Ραγδαία μείωση μισθών, επικράτηση των ατομικών συμβάσεων, ευρεία εφαρμογή της τετραήμερης εβδομάδας απασχόλησης και ανατροπή των εργασιακών σχέσεων έχει επιφέρει η κρίση στην αγορά εργασίας. Η «εικόνα» αυτή συμπληρώνεται από την επερχόμενη καθιέρωση στη χώρα μας των «ειδικών οικονομικών ζωνών»- όπου θα ισχύουν μειωμένες αμοιβές, αλλά και ελαστικότερες εργασιακές σχέσεις- καθώς και από την αλλαγή, εκ νέου, του νόμου για τον τρόπο θέσπισης των επιχειρησιακών συμβάσεων. Οι μειώσεις των αμοιβών, έτσι όπως καταγράφονται στην ετήσια έκθεση του Ινστιτούτου Εργασίας για την οικονομία και την απασχόληση, προσδιορίζονται στο 11,4%- κατά μέσον όρο- στον ιδιωτικό τομέα και περίπου 20% στον δημόσιο τομέα. Ωστόσο, οι εργαζόμενοι με χαμηλή ειδίκευση, όπως και οι χαμηλόμισθοι, έχουν υποστεί μεγαλύτερες μειώσεις που αγγίζουν το 25% στις περιπτώσεις όπου εφαρμόζεται η τετραήμερη εργασία. Η αγοραστική δύναμη των μέσων μισθών έχει επιστρέψει στα επίπεδα του 2001, ενώ των κατώτατων μισθών στο 1984. «Μέσα σε μια διετία χάθηκε το 50% της αγοραστικής δύναμης των μισθών που είχε συσσωρευτεί σε μία δεκαετία. Αποτέλε σμα αυτού είναι στο τέλος του 2011 η αγοραστική δύναμη του μέσου μισθού να υποχωρήσει στα επίπεδα του 2001» σημειώνεται στην έκθεση.

Τα συμπεράσματα της έκθεσης βασίζονται σε επίσημα στοιχεία, ενώ η πραγματικότητα είναι πιο ζοφερή. «Ενα μεγάλο μέρος από τις μειώσεις μισθών δεν δηλώνονται στις αρχές, όπως και πολλές απολύσεις εργαζομένων» τονίζει ο επιστημονικός διευθυντής του Ινστιτούτου Εργασίας κ. Σ. Ρομπόλης, γεγονός που οδηγεί στο συμπέρασμα ότι η πραγματική κατάσταση στην αγορά εργασίας είναι πολύ χειρότερη. Σύμφωνα με την έκθεση, «η βαθιά ύφεση, στην οποία έχει πέσει η χώρα μας, έχει οδηγήσει σε μεγάλη απόκλιση του εισοδήματος ανά κάτοικο στην Ελλάδα (υποχωρώντας στο επίπεδο του έτους 2000) από τον μέσο όρο των 15 πιο προηγμένων χωρών της Ευρωπαϊκής Ενωσης, απόκλιση της παραγωγικότητας της εργασίας (υποχωρώντας στο επίπεδο του έτους 2000), της αγοραστικής δύναμης του μέσου μισθού (υποχωρώντας στα επίπεδα τιμών 2001-2002), του ποσοστού ανεργίας (υποχωρώντας στα επίπεδα της δεκαετίας του 1960), της εγχώριας ζήτησης (υποχωρώντας στο επίπεδο του έτους 2003)».

Η μείωση των μισθών επέρχεται με την επιβολή ατομικών συμβάσεων εργασίας, τονίζει ο ειδικός γραμματέας του Σώματος Επιθεώρησης Εργασίας κ. Μ. Χάλαρης. Ταυτοχρόνως, ευρεία εφαρμογή παρουσιάζει η μερική απασχόληση, η οποία για τους νεοπροσλαμβανόμενους είναι τρίωρη ή τετράωρη και για τους ήδη εργαζόμενους- δηλαδή αυτούς που μετατρέπουν την πλήρη σε μερική απασχόληση- είναι εξάωρη. Αντιστοίχως, οι νεοπροσλαμβανόμενοι απασχολούνται με τριήμερη εργασία εβδομαδιαίως και οι υπάρχοντες εργαζόμενοι με τετραήμερη. «Ωστόσο,όλα αυτά ισχύουν “στα χαρτιά”», σημειώνει ο κ. Χάλαρης, «στην πραγματικότητα εργάζονται με πλήρες ωράριο και πληρώνονται ως μερικώς απασχολούμενοι. Αυτό, όμως, δύσκολα αποδεικνύεται».

Σύμφωνα με την εικόνα που διαγράφεται στην αγορά, εκατοντάδες- κυρίως – μικρομεσαίες επιχειρήσεις προχωρούν σε ατομική διαπραγμάτευση με τους εργαζομένους, θέτοντας το δίλημμα «αποδοχή των μειώσεων ή απόλυση», ενώ όλες οι νέες προσλήψεις ή οι ανανεώσεις προσωπικού γίνονται σύμφωνα με τα επίπεδα των αμοιβών της Εθνικής Γενικής Συλλογικής Σύμβασης Εργασίας και όχι με αυτά της αντίστοιχης κλαδικής σύμβασης.

Πιέσεις προς τους εργαζομένους

Οι ατομικές συμβάσεις έχουν λάβει τη μορφή χιονοστιβάδας, γεγονός που επισημαίνει και η επίσημη ηγεσία του υπουργείου. «Οσο δεν υπογράφονται επιχειρησιακές συμβάσεις κερδίζουν έδαφος οι ατομικές, στη διαπραγμάτευση των οποίων ο εργαζόμενος είναι σε δυσχερή θέση» τονίζει στο «Βήμα της Κυριακής» στέλεχος της πολιτικής ηγεσίας του υπουργείου, υπογραμμίζοντας ότι το πεδίο είναι ελεύθερο και οι εργαζόμενοι δέχονται πιέσεις να συναινέσουν σε δραματικές αλλαγές των όρων εργασίας.

«Η σύναψη ατομικών συμβάσεων με χαμηλότερες αποδοχέςστους χώρους όπου υπάρχουν κλαδικές συμβάσεις σε ισχύείναι παράνομη» τονίζει ο κ. Χάλαρης. Ωστόσο, στους περισσότερους κλάδους δεν έχουν υπογραφεί κλαδικές συμβάσεις και, ως εκ τούτου, μετά την πάροδο έξι μηνών από τη λήξη της κλαδικής σύμβασης, παύουν να ισχύουν οι παλαιότερες συμβάσεις, με αποτέλεσμα να είναι νομικά δυνατή η προσαρμογή των μισθών των εργαζομένων στα όρια της Εθνικής Γενικής Συλλογικής Σύμβασης Εργασίας. Ο κ. Χάλαρης παραδέχεται ότι οι εργαζόμενοι δέχονται ασφυκτικές πιέσεις να αποδεχθούν μειώσεις των αποδοχών τους.

Με μελανότερα χρώματα περιγράφει την κατάσταση ο κ. Ρομπόλης. «Δύο στις τρεις επιχειρήσεις προχωρούν στη μετατροπή των συλλογικών συμβάσεων σε ατομικές, αλλάζοντας άρδην τους όρους» σημειώνει και εκτιμά ότι οι μειώσεις που έχουν υποστεί οι αμοιβές των εργαζομένων ξεπερνούν το 20%.

Η δημιουργία ειδικών οικονομικών ζωνών στη χώρα μας, εντός των οποίων θα ισχύει διαφορετικό καθεστώς αμοιβών, εργασιακών σχέσεων, φορολογικό καθεστώς και ενεργειακό τιμολόγιο, αποτελεί το επόμενο εγχείρημα για το οποίο θα πιεσθεί η χώρα μας από την Ευρωπαϊκή Ενωση. Κάτι τέτοιο έθεσε ανοιχτά ο γερμανός υφυπουργός Οικονομίας κ. ΣτέφανΚαπφέρερ στον υπουργό Ανάπτυξης κ. ΜιχάληΧρυσοχοΐδη. Ο κ. Ρομπόλης εκτιμά ότι η Ελλάδα θα πιεστεί ώστε να δημιουργήσει ανάλογες ζώνες σε περιοχές όπως η Πελοπόννησος, η Ηπειρος, η Μακεδονία- Θράκη και τα νησιά του Ανατολικού Αιγαίου.

Νέος νόμος για τις συμβάσεις

Αλλαγές στον νόμο για τις επιχειρησιακές συμβάσεις ετοιμάζει το υπουργείο Εργασίας, η ηγεσία του οποίου δέχεται ασφυκτικές πιέσεις από την τρόικα για περαιτέρω μείωση των μισθών στον ιδιωτικό τομέα. Οι εκπρόσωποι των δανειστών της χώρας θεωρούν ότι το υφιστάμενο νομικό καθεστώς για τις επιχειρησιακές συμβάσεις δεν απέδωσε τα αναμενόμενα και ζητούν πρόσθετα μέτρα για την «απελευθέρωση» της διαδικασίας σύναψης ειδικών συμβάσεων. Ως σήμερα έχουν υπογραφεί εννέα ειδικές επιχειρησιακές συμβάσεις που αφορούν 3.000 εργαζομένους.

Σύμφωνα με πληροφορίες, το υπουργείο προσανατολίζεται στην κατάργηση της γνωμοδότησης του Σώματος Επιθεώρησης Εργασίας γύρω από την αναγκαιότητα σύναψης επιχειρησιακής σύμβασης, αλλά και στην καθιέρωση ταχύτατων διαδικασιών για τη διευκόλυνση υπογραφής ανάλογων συμβάσεων.

Προς τετραήμερη εργασία και στον ΟΤΕ

Την ερχόμενη Πέμπτη το Διοικητικό Συμβούλιο του ΟΤΕ θα λάβει αποφάσεις για τη μείωση του μισθολογικού κόστους του Οργανισμού, στο πλαίσιο πάντοτε της συζήτησης με τους εργαζομένους για την υπογραφή της συλλογικής σύμβασης εργασίας.

Η διοίκηση του ΟΤΕ περιμένει τις νέες προτάσεις της ΟΜΕ-ΟΤΕ που θα πρέπει να προσεγγίζουν τους στόχους για ετήσια μείωση του μισθολογικού κόστους κατά 80 εκατ. ευρώ, ώστε σε βάθος τετραετίας να εξοικονομηθούν περισσότερα από 300 εκατ. ευρώ, όπως ζητεί η Deutsche Τelekom. Υπενθυμίζεται ότι από τις προτάσεις των εργαζομένων (πάγωμα των μισθών για διετή περίοδο, μείωση των μισθών στα ανώτερα και ανώτατα διοικητικά κλιμάκια, μείωση της διαφημιστικής δαπάνης) προκύπτει ετήσιο όφελος της τάξεως των 15 εκατ. ευρώ, το οποίο δεν κρίνεται ικανοποιητικό από τη διοίκηση.

Αν δεν προκύψει συμφωνία, η απόφαση της διοίκησης είναι να προχωρήσει σε εφαρμογή εβδομάδας εργασίας τεσσάρων ημερών, σε πάγωμα των ωριμάνσεων και σε αλλαγές στο ύψος που καταβάλλει ο Οργανισμός στον Λογαριασμό Νεότητας.

Οι τελευταίες πληροφορίες αναφέρουν ότι οι εργαζόμενοι θα προτείνουν, αντί για μείωση εργάσιμων ημερών, μείωση των ωρών εργασίας, έτσι ώστε και μείωση των αποδοχών να υπάρξει, αλλά συγχρόνως να μη χαθούν ημέρες ασφάλισης.

ΕΝΤΥΠΗ ΕΚΔΟΣΗ