Σε δυσθεώρητα ύψη έφτασε την Τρίτη το κόστος δανεισμού της Ιταλίας προσθέτοντας ακόμα περισσότερο βάρος σε μια ήδη υπερχρεωμένη οικονομία.
Το επιτόκιο του 10ετούς ομολόγου της χώρας έφτασε το 7,9% κατά τη δημοπρασία αντίστοιχων τίτλων από την οποία αντλήθηκαν 3,5 δισ. ευρώ.
Συνολικά το ιταλικό δημόσιο πλησίασε το στόχο πουλώντας τίτλους αξίας 7,5 δισ. ευρώ. Ωστόσο η εκτίναξη του κόστους δεν αφήνει περιθώρια αμφιβολίας για την κατάσταση στην οποία έχει περιέλθει η ευρωζώνη και για την επιτακτική ανάγκη αντιμετώπισης του προβλήματος με «μη συμβατικά» εργαλεία όπως η δυναμική παρέμβαση της ΕΚΤ στην αγορά χρέους και η έκδοση κοινού χρεογράφου για το σύνολο των χωρών της ευρωζώνης με κάλυψη της Φρανκφούρτης.
Οι αναλυτές των αγορών επιμένουν ότι ο δανεισμός με ιστορικά υψηλό επιτόκιο (στην τελευταία δημοπρασία τίτλων 10ετούς διάρκειας το επιτόκιο βρισκόταν κάτω από το 5%) συνιστά πίεση από την πλευρά των αγορών προς τη νέα κυβέρνηση για την εφαρμογή μέτρων δημοσιονομικού χαρακτήρα.
Ο Μάριο Μόντι έχει πράγματι δεσμευτεί να παρουσιάσει εντός των επόμενων ημερών
προτάσεις για την αύξηση της φορολογίας, την υλοποίηση διαρθρωτικών παρεμβάσεων στην αγορά εργασίας και την επίσπευση των ιδιωτικοποιήσεων.
Ομως η προηγούμενη εμπειρία από την Ιρλανδία, την Πορτογαλία και την Ισπανία παρέχει επαρκείς ενδείξεις για την απληστία των κερδοσκόπων. Το βέβαιο είναι ότι κανένα πακέτο λιτότητας, όσο σκληρό κι αν είναι, δεν μπορεί να καταφέρει τον επιδιωκόμενο σκοπό του «κατευνασμού των αγορών». Ένα νεύμα μόνο από το Βερολίνο για την αλλαγή στάσης ως προς το ρόλο της ΕΚΤ θα κατάφερνε πολύ περισσότερα.