Mε εδραιωμένη στις Βρυξέλλες την πεποίθηση ότι τη βασική ευθύνη για τον εντεινόμενο εξοστρακισμό της από τις διεθνείςαγορές τη φέρει η ίδια η Ελλάδα – και δευτερευόντως ο διεθνής περίγυρος, τα ανώτερα κλιμάκια της τρόϊκας, που εντός της εβδομάδας έρχονται στην Αθήνα, έχουν εντολή «να φθάσουν τα πράγματα στα άκρα» και εν πάση περιπτώσει να μη φύγουν πριν πετύχουν «μια καλή συμφωνία», σε ένα νέο, πολυετές πλαίσιο διαχείρισης της ελληνικής οικονομίας.
Το δημοσίευμα του Σπίγκελ περί του κινδύνου άμεσης εξόδου της Ελλάδας από το ευρώ,(την οποία μάλιστα τοποθετούσε εντός του παρελθόντος σαββατοκύριακου!), όσο και αν στόχευε στο να «τρομάξει» ένα τμήμα της γερμανικής κοινής γνώμης, σε σχέση με τις επιπτώσεις μιας ανάλογης εξέλιξης και στη Γερμανία, απεικονίζει τη ζοφερή εικόνα που υπάρχει στις ευρωπαϊκές πρωτεύουσες για την εφαρμογή του μνημονίου στην Ελλάδα.
«Κανονικά, βάσει του μνημονίου, θα έπρεπε κάθε μήνα να προωθείται στην Ελλάδα τουλάχιστον μια διαρθρωτική αλλαγή καθοριστικής σημασίας.
Το τελευταίο τρίμηνο επί της ουσίας δεν έχει συμβεί τίποτα» σημειώνει από τις Βρυξέλλες καλά ενημερωμένος για τα ελληνικά ζητήματα παράγοντας της Ευρωπαϊκής Επιτροπής, ο οποίος θεωρεί ότι άλλες προβληματικές οικονομικώς ευρωπαϊκές χώρες (όπως πχ η Ιρλανδία και χώρες της Βαλτικής), έχουν επιδείξει μεγαλύτερη αποφασιστικότητα. Ενδεικτικό αυτού του διεθνούς κλίματος είναι το γεγονός ότι το ΔΝΤ, σε ότι το αφορά – και παρά τις παλαιότερες ανακοινώσεις, δεν έχει ακόμη επικυρώσει την ήδη υιοθετηθείσα από τις Βρυξέλλες επιμήκυνση των χρόνων απόσβεσης των δανείων της τρόϊκας, ύψους 110 δις ευρώ.
Ο Γενικός Διευθυντής του Ντομινίκ Σρος Καν, που την ερχόμενη Δευτέρα θα βρίσκεται – ίσως για τελευταία φορά με την ιδιότητα αυτή – στη σύνοδο του EcoFin στις Βρυξέλλες, θα έχει σίγουρα πολλά να πεί επί του θέματος. Την επόμενη φορά ίσως βρίσκεται στη θέση του η κυρία Κριστίν Λαγκάρντ (όπως λέγεται ότι επιθυμούν οι Γάλλοι), ένας Ασιάτης (όπως λέγεται ότι επιθυμούν οι Βρετανοί), ή κάποιος άλλος που θα εμφανισθεί αν τελικώς ο κ Ν Στος Καν διεκδικήσει, όπως πιθανολογείται, την προεδρία της Γαλλικής Δημοκρατίας.
Οι ενδεχόμενες αλλαγές στην ηγεσία του ΔΝΤ δεν αναμένεται πάντως να μεταβάλλουν σημαντικά τα δεδομένα του ελληνικού ζητήματος, ούτε άλλωστε και τα σημεία τριβής.
Σε γενικές γραμμές τόσο η Ουάσιγκτον όσο και οι Βρυξέλλες διαπιστώνουν ότι η ελληνική κυβέρνηση αδυνατεί να περιορίσει τη φοροδιαφυγή, αδυνατεί να συρρικνώσει το μέγεθος του δημόσιου τομέα, ενώ παράλληλα δεν διαθέτει την πολιτική βούληση που απαιτείται για την αξιοποίηση της κινητής και ακίνητης κρατικής περιουσίας κατά τρόπο ώστε να δημιουργηθεί ένα «ενεργητικό για την ελάφρυνση του ελληνικού δημόσιου χρέους». Εστω και με «υποθήκες», αφού η συγκυρία δεν προσφέρεται για πωλήσεις.
Ταυτόχρονα όμως οι Βρυξέλλες αναγνωρίζουν ότι η Αθήνα θα χρειαστεί «περισσότερα χρήματα και περισσότερο χρόνο» για να δημιουργηθούν οι προϋποθέσεις σταδιακής επιστροφής της, για δανεισμό, στις αγορές. Χρόνος επίσης θα απαιτηθεί για να ανταποκριθεί η ελληνική κρατική μηχανή, που αποδεικνύεται απελπιστικώς βραδυπορούσα, στα «σημεία των καιρών»
Όλα αυτά οδηγούν στο συμπέρασμα πως οι ελπίδες πολλών (κυρίως εντός, αλλά και κάποιων εκτός της Ελλάδας) περί εξόδου της χώρας από το μνημόνιο το 2013, δεν έχουν πλέον βάση. Το μνημόνιο θα συνεχισθεί και μετά το 2013, πράγμα που σημαίνει ότι όποτε και αν γίνουν οι βουλευτικές εκλογές στην Ελλάδα, τα χέρια της επόμενης κυβέρνησης θα είναι λίγο πολύ δεμένα. Τούτου δοθέντος, οι δανειστές θεωρούν πως ίσως ήλθε η στιγμή να γίνει στην Ελλάδα αυτό που ήδη έγινε στην Πορτογαλία: δηλαδή να δεσμευθούν όλα τα «δυνάμει κυβερνητικά κόμματα» ότι ούτως ή άλλως θα τηρηθούν και στο μέλλον όλα όσα η χώρα υπογράφει. Η εξέλιξη αυτή θα είχε κατά την άποψη της τρόϊκας ως αποτέλεσμα την υπέρβαση της αναποφασιστικότητας που χαρακτηρίζει σήμερα την ελληνική κυβέρνηση. Αναποφασιστικότητα που, όπως αναγνωρίζουν στελέχη της τρόϊκας, οφείλεται σε μεγάλο βαθμό, στο προσμετρούμενο πολιτικό κόστος.
Ως προς την περαιτέρω οικονομική αρωγή για την Ελλάδα, το μόνο στο οποίο οι πάντες συμφωνούν είναι ότι θα πρέπει να έχει τη μορφή που απαιτείται ούτως ώστε να μη δημιουργηθεί η εντύπωση πως πρόκειται για «βίαια» περικοπή της αξίας των ελληνικών χρεογράφων. Η αναδιάρθρωση του ελληνικού χρέους, με περικοπή της αξίας των ομολόγων του, δεν αποτελεί στην παρούσα φάση αντικείμενο διαβουλεύσεων, αφού μεταξύ άλλων θα είχε ως αποτέλεσμα και την πλήρη καταρράκωση της όποιας αξιοπιστίας έχει απομείνει στους ιθύνοντες της ΕΕ και των κρατών της.
Κυρίως δε των Σαρκοζί και Μέρκελ που προ μηνών στη Ντοβίλ της Γαλλίας δεσμεύθηκαν πως πριν το 2013 δεν θα τεθεί σε ισχύ η ρύθμιση περί συμμετοχής και των ιδιωτών επενδυτών σε ενδεχόμενο κόστος διάσωσης χώρας του ευρώ. Κατά τα άλλα η φαντασία της «δημιουργικής λογιστικής» καλείται να περιορίσει στο μέτρο του δυνατού το μέγεθος της όποιας πρόσθετης πραγματικής ενίσχυσης εκτιμηθεί πως είναι απαραίτητη για την Ελλάδα, είτε από δημόσιες είτε από ιδιωτικές πηγές.
Το αν το μέγεθος και η μορφή της αρωγής προς την Ελλάδα θα αποτελέσει αντικείμενο των διαβουλεύσεων που θα έχουν την ερχόμενη Δευτέρα στις Βρυξέλλες οι υπουργοί οικονομίας της ευρωζώνης, θα εξαρτηθεί σε μεγάλο βαθμό από το αν ως τότε θα έχουν περατωθεί οι διαβουλεύσεις της τρόϊκας στην Αθήνα. Κάτι που διόλου εξασφαλισμένο είναι λαμβανομένου υπόψη ότι στη διάρκεια της συνάντησης αυτής θα πρέπει να συμφωνηθούν, αναλυτικώς, θέματα όπως τα άμεσα μέτρα, το μεσοπρόθεσμο οικονομικό πρόγραμμα της κυβέρνησης για τα επόμενα χρόνια, τα έσοδα από την αξιοποίηση της κρατικής περιουσίας κ.α. Το μόνο βέβαιο είναι ότι η τρόϊκα θα παραμείνει στην Αθήνα όσο χρόνο απαιτηθεί για να υπάρξει αυτό που στις Βρυξέλλες αποκαλούν «μια καλή συμφωνία για την Ελλάδα».
Τέλος πολλά ερωτήματα (και αντιδράσεις) έχει προκαλέσει στις Βρυξέλλες και στις άλλες ευρωπαϊκές πρωτεύουσες το ζήτημα της συνάντησης της περασμένης Παρασκευής στο Λουξεμβούργο. Το μείζον ερώτημα δεν είναι γιατί έγινε αυτή η συνάντηση (σ.σ. καλά ενημερωμένες πηγές βεβαίωναν το «Βήμα» ότι δεν ήταν η πρώτη ανάλογου χαρακτήρα συνάντηση) αλλά ο τρόπος της δημοσιοποίησής της από το γερμανικό Σπίγκελ.
Σύμφωνα με τα όσα δήλωσε ο επικεφαλής του Eurοgroup κ Ζαν Κλοντ Γιουνκέρ η συνάντηση αυτή έγινε διότι το ζήτημα της Ελλάδας απασχόλησε την προηγούμενη συνάντηση των υπουργών οικονομίας του G 20, δηλαδή των 20 σημαντικότερων οικονομικώς κρατών της Γης. Με άλλα λόγια, και χάριν συντομίας, έγινε επειδή το ζήτησαν οι ΗΠΑ. Είναι λοιπόν εύλογο το ερώτημα πως για μια τόσο σημαντική και πολυπληθή συνάντηση, σε μια τόσο μικρή χώρα όπως το Μεγάλο Δουκάτο του Λουξεμβούργου (που είναι αδύνατο ανάλογη συνάθροιση να περάσει απαρατήρητη), δεν είχε χαραχθεί καμία επικοινωνιακή στρατηγική. Ερωτηματικά θέτει κυρίως ο ρόλος της Γερμανίας σε αυτή την υπόθεση
Το αποτέλεσμα εν πάση περιπτώσει ήταν η δημιουργία πανικού σε όλα τα διεθνή μέσα ενημέρωσης και – βέβαια – η πρόκληση ποικίλλων αντιδράσεων, οι οποίες αναμένεται πως θα ενταθούν. Αντιδράσεις εκπροσώπων των χωρών της ευρωζώνης που ενω συμβάλλουν σημαντικά στα δάνεια προς την Ελλάδα (πχ η Ολλανδία) έμειναν απρόσκλητες, αλλά και χωρών όπως η Φινλανδία στις οποίες ενισχύεται η εντύπωση της κοινής γνώμης ότι κάποιοι στην Ευρώπη «κάνουν μνημόσυνα με ξένα κόλλυβα».