Οι Ευρωπαίοι ανέλαβαν την αναχρηματοδότηση του δημοσίου χρέους, ωστόσο οι Ελληνες θα πρέπει απ΄εδώ και στο εξής να ζουν χωρίς δανεικά.
Μισθοί, συντάξεις και λοιπές παροχές θα καταβάλλονται μόνο αν το κράτος έχει τα ανάλογα έσοδα, ενώ ο ιδιωτικός τομέας είναι αυτός που κληθεί να σηκώσει το βάρος για επιστροφή στην ανάπτυξη.
Οι τράπεζες αναμένουν ότι το επόμενο διάστημα θα συντελεστεί μια άνευ προηγουμένου αλλαγή του εγχώριου επιχειρηματικού χάρτη, υπό το βάρος της ύφεσης που θα οδηγήσει σε αναγκαστικές μεταβιβάσεις περιουσιών για την εξόφληση των χρεών του παρελθόντος.
Μισθοί, συντάξεις, κοινωνικές παροχές εξαρτώνται από τη δυνατότητα του Δημοσίου να συλλέγει έσοδα
Μπορεί το «κούρεµα» του δηµόσιου χρέους της χώρας να ελαφρύνει τον κρατικό προϋπολογισµό µέσω της διαγραφής ενός µέρους της ονοµαστικής του αξίας, της µετάθεσης πληρωµών στο µέλλον και της µείωσης των επιτοκίων δανεισµού, ωστόσο δεν συνεπάγεται την αυτόµατη βελτίωση του βιοτικού επιπέδου των Ελλήνων. Η συµφωνία της Συνόδου Κορυφής προσφέρει µεν µια χείρα βοηθείας στο πτωχευµένο Ελληνικό Δηµόσιο, ωστόσο σηµαίνει ταυτόχρονα ότι από εδώ και στο εξής καλούµαστε να τα βγάλουµε πέρα µόνοι µας, µε δεδοµένο ότι η επιστροφή στις αγορές δεν τοποθετείται από την τρόικα πριν από το πέρας της τρέχουσας δεκαετίας. Το κεντρικό συµπέρασµα του συµβιβασµού που επιτεύχθηκε στις Βρυξέλλες είναι ότι η ΕΕ αναλαµβάνει την αναχρηµατοδότηση του παλαιού χρέους, αλλά εµείς πλέον αναγκαζόµαστε να ζούµε χωρίς δανεικά. Η έξοδος από την κρίση και ο χρόνος επιστροφής στην ανάπτυξη θα εξαρτηθούν από την ικανότητα της ελληνικής οικονοµίας να µετασχηµατιστεί και του ιδιωτικού τοµέα να µεγεθυνθεί δηµιουργώντας νέες θέσεις εργασίας. Με δεδοµένη την αδυναµία χρηµατοδότησης πρωτογενών ελλειµµάτων µέσω εξωτερικού δανεισµού, µισθοί στον δηµόσιο τοµέα, συντάξεις και κοινωνικές παροχές θα οδηγηθούν σε νέο αναγκαστικό «κούρεµα» αν δεν επαρκούν οι πόροι για την καταβολή τους από τον κρατικό προϋπολογισµό. Από την άλλη, η στήριξη που προβλέπεται από την ΕΕ στις τράπεζες διασφαλίζει τις καταθέσεις στο 100%. Βέβαια τα εγχώρια πιστωτικά ιδρύµατα θα εξακολουθούν να κινούνται εντός ασφυκτικών πλαισίων ως προς το ζήτηµα της ρευστότητάς τους, γεγονός που αναµένεται να επηρεάσει αρνητικά τη χρηµατοδότηση της ελληνικής οικονοµίας. Ελπίδα για αναστροφή της πτωτικής πορείας των πιστώσεων προς τον ιδιωτικό τοµέα από το τραπεζικό σύστηµα αποτελεί η όσο το δυνατόν γρηγορότερη επανασύνδεσή του µε τις αγορές κεφαλαίου και χρήµατος. Πρόκειται για µια εξέλιξη που συνδέεται άµεσα µε τη δηµοσιονοµική κατάσταση της χώρας και την προοπτική επιστροφής της στην πρωτογενή αγορά κρατικών τίτλων.
Οι τράπεζες θα υποστούν λόγω του «κουρέµατος» σωρευτικές ζηµιές τουλάχιστον 15 δισ. ευρώ µέσα στο 2011. Οι αποµειώσεις αυτές θα πρέπει να αναπληρωθούν από τους σηµερινούς µετόχους, από την ελεύθερη αγορά κεφαλαίων ή και από την πώληση περιουσιακών στοιχείων. Αν οι τράπεζες δεν καταφέρουν να ανακεφαλαιοποιηθούν επαρκώς µε τους παραπάνω τρόπους, θα αναγκαστούν να προσφύγουν στους µηχανισµούς στήριξης που συνοδεύουν το δεύτερο πακέτο χρηµατοδότησης της χώρας µας. Συγκεκριµένα, στην Ελλάδα έχει συσταθεί το Ταµείο Χρηµατοπιστωτικής Σταθερότητας (ΤΧΣ), το οποίο θα προικοδοτηθεί µε βάση τη συµφωνία της ΕΕ µε 30 δισ. ευρώ.
Μέσω της ενίσχυσης αυτής οι ελληνικές τράπεζες θα καταφέρουν να πιάσουν τον ελάχιστο δείκτη κεφαλαιακής επάρκειας (Core Tier 1), που µε βάση τον προγραµµατισµό της Τράπεζας της Ελλάδος θα πρέπει να βρίσκεται στο 10% από τις αρχές του 2012. Κατά συνέπεια, µε τον έναν ή τον άλλον τρόπο οι τράπεζες θα παραµείνουν υγιείς κεφαλαιακά. Χαρακτηριστικές είναι οι δηλώσεις του επικεφαλής του ΤΧΣ κ. Π. Θωµόπουλου πριν από λίγες ηµέρες, ο οποίος διαβεβαίωσε ότι οι καταθέσεις στις ελληνικές τράπεζες είναι διασφαλισµένες. Βέβαια, µέριµνα θα πρέπει υπάρξει και για τη ρευστότητά τους, µε δεδοµένο ότι οι διατραπεζικές αγορές παραµένουν κλειστές για το εγχώριο σύστηµα, το οποίο συντηρείται από τη χρηµατοδότηση της ΕΚΤ. Το Ευρωσύστηµα αναµένεται να συνεχίσει να στηρίζει τα ελληνικά πιστωτικά ιδρύµατα µε πρόσθετες εγγυήσεις που εκτιµάται ότι θα τους παρασχεθούν.
Οι ασφυκτικές συνθήκες ρευστότητας που θα συνεχίσουν να αντιμετωπίζουν οι ελληνικές τράπεζες, παρά τη στήριξη που προβλέπεται από την ΕΚΤ, δεν επιτρέπουν το άνοιγμα της κάνουλας των δανείων για τη χρηματοδότηση επενδύσεων στην κτηματαγορά. Το γεγονός αυτό αναμένεται να επηρεάσει αρνητικά την ήδη «παγωμένη» ζήτηση για κατοικίες ή χώρους επαγγελματικής στέγης, οδηγώντας σε χαμηλότερα επίπεδα τις τιμές πώλησης και ενοικίασής τους. Ειδικά για τα εμπορικά καταστήματα οι προοπτικές είναι αρνητικές καθώς η ύφεση θα συνεχιστεί και τους επόμενους μήνες. Οι επιπτώσεις στα αμοιβαία κεφάλαια
Η αποτίµηση των αµοιβαίων κεφαλαίων και ιδιαίτερα των οµολογιακών, που έχουν σηµαντική έκθεση σε κρατικούς τίτλους, θα εξαρτηθεί από τις τεχνικές λεπτοµέρειες (PSI) που θα συµφωνηθούν για το πρόγραµµα ανταλλαγής που θα υλοποιηθεί το επόµενο διάστηµα. Παράγοντες της αγοράς τονίζουν ότι το πιο πιθανό σενάριο είναι τα οµολογιακά αµοιβαία κεφάλαια να µην επηρεαστούν αρνητικά από την όλη διαδικασία. Οπως εξηγούν, οι σηµερινές αποτιµήσεις των µεριδίων έχουν ήδη ενσωµατώσει τη σηµαντική πτώση των τιµών των ελληνικών οµολόγων στις αγορές, πολλά εκ των οποίων διαπραγµατεύονται ακόµη και κάτω από το 50% της ονοµαστικής τους αξίας.
Η συµµετοχή των ΑΕΔΑΚ στο νέο πρόγραµµα ανταλλαγής οµολόγων που θα προωθηθεί θα εξαρτηθεί από τις επί µέρους λεπτοµέρειές του αλλά και τη σύνθεση του χαρτοφυλακίου που διατηρεί η καθεµιά. Σε περίπτωση που λάβουν µέρος στο νέο PSI, ενδεχοµένως υπάρξουν µικρές απώλειες για κάποια οµολογιακά αµοιβαία κεφάλαια. Ωστόσο, αν το πρόγραµµα υλοποιηθεί επιτυχώς και υπάρξει βελτίωση των συνθηκών στις αγορές, θα καταγραφεί πτώση των αποδόσεων και ανάκαµψη των τιµών των ελληνικών οµολόγων, γεγονός που αναµένεται να αποτυπωθεί στις τιµές των µεριδίων, οι οποίες θα κινηθούν ανοδικά.