Η ευρωζώνη θα πρέπει να ετοιμάζεται για το χειρότερο και θα αντιμετωπίσει σημαντικές δυσκολίες εάν το σχέδιο βοήθειας προς την Ελλάδα δεν καρποφορήσει, υποστηρίζει ο υπουργός Οικονομικών της Γερμανίας, Βόλφγκανγκ Σόιμπλε, σε συνέντευξή του που δημοσιεύεται σήμερα στην εφημερίδα Bild am Sonntag.
Ο Σόιμπλε είπε ότι ο ίδιος και οι Ευρωπαίοι ομόλογοί του αναμένουν από το ελληνικό κοινοβούλιο να υιοθετήσει τα κρίσιμα μέτρα λιτότητας, παρά τις διαδηλώσεις και τις αντιρρήσεις που εκφράζει η αντιπολίτευση, σημειώνοντας ότι
αν το πρόγραμμα απορριφθεί η Ευρώπη θα αντιμετωπίσει προβλήματα.
«Κάνουμε ό,τι μπορούμε για να αποφύγουμε μια επικίνδυνη κλιμάκωση για την Ευρώπη αλλά ταυτόχρονα όλα θα πρέπει να έχουν οργανωθεί για να αντιμετωπίσουμε το χειρότερο», σημείωσε ο Γερμανός υπουργός.
«Εάν τα πράγματα πάρουν άλλη τροπή από την προβλεπόμενη, θα πρόκειται προφανώς για μια μεγάλη κατάρρευση. Όμως ακόμη και το 2008 (σ.σ. με την κρίση που προκάλεσε η πτώχευση της αμερικανικής τράπεζας Lehman Brothers) ο κόσμος ήταν σε θέση να λάβει συντονισμένα μέτρα για να αντιμετωπίσει μια απρόσμενη και παγκόσμια κρίση των χρηματοπιστωτικών αγορών», είπε.
Ο Σόιμπλε προειδοποίησε πάντως το ελληνικό κοινοβούλιο για τις σοβαρές συνέπειες που θα είχε στη σταθερότητα της ευρωζώνης η απόρριψη του μεσοπρόθεσμου προγράμματος. «Θα πρέπει γρήγορα να βεβαιωθούμε ότι ο κίνδυνος
μετάδοσης σε όλο το οικονομικό σύστημα και σε όλες τις χώρες μέλη της ευρωζώνης είναι υπό έλεγχο», σημείωσε.
Ο Γερμανός υπουργός επέμεινε ότι είναι προς το συμφέρον των γερμανικών τραπεζών να συμμετάσχουν στο νέο σχέδιο βοήθειας προς την Ελλάδα, όπως το επιθυμεί η καγκελάριος Ανγκελα Μέρκελ. Είπε μάλιστα ότι δεν χρειάζεται να δοθούν επιπλέον κίνητρα στον ιδιωτικό τομέα αφού η σταθεροποίηση της κατάστασης της Ελλάδας συμφέρει όλες τις τράπεζες.
«Έχω εμπιστοσύνη στην ικανότητα των τραπεζών να αναλαμβάνουν τις ευθύνες τους», πρόσθεσε.
Ο Σόιμπλε κατέληξε λέγοντας ότι αναμένει να ανακοινωθούν συγκεκριμένα στοιχεία για την εθελοντική συμμετοχή των ιδιωτών επενδυτών κατά την έκτακτη σύνοδο του Eurogroup, στις 3 Ιουλίου.