∆ιερευνητικέςεπαφές για την πώληση πακέτων µη εξυπηρετούµενων δανείων σε διεθνείς εταιρείες που δραστηριοποιούνται στον κλάδο διαχείρισης ληξιπρόθεσµων χρεών έχουν πραγµατοποιήσει το τελευταίο διάστηµα ελληνικές τράπεζες. Η άνευπροηγουµένου κρίση που πλήττει την ελληνική οικονοµία έχει προκαλέσει το ενδιαφέρον ξένων funds, τα οποία βρίσκονται στο κατώφλι επιχειρήσεων µε προοπτικές ανασύνταξης που βρίσκονται στο «χείλος του γκρεµού» λόγω του υπερδανεισµού τους, αλλά και επισφαλών χορηγήσεων από τη λιανική τραπεζική που µπορεί να αποφέρουν κέρδη.

Το ενδιαφέρον κερδοσκοπικών κεφαλαίων που επενδύουν σε υπερχρεωµένες επιχειρήσεις έχει προκαλέσει η ελληνική περίπτωση, προµηνύοντας µια άνευ προηγουµένου αλλαγή ιδιοκτησιακού καθεστώτος στη χώρα µας το επόµενο διάστηµα. Οι ελληνικές τράπεζες έχουν πραγµατοποιήσει διερευνητικές επαφές για την πώληση πακέτων µη εξυπηρετούµενων δανείων σε διεθνείς εταιρείες που δραστηριοποιούνται στον κλάδο διαχείρισης ληξιπρόθεσµων χρεών. Πρόκειται για funds τα οποία «κυνηγούν» εταιρικά σχήµατα που αν και βρίσκονται στο «χείλος του γκρεµού», διατηρούν προοπτικές ανασύνταξης, αλλά και επισφαλείς χορηγήσεις από τη λιανική τραπεζική που µπορεί να αποφέρουν κέρδη σε όσους τις «αγοράσουν» σε συµφέρουσες τιµές. Στο πλαίσιο αυτό, οι διοικήσεις των εγχώριων πιστωτικών ιδρυµάτων καλούνται να καταστρώσουν τη στρατηγική που θα ακολουθήσουν το επόµενο διάστηµα για την αντιµετώπιση της ανόδου των καθυστερήσεων και για την ελαχιστοποίηση των απωλειών από δάνεια που παρουσιάζουν σοβαρά προβλήµατα εισπραξιµότητας.

Το παράδειγµα της Ιρλανδίας, όπου περιουσιακά στοιχεία ύψους 72 δισ. ευρώ κατέληξαν στην bad bank που δηµιουργήθηκε από τις τοπικές αρχές για να ρευστοποιηθούν και να µεταβιβαστούν σε τρίτους, αποτελεί «οδηγό» για τα διεθνή χαρτοφυλάκια που επενδύουν σε υπερχρεωµένες επιχειρήσεις και σε προβληµατικά στεγαστικά και καταναλωτικά δάνεια. Οπως επισηµαίνουν τραπεζικοί κύκλοι, αυτή τη στιγµή στην Ελλάδα πληρούνται και οι τρεις βασικές προϋποθέσεις που καθιστούν µια αγορά ελκυστική για την προσέλκυση αυτού του είδους των επενδυτών. Πρώτον, το ποσοστό των µη εξυπηρετούµενων δανείων στα χαρτοφυλάκια των τραπεζών έχει διαµορφωθεί σε υψηλά επίπεδα, δεύτερον, η κρίση στην οικονοµία δηµιουργεί σηµαντικά εµπόδια στην είσπραξη των απαιτήσεων και τρίτον, ο χρηµατοπιστωτικός κλάδος βρίσκονται σε διαδικασία αποµόχλευσης του ενεργητικού του και στήριξη των δεικτών κεφαλαιακής επάρκειας. Καταλυτικό ρόλο στις εξελίξεις αναµένεται να παίξει η έκθεση που ετοιµάζει ο οίκος Blackrock για τις επισφάλειες, βάσει της οποίας κάθε πιστωτικό ίδρυµα θα αναγκαστεί να λάβει συγκεκριµένου ύψους προβλέψεις, έπειτα από υπόδειξη της Τράπεζας της Ελλάδος, για όσες απαιτήσεις κριθεί ότι είναι οριστικά χαµένες. Ορισµένοι τοποθετούν το συνολικό ύψος των ζηµιών στα 10 δισ. ευρώ, τα οποία θα επιβαρύνουν τα αποτελέσµατα της επόµενης χρήσης. Στελέχη της αγοράς τονίζουν ότι µετά τη διαγραφή των δανείων θα ξεκινήσει η «µάχη» για τον περιορισµό αυτών των απωλειών, γεγονός που αναµένεται να προσελκύσει διεθνή κεφάλαια που αναζητούν αυτού του είδους τις «ευκαιρίες». Εφόσον οι προβλέψεις αυτές επαληθευτούν, τους επόµενους µήνες δεν θα είναι λίγες οι εταιρείες µε υψηλά χρέη που θα καταλήξουν στα χέρια funds, τα οποία θα επιχειρήσουν να τις ανασυγκροτήσουν για να τις πωλήσουν εν συνεχεία τµηµατικά ή ολόκληρες σε νέους µετόχους.

∆ύο κατηγορίες δανείων Οι τράπεζες θα διαχωρίσουν τα δάνειά τους σε δύο κατηγορίες: σε αυτά που αφορούν απαιτήσεις που µπορούν να εισπραχθούν από τους µηχανισµούς που διατηρούν οι ίδιες και σε εκείνα για τα οποία το κόστος αναπλήρωσης µέρους των ζηµιών είναι απαγορευτικό. Τα δάνεια της δεύτερης περίπτωσης είναι υποψήφια προς πώληση υπό τη µορφή πακέτου στις εξειδικευµένες εταιρείες που προαναφέρθηκαν. Με τον τρόπο αυτόν, τα πιστωτικά ιδρύµατα εξασφαλίζουν άµεσα ένα ποσοστό της απαίτησής τους πετυχαίνοντας βελτίωση του δείκτη Core Tier 1, η ενίσχυση του οποίου σε όσο το δυνατόν υψηλότερα επίπεδα αποτελεί πρώτη προτεραιότητα αυτή την περίοδο.

Στις ανεπτυγµένες αγορές οι εταιρείες διαχείρισης χρεών είναι διατεθειµένες να πληρώσουν από 3% ως 40% επί της αξίας των οφειλών που «αγοράζουν», ωστόσο στην πλειονότητα των περιπτώσεων το ποσοστό αυτό κυµαίνεται µεταξύ 12% και 18%. Ο κανόνας είναι ότι όσο πιο εύκολα µπορεί να εισπραχθεί µια απαίτηση, τόσο πιο υψηλό είναι και το τίµηµα που καταβάλλεται στην τράπεζα. Εν συνεχεία, η εταιρεία που απέκτησε το δάνειο καλείται να εισπράξει όσο το δυνατόν περισσότερα εντός ενός διαστήµατος που µπορεί να φτάσει ως και τα 5 έτη.

Η πλειονότητα των υπό εξέταση επιχειρήσεων ασχολούνται µε στεγαστικά και καταναλωτι κά δάνεια, καθώς και µε χορηγήσεις προς µικροµεσαίες επιχειρήσεις, ενώ άλλα funds επενδύουν σε εταιρείες µεγαλύτερου µεγέθους. Μόλις γίνει η µεταβίβαση ενός δανείου, η ελληνική νοµοθεσία ορίζει ρητά ότι πρέπει να ενηµερωθεί γραπτώς ο οφειλέτης. Στις περιπτώσεις των φυσικών προσώπων, η είσπραξη των χρεών µπορεί να γίνει είτε µε µηχανισµό του «αγοραστή» τους ή θα πρέπει να υπάρξει συνεργασία µε κάποιον τρίτο, για παράδειγµα µια εισπρακτική εταιρεία που λειτουργεί στην Ελλάδα. Σε κάθε περίπτωση, θα πρέπει να τηρούνται οι κανόνες δεοντολογίας που διέπουν τη λειτουργία των «κυνηγών οφειλών».

Συνέχεια στις ρυθμίσεις

Αυτό βέβαια δεν σηµαίνει ότι όλοι όσοι έχουν δυσκολίες στην αποπληρωµή των δόσεών τους θα καταλήξουν να χρωστούν σε κάποιο hedge fund αντί της τράπεζας από την οποία είχαν αρχικώς δανειστεί. Τα πιστωτικά ιδρύµατα θα συνεχίσουν τις ρυθµίσεις δανείων µε στόχο να καταστήσουν όσο το δυνατόν περισσότερα από αυτά εξυπηρετήσιµα. Σε κάθε περίπτωση, δεν αναµένουν βελτίωση της κατάστασης τουλάχιστον ως και την επόµενη χρονιά, καθώς η ύφεση θα συνεχίζεται, η ανεργία θα αυξάνεται και τα εισοδήµατα θα περιορίζονται. Στο πλαίσιο αυτό, αναµένουν το επόµενο διάστηµα ένα νέο «κύµα» ρυθµίσεων των δανείων που χορηγήθηκαν στο παρελθόν. Οι βασικές τεχνικές που χρησιµοποιούνται σε αυτές τις περιπτώσεις είναι η επιµήκυνση της διάρκειας εξόφλησης του δανείου, η παροχή µιας περιόδου χάριτος πληρωµής µόνο τόκων ή µηδενικών καταβολών ή συνδυασµός των λύσεων αυτών.

Από την άλλη πλευρά, σε ακραίες περιπτώσεις είναι πιθανή η διαγραφή µέρους του χρέους ενός δανειολήπτη, υπό την προϋπόθεση όµως ότι ο τελευταίος θα είναι σε θέση να αποπληρώσει την εναποµένουσα οφειλή συν τους τόκους. Αύξηση των προσφυγών από δανειολήπτες µε υψηλά χρέη αναµένεται και στα ειρηνοδικεία, όπου επιδιώκεται η δικαστική διευθέτηση χρεών, όταν δεν έχει προηγουµένως καταστεί εφικτή η συνεννόηση µεταξύ της τράπεζας και του οφειλέτη.

Δάνεια 4 τρισ. ευρώ στην Ευρώπη

Το µέγεθος των υπολοίπων των εταιρικών δανείων και οµολόγων στην Ευρώπη έχει προκαλέσει το ενδιαφέρον εταιρειών διαχείρισης χρεών από όλο τον κόσµο. Σύµφωνα µε τον οίκο πιστοληπτικής αξιολόγησης Standard & Poor’s µέσα στην επόµενη 4ετία οι ευρωπαϊκές επιχειρήσεις θα πρέπει να αποπληρώσουν οφειλές αξίας 4 τρισ. ευρώ. Είναι φυσιολογικό κάποιες από αυτές να µην µπορέσουν να ανταποκριθούν στις υποχρεώσεις τους, µε αποτέλεσµα να καταλήξουν σε επενδυτές χρέους. Σύµφωνα µε αναλυτές, δεν είναι λίγες οι εταιρείες στη Γηραιά Ηπειρο που ζητούν αναχρηµατοδότηση των δανείων τους, ωστόσο βρίσκουν τις πόρτες των τραπεζών κλειστές. Με δεδοµένη την αύξηση του κόστους χρήµατος για τα πιστωτικά ιδρύµατα και την ανάγκη για ενίσχυση του δεικτών κεφαλαιακής επάρκειας λόγω της κρίσης χρέους που βρίσκεται σε εξέλιξη, οι τράπεζες είναι πιο προσεκτικές στις χορηγήσεις τους, ενώ πολλές από αυτές έχουν µπει σε διαδικασία µείωσης του ενεργητικού τους. Σύµφωνα µε στοιχεία που έχει συλλέξει το πρακτορείο Bloomberg, οι τράπεζες σε Γαλλία, Βρετανία, Ιρλανδία, Γερµανία και Ισπανία έχουν ανακοινώσει σχέδια για αποµόχλευση των ισολογισµών τους κατά 775 δισ. ευρώ. Ενας από τους κορυφαίους στον κόσµο επενδυτές σε ληξιπρόθεσµα χρέη, η εταιρεία Leon Black of Apollo Global Management, εκτιµά ότι το ποσό αυτό µπορεί να διπλασιαστεί και να φτάσει τα 1,5 τρισ. ευρώ τα επόµενα χρόνια. Το γεγονός αυτό αναµένεται να δώσει «χώρο» για τη δραστηριοποίηση distressed funds. Οπως επισηµαίνεται σε δηµοσίευµα των «Financial Times», η κρίση χρέους που πλήττει τα τελευταία δύο χρόνια την ευρωζώνη έχει προσελκύσει το ενδιαφέρον αµερικανικών εταιρειών για την αγορά πακέτων «κακών» δανείων.

Ορισµένες από αυτές, όπως η Baupost και η Centerbridge, ίδρυσαν γραφεία στο Λονδίνο, ενώ άλλες όπως οι Oaktree Caπtal, Carlyle, Cerberus, KKR και Apollo έχουν αυξήσει τις εργασίες τους στην Ευρώπη. Τα παραδείγµατα εταιρειών που αύξησαν το «άνοιγµά» τους το τελευταίο διάστηµα είναι ενδεικτικά των ευκαιριών που παρουσιάζονται στην Ευρώπη. Η Strategic Value Partners έχει επενδύσει µόνο µέσα στο 2011 1 δισ. ευρώ σε χρέη ευρωπαϊκών εταιρειών, ενώ είναι πολύ κοντά στο να καταστεί ο µεγαλύτερος µέτοχος στη γερµανική κατασκευαστική εταιρεία Pfleiderer, η οποία χρεοκόπησε λόγω της πιστωτικής κρίσης.

Από τις αρχές του 2010 τα funds που επενδύουν σε ληξιπρόθεσµες οφειλές έχουν συγκεντρώσει κεφάλαια πάνω από 7,4 δισ. ευρώ, επίπεδο που αποτελεί ρεκόρ. Αυτή τη στιγµή περισσότερα από 10 funds βρίσκονται σε διαδικασία άντλησης κεφαλαίων ύψους 9 δισ. ευρώ, για να εκµεταλλευτούν τις ευκαιρίες που θα προκύψουν.

ΕΝΤΥΠΗ ΕΚΔΟΣΗ