«Εθνική κρίση» χαρακτήρισε ο πρόεδρος της ομοσπονδιακής τράπεζας των ΗΠΑ (Fed) Μπεν Μπερνάνκι τη διατήρηση της ανεργίας σε ποσοστά κοντά στο 10% για δύο συνεχόμενες χρονιές.
«Είναι ανήκουστο να είναι τόσο μεγάλος ο αριθμός των ανέργων και για τόσο μεγάλο διάστημα» δήλωσε χθες από το Κλίβελαντ υπογραμμίζοντας ότι είναι ακόμα πιο απογοητευτικό «το γεγονός ότι το 45% των ανέργων παραμένουν εκτός αγοράς εργασίας για περισσότερο από ένα εξάμηνο».
Οι επισημάνσεις του αμερικανού κεντρικού τραπεζίτη δεν περιορίστηκαν στην περιγραφή των στοιχείων. Ο ίδιος «θύμισε» στο ακροατήριό του αλλά και προς κάθε «ευήκοον ούς» ότι δεν αρκεί η νομισματική πολιτική για την αντιμετώπιση της ανεργίας. Μίλησε ανοιχτά για ενίσχυση της ιδιωτικής κατανάλωσης μέσω δημοσίων επενδύσεων. Τόνισε ότι χωρίς χρήματα για την εκπαίδευση, την έρευνα και την τεχνολογία δεν υπάρχει οικονομική άνθηση. Και διευκρίνισε (το αυτονόητο) ότι με τόσους ανέργους η χρηματοπιστωτική σταθερότητα από μόνη της είναι ένα «κενό γράμμα».
Οι νύξεις αυτές μόνο τυχαίες δεν ήταν. Στην πραγματικότητα είχαν δύο αποδέκτες: την εσωτερική «αντιπολίτευση» στη Fed αλλά και την κεντρική διοίκηση και πιο συγκεκριμένα τους εκπροσώπους της νομοθετικής εξουσίας.
Στους κόλπους της ομοσπονδιακής τράπεζας υπάρχουν πολλοί που ασκούν κριτική στον Μπερνάνκι για την υπερβολική «χαλάρωση» της νομισματικής πολιτικής. Μόλις πριν από μία εβδομάδα ο επικεφαλής της Fed δήλωσε ότι θα επεκτείνει το πρόγραμμα παρέμβασης στην οικονομία (μέσω αγορών κρατικών ομολόγων) προκειμένου να μειωθεί το κόστος δανεισμού και να δημιουργηθεί ευνοϊκό έδαφος για την ανάκαμψη της οικονομίας. Και όπως έχει δηλώσει επανειλημμένως ο ίδιος η πολιτική της «ποσοτικής χαλάρωσης» (quantitave easing) θα συνεχιστεί «για όσο απαιτούν οι οικονομικές συνθήκες». Συνολικά από το 2008 η Fed έχει αγοράσει κρατικά ομόλογα αξίας 2,3 τρισ. δολαρίων. Κάτι που ασφαλώς ξυπνά τα αντανακλαστικά του «νομισματικού ορθολογισμού» στους πιο συντηρητικούς από τους τραπεζίτες των ΗΠΑ.
«Υπάρχουν βέβαια και κάποια πεδία χάραξης πολιτικής στα οποία πρέπει να συμβάλουν άλλοι πλην της Ομοσπονδιακής Τράπεζας» δήλωσε με νόημα ο Μπερνάνκι. Ασφαλώς είχε στο νου του το αμερικανικό Κογκρέσο το οποίο, υπό την αντιπολιτευτική πίεση των Συντηρητικών διστάζει να εφαρμόσει μέτρα αναπτυξιακού χαρακτήρα. Το χειρότερο είναι ότι οι αμερικανοί βουλευτές και γερουσιαστές όχι μόνο δεν νομοθετούν υπέρ της στήριξης της εργασίας και των «ευπαθών κοινωνικών ομάδων» αλλά ακυρώνουν και τους ήδη ισχύοντες νόμους που θα μπορούσαν να στηρίξουν όσους πλήττονται περισσότερο από την κρίση.
Χαρακτηριστικό είναι ότι ο νόμος του 2010 που προέβλεπε τη διάθεση (μόλις) ενός δισ. δολαρίων για την ενίσχυση των ανέργων που κινδύνευαν να μείνουν (και) άστεγοι λόγω αδυναμίας αποπληρωμής του στεγαστικού δανείου τέθηκε προχθές σε αχρησία από το Κογκρέσο. Οι νομοθέτες έκριναν ότι «λόγω διοικητικής αμεριμνησίας» θα έπρεπε να τερματιστεί η ισχύς του προγράμματος καθώς τα μισά από τα χρήματα έμειναν αδιάθετα και μόλις 15.000 νοικοκυριά κατάφεραν να λάβουν το σχετικό επίδομα. Ο λόγος ήταν ότι το πρόγραμμα ξεκίνησε ένα χρόνο μετά την ψήφιση του σχετικού νόμου και οι αιτούμενοι είχαν μόλις ένα μήνα για να καταθέσουν τα δικαιολογητικά.
Γεγονός είναι ότι η ανεργία στις ΗΠΑ συνιστά πράγματι «εθνική κρίση». Αρκεί να σκεφτεί κανείς ότι οι δικαιούχοι επιδόματος ανεργίας στις ΗΠΑ ξεπερνούν τα 3,7 εκατ. Το ότι ο κεντρικός τραπεζίτης της χώρας προτάσσει την «αναγκαιότητα συντονισμένης δράσης από όλους τους παράγοντες χάραξης πολιτικής» αποτελεί θετική εξέλιξη. Μακάρι να έβρισκε μιμητές και στην Ευρώπη.