι ο καλπάζων πληθωρισµός, ο οποίος συρρικνώνει το πραγµατικό εισόδηµα των Τούρκων.
Επιπλέον το δηµοσιονοµικό έλλειµµα αυξάνει την αµφιβολία περί της ικανότητας της χώρας να διατηρηθεί σε τόσο υψηλούς ρυθµούς ανάπτυξης. «Οταν έχεις 10% πληθωρισµό και άλλο τόσο έλλειµµα, δεν µπορείς να λες ότι όλα είναι τέλεια» σηµειώνει ο Μουράτ Ουσέρ της εταιρείας αναλύσεων Global Source Partners.
Το αµφίσηµο αποτέλεσµα της διαδικτυακής ψηφοφορίας των αναγνωστών του αµερικανικού περιοδικού «Τime» για την ανάδειξη του δηµοφιλέστερου αλλά και του λιγότερου δηµοφιλούς προσώπου της χρονιάς προκάλεσε (εύλογα) έκπληξη.
Το παράδοξο είναι ότι ο Ρετζέπ Ταγίπ Ερντογάν ήρθε πρώτος ταυτόχρονα(!) και στις δύο δηµοσκοπήσεις, αφήνοντας τις δύο επόµενες θέσεις (για τα πρόσωπα της χρονιάς) στον διάσηµο ποδοσφαιριστή της Μπαρτσελόνα Λιονέλ Μέσι και στους «ανώνυµους διαδηλωτές» του αµερικανικού κινήµατος Occupy the Wall Street.
Ωστόσο αυτή ακριβώς η αντιφατικότητα είναι που χαρακτηρίζει ολόκληρη τη χώρα σε οικονοµικό – και όχι µόνο – επίπεδο. Στο πρόσωπο του τούρκου ηγέτη συγκεντρώνονται όλα τα στοιχεία που συνθέτουν την εικόνα της χώρας στα µάτια των ξένων. Η Τουρκία συνδυάζει τα χαρακτηριστικά µοντέρνας και παραδοσιακής κοινωνίας, µιας χώρας που «φλερτάρει» µε την ένταξη στο κλαµπ της Ευρώπης και διατηρεί αρµονικές σχέσεις µε τον αραβικό κόσµο. Ο Ερντογάν ενσαρκώνει τον πολιτικό άνδρα που συνοµιλεί µε την ίδια άνεση τόσο µε τον «πλανητάρχη» Μπαράκ Οµπάµα όσο και µε τους πρώην και νυν παρίες της διεθνούς σκηνής: από τον Λίβυο Μοαµάρ Καντάφι ως τον Σύρο Μπασάρ αλ Ασαντ. Η χώρα και οι ηγέτες της βαδίζουν σε λεπτές ισορροπίες. Για την ακρίβεια, πατούν πάνω στις δύο βάρκες του ευρωπαϊκού οράµατος και µιας µετριοπαθούς εκδοχής του ισλαµισµού.
Η ισορροπία όµως δεν είναι εύκολη. Αρθρο της «Milliyet» την περασµένη εβδοµάδα αναφερόταν στις λεκτικές παρεκτροπές τούρκων αξιωµατούχων που τείνουν να γίνουν µόδα. Η χώρα, λέει η εφηµερίδα, διάγει περίοδο παχιών αγελάδων τη στιγµή που η γειτονική Ελλάδα και συνολικά η ευρωζώνη ζουν τη χειρότερη κρίση. Η συγκυρία αυτή έκανε τον πρόεδρο της χώρας Αµπντουλάχ Γκιουλ να δηλώσει κατά την πρόσφατη επίσκεψή του στη Βρετανία ότι η κατάσταση της Ευρώπης «είναι θλιβερή». Αλλά γιατί η Αγκυρα επιθυµεί διακαώς ισότιµες σχέσεις µε αυτό το «κλαµπ των αθλίων»; διερωτάται η «Milliyet».
Ο προβεβληµένος στα διεθνή µέσα ενηµέρωσης δηµοσιογράφος Μεχµέτ Αλί Μπιράντ δίνει µε πρόσφατο άρθρο του στη «Hurriyet» απάντηση στα «υπαρξιακά ερωτήµατα» που ταλανίζουν την τουρκική κοινωνία. Οι θριαµβολογίες για την ταχέως αναπτυσσόµενη οικονοµία, επισηµαίνει ο Μπιράντ, είναι θεµιτές αλλά και αποπροσανατολιστικές. Η Τουρκία έχει ανάγκη την Ευρώπη, διότι από εκεί προέρχεται το 75% των ξένων επενδύσεων και το 40% των εισαγόµενων προϊόντων και εκεί διοχετεύονται σχεδόν οι µισές εξαγωγές, σηµειώνει.
Το «σύµπλεγµα ανωτερότητας» της χώρας έναντι της Ευρώπης έχει µολύνει κατά διαστήµατα και τον Ερντογάν, ο οποίος απεχθάνεται τον ρόλο του επαίτη της ευρωπαϊκής αλληλεγγύης. Από την άλλη πλευρά, γνωρίζει ότι για πολλούς Ευρωπαίους η χώρα του αποτελεί µεν ένα κοµβικό σηµείο µεταξύ Ανατολής και ∆ύσης αλλά όχι µια πραγµατική «χώρα της ∆ύσης».
Εχοντας να αντιµετωπίσει αυτά και άλλα τόσα ζητήµατα εσωτερικής φύσης, διεθνών γεωπολιτικών συσχετισµών αλλά και τα προσωπικά προβλήµατα υγείας, ο Ερντογάν πορεύεται προς τις εκλογές του 2014. Ενα από τα σενάρια θέλει τον Ερντογάν και τον Γκιουλ να ανταλλάσσουν ρόλους (α λα ρωσικά), µε ταυτόχρονη διεξαγωγή προεδρικών και βουλευτικών εκλογών.
* Το μεγάλο πρόβλημα της τουρκικής οικονομίας είναι ο πληθωρισμός που «τρέχει» με ρυθμό 9,5%. Η Τράπεζα της Τουρκίας δηλώνει ότι «αν χρειαστεί» θα προχωρήσει σε πιο σκληρή νομισματική πολιτική, ενώ έχει ήδη διπλασιάσει το επιτόκιο δανεισμού των τραπεζών στο 12,5% για να περιορίσει τις πληθωριστικές πιέσεις και να προλάβει τη δημιουργία «φούσκας».
* Προβληματισμό προκαλεί και η μαύρη τρύπα του προϋπολογισμού που διαρκώς αυξάνεται. Το δημοσιονομικό έλλειμμα προσεγγίζει τα 80 δισ. δολάρια (10% του ΑΕΠ) και αποτελεί το δεύτερο μεγαλύτερο παγκοσμίως σε απόλυτους αριθμούς ύστερα από αυτό των ΗΠΑ.* Ανησυχία προκαλεί η έκρηξη στο έλλειμμα τρεχουσών συναλλαγών της Τουρκίας. Σύμφωνα με τα στοιχεία που ανακοινώθηκαν την περασμένη εβδομάδα, είναι ύψους 78,6 δισ. δολαρίων και σε απόλυτο μέγεθος είναι το δεύτερο μεγαλύτερο παγκοσμίως, ύστερα από αυτό των ΗΠΑ. Ως ποσοστό του ΑΕΠ διαμορφώνεται περί το 10%. Το 85% του ελλείμματος χρηματοδοτείται από ξένες άμεσες επενδύσεις, που μπορεί να μεταβληθούν με μεγάλη ταχύτητα, όπως συνέβη τον Νοέμβριο, όταν καταγράφηκαν εκροές ύψους 500 εκατ. δολαρίων.
ΕΝΤΥΠΗ ΕΚΔΟΣΗ