Τα ελληνικά προϊόντα προτιμώνται από… έλληνες καταναλωτές! Δεν πρόκειται για μια αυτονόητη διαπίστωση, αλλά για το παράδοξο σε σχέση με τα όσα συμβαίνουν στην ελληνική αγορά στη διάρκεια των τελευταίων δύο-τριών δεκαετιών. Πρόκειται για μια όλο και διευρυνόμενη τάση μεταξύ των καταναλωτών, η οποία άρχισε να μορφοποιείται μετά την εκδήλωση της οικονομικής κρίσης και να αποκτά ιδιαίτερη ισχύ με την ωρίμανση των συνεπειών της. Εποχές όπως αυτή της δεκαετίας του 1990- που είναι ιδιαίτερα χαρακτηριστική-, κατά την οποία ήταν κυρίαρχο στην αντίληψη των καταναλωτών το περίφημο «made in ΕU», το οποίο σηματοδοτούσε την ενιαία ευρωπαϊκή αγορά, φαίνεται πως έχουν παρέλθει. Τουλάχιστον την περίοδο της οικονομικής κρίσης.
Η στροφή στην αγορά ελληνικών προϊόντων- ό,τι έχει απομείνει από ελληνική παραγωγή- είναι τόσο εμφανής ώστε, όπως τονίζει πηγή της αγοράς, «ο προσδιορισμός “ευρωπαϊκό” έχει αντικατασταθεί από τη λέξη “ξένο”, με εμφανή αρνητική χροιά». Φαινόμενο το οποίο συναντάται και σε αρκετές ευρωπαϊκές χώρες και κινείται σε αντίθετη φορά από την ενοποιημένη ευρωπαϊκή αγορά.
Η στροφή των ελλήνων καταναλωτών στην επιλογή εγχώριων προϊόντων καταγράφηκε στην ετήσια έρευνα του Οικονομικού Πανεπιστημίου των Αθηνών που παρουσιάζει σήμερα «Το Βήμα». Είναι η πρώτη φορά που η τάση αυτή ανιχνεύεται εμφανώς στα έξι χρόνια που πραγματοποιείται η συγκεκριμένη έρευνα. Βεβαίως αξίζει να σημειωθεί ότι το κριτήριο της ελληνικότητας ως βασικό στοιχείο για την επιλογή αγοράς είναι διαχρονικό και ισχυρό σε ορισμένες κατηγορίες προϊόντων διατροφής, τονίζουν πηγές του λιανεμπορίου. Και αναφέρουν χαρακτηριστικά τις περιπτώσεις του κρέατος- αρκετοί καταναλωτές προτιμούν να αγοράσουν «ντόπιο κρέας» από το κρεοπωλείο και όχι από το σουπερμάρκετ ακόμη κι αν το πληρώσουν ακριβότερα-, των φρούτων, των οπωροκηπευτικών και των ψαριών. Ολα αυτά τα λεγόμενα «φρέσκα προϊόντα» της εγχώριας παραγωγής είναι κατά τεκμήριο ακριβότερα- εκτός ορισμένων εξαιρέσεων- έναντι των εισαγομένων.
Το νέο στοιχείο που καταγράφεται αφορά την προτίμηση κυρίως τυποποιημένων τροφίμων, αλλά και γενικότερα καταναλωτικών προϊόντων που παράγονται στην ελληνική αγορά.
Μιλώντας προς «Το Βήμα» ο κ. Ν. Βερόπουλος, πρόεδρος και διευθύνων σύμβουλος της αλυσίδας σουπερμάρκετ Αφοί Βερόπουλοι σημειώνει ότι «το κριτήριο της ελληνικότητας έχει ανέβει πλέον αρκετά επίπεδα υψηλότερα στην προτίμηση της επιλογής. Υπήρχε πάντα, αλλά ήταν χαμηλότερα, δεν ήταν το καθοριστικό στοιχείο- τα καθοριστικά στοιχεία ήταν η τιμή, η χρηστικότητα και η ποιότητα ενός προϊόντος». Το σημαντικότερο, προσθέτει, είναι «ένα ελληνικό προϊόν να είναι ισόβαθμο με το εισαγόμενο, και τότε φυσικά η ελληνικότητα αποτελεί ένα ισχυρό συγκριτικό πλεονέκτημα.
Κάνοντας γενικότερη αναφορά ο κ. Αρ. Παντελιάδης , διευθύνων σύμβουλος της αλυσίδας σουπερμάρκετ Μετρό ΑΕ, τονίζει ότι «η κρίση μας βοηθά να θυμηθούμε ξανά τα αυτονόητα, πλην όμως ξεχασμένα». Και εξηγεί ότι «αν δεν προτιμήσουμε την ελληνική παραγωγή και τις ελληνικές επιχειρήσεις, θα συνεχίσουμε να πηγαίνουμε από το κακό στο χειρότερο. Το ελληνικό προϊόν παράγεται από ελληνικά χέρια, στα οποία δίνει δουλειά. Και θα αποδώσει φόρους και έσοδα στο ελληνικό κράτοςπου τα έχει ανάγκη. Μας θυμίζει επίσης ότι κανένας ξένος παράγοντας δεν θα μας βοηθήσει, αν πρώτα εμείς δεν αποφασίσουμε να βοηθήσουμε τους εαυτούς μας. Και έτσι η ξενομανία που μας είχε καταλάβει τις τελευταίες δεκαετίες δίνει επιτέλους τη θέση της στην προτίμηση της εγχώριας παραγωγής και των ελληνικών επιχειρήσεων γενικότερα. Σε μια εποχή που ντρεπόμαστε να πούμε ότι είμαστε Ελληνες, καταλαβαίνουμε ότι ο καλύτερος πρεσβευτής μας είναι οι επιτυχημένες ελληνικές εταιρείες, που αποδεικνύουν ότι ως λαός μπορούμε να τα καταφέρουμε, ότι μας αξίζει κάτι καλύτερο από τη σφραγίδα του αποτυχημένου».
Ορισμένες μάλιστα έχουν αρχίσει από τώραόπως η Βic που έχει αρχίσει διαφημιστική καμπάνια για να τονίσει το γεγονός ότι η παραγωγή των προϊόντων γίνεται στην Ελλάδα.
Ω ς τον προσεχή Σεπτέμβριο στις συσκευασίες πολλών προϊόντων- κυρίως διατροφής- θα έχει επανέλθει ύστερα από περίπου δύο δεκαετίες το «made in Greece». Υστερα από πολύμηνες συνεδριάσεις, συζητήσεις, σχεδιασμούς και «πηγαινέλα» στις Βρυξέλλες στελεχών του υπουργείου Περιφερειακής Ανάπτυξης και Ανταγωνιστικότητας και κυρίως της Γενικής Γραμματείας Εμπορίου, το ως τώρα «Μade in ΕU»- σήμα κατατεθέν της ενοποιημένης ευρωπαϊκής αγοράς που παραπέμπει στο περιώνυμο «1992»- και με τη βούλα της Ευρωπαϊκής Ενωσης θα σβηστεί από τις συσκευασίες πολλών προϊόντων. Εθελοντικά φυσικά. Αλλά ποια ελληνική επιχείρηση τροφίμων και γενικότερα καταναλωτικών προϊόντων, όταν έχει ήδη διαπιστώσει ότι οι καταναλωτές έχουν ενσωματώσει στα κριτήρια αγοράς τους και την προέλευση των προϊόντων, δεν θα το κάνει; Στη διάρκεια των δύο τελευταίων χρόνων, με την ωρίμανση των συνεπειών της κρίσης άρχισε να αναπτύσσεται- και συν τω χρόνω να διευρύνεται- μια ιδιαίτερη τάση στην ελληνική κοινωνία που αφορά τη στήριξη των προϊόντων που παράγονται στην Ελλάδα- και δεδομένου ότι η σημαντικότερη παραγωγική δραστηριότητα εντοπίζεται κυρίως στον κλάδο διατροφής, οι εκδηλώσεις στήριξης αφορούν την αγορά των ελληνικών τροφίμων. Σύμφωνα με πληροφορίες του «Βήματος», η Γενική Γραμματεία Εμπορίου αναμένει σύντομα το «πράσινο φως» των Βρυξελλών για να θέσει σε εφαρμογή ένα συγκεκριμένο σχέδιο πιστοποίησης της ελληνικότητας των καταναλωτικών προϊόντων που παράγονται στη χώρα μας. Το σχέδιο νόμου για το «Σήμα Ελληνικών Προϊόντων και Υπηρεσιών» το οποίο έχει κοινοποιηθεί στην Ευρωπαϊκή Επιτροπή από το υπουργείο Ανταγωνιστικότητας θα τεθεί σε δημόσια διαβούλευση.
Εκτός όμως από τις επίσημες ενέργειες για την ενίσχυση της τάσης που καταγράφεται στις προτιμήσεις των καταναλωτών υπέρ των ελληνικών προϊόντων, αναπτύσσονται και πρωτοβουλίες από ιδιώτες. Οπως για παράδειγμα η πρωτοβουλία «Αρχίζει από 520… είναι ελληνικό». Οπως επισημαίνεται στην ιστοσελίδα www. greece520.gr, τα barcodes που ξεκινούν από 520 αφορούν ελληνικά προϊόντα, αν και μπορεί ορισμένες φορές ελληνικές εταιρείες να τα χρησιμοποιούν σε προϊόντα τους που προέρχονται από εισαγωγές και είναι ξένα. Ως εκ τούτου στόχος είναι ο κωδικός αυτός να χρησιμοποιείται αποκλειστικά για ελληνικά προϊόντα ώστε η επιλογή τους να είναι ευκολότερη για τους καταναλωτές.
Δ εν είναι η πρώτη φορά που επιχειρείται επίσημη καμπάνια στήριξης των ελληνικών προϊόντων. Παρόμοια προσπάθεια καταβλήθηκε στις αρχές της δεκαετίας του 1980, όταν η είσοδος της χώρας στην τότε ΕΟΚ οδηγούσε στη σταδιακή μείωση των δασμών εισαγωγής και τα ελληνικά προϊόντα για πρώτη βρέθηκαν εντελώς απροστάτευτα- έπρεπε να μάθουν να «κολυμπούν χωρίς σωσίβιο» στο πέλαγος του ανταγωνισμού.
Τότε λοιπόν εμφανίστηκε ο γνωστός εκείνη την εποχή από τις τηλεοπτικές οθόνες «Λαλάκης, ο εισαγόμενος», (ο ηθοποιός Νίκος Παπαναστασίου (φωτογραφία), που ντυνόταν μόνο με εισαγόμενα ρούχα, κάπνιζε τσιγάρα εισαγωγής, λέγοντας την περίφημη ατάκα «παφ και τάλιρο» και γενικώς χρησιμοποιούσε εισαγόμενα προϊόντα. Τότε, σε πολλά καταστήματα, κυρίως ένδυσης και υπόδησης, υπήρχαν αναρτημένες αφίσες με βασικό σύνθημα: «Ο επιμένων ελλη-νικά», οι οποίες προέτρεπαν τους καταναλωτές να προτιμούν ελληνικά προϊόντα. Πίσω από όλες αυτές τις προσπάθειες ήταν ο αλήστου μνήμης Σύνδεσμος Προώθησης Ελληνικών Προϊόντων, ο γνωστός ΣΠΕΠ.
Ολη αυτή η πρωτοβουλία διατηρήθηκε ως το 1986-1987, οπότε και εξέπνευσε.
Η εθνικότητα των καταναλωτικών προϊόντωναν δηλαδή είναι ελληνικής προέλευσης ή εισαγόμενα- αρχίζει πλέον να ανιχνεύεται εμφανώς στις σύγχρονες καταναλωτικές τάσεις – μαζί με τη στροφή στα προϊόντα «ιδιωτικής ετικέτας», δηλαδή τα φθηνότερα που είναι τοποθετημένα στα ψυγεία και στα ράφια των καταστημάτων τροφίμων. Παράλληλα μειώνεται η μέση μηνιαία δαπάνη των καταναλωτών στα σουπερμάρκετ- κυρίως λόγω της αλλαγής της σύνθεσης του καλαθιού, με φθηνότερα προϊόντα-, ενώ το περίπου 60% από αυτούς δεν ξοδεύει περισσότερα από 50 ευρώ σε κάθε επίσκεψή του. Τα στοιχεία αυτά προκύπτουν από την ετήσια έρευνα που πραγματοποιεί το Εργαστήριο Μάρκετινγκ του Οικονομικού Πανεπιστημίου Αθηνών σχετικά με την καταναλωτική συμπεριφορά, με υπεύθυνο τον καθηγητή κ. Γ. Μπάλτα, σε τυχαίο δείγμα 1.928 νοικοκυριών με τη χρήση δομημένου ερωτηματολογίου.
Ειδικότερα, με βάση τα ευρήματα της έρευνας, ερωτηθέντες ψωνίζουν με βασικά κριτήρια την ποιότητα, την τιμή αλλά και την προέλευση των προϊόντων. Οπως επισημαίνεται σχετικά, η μεγάλη σημασία που αποδίδουν οι καταναλωτές στην προέλευση ενδεχομένως «να συνδέεται με την αντίληψη των ατόμων για την ανάγκη στήριξης της εθνικής οικονομίας με προτίμηση στα ελληνικά προϊόντα» . Παράλληλα βέβαια δίνουν μεγαλύτερη σημασία στην τιμή από τις προσφορές. Τούτο πρακτικά σημαίνει ότι ενδιαφέρονται περισσότερο για σταθερά χαμηλές τιμές και λιγότερο για παροδικές προσφορές ή άλλες προωθητικές ενέργειες που δεν οδηγούν σε χαμηλότερο κόστος απόκτησης. Αναφορικά με τη συχνότητα αγορών στις αλυσίδες λιανικού εμπορίου, αξίζει να σημειωθεί ότι οι καταναλωτές επισκέπτονται τα σουπερμάρκετ κατά μέσο όρο περίπου επτά φορές τον μήνα.
Το 50,5% των ερωτηθέντων ψωνίζει ως τέσσερις φορές τον μήνα. Η εβδομαδιαία επίσκεψη είναι η δημοφιλέστερη συχνότητα στα νοικοκυριά της έρευνας. Μόνο το 7% των καταναλωτών ψωνίζει συχνότερα από 10 φορές τον μήνα. Τα στοιχεία αυτά καταδεικνύουν τις αλλαγές στον τρόπο ζωής αλλά και στη δομή της οικογένειας που συρρίκνωσαν τον χρόνο που διατίθεται για αγορές. Επίσης το 56% των ερωτηθέντων αφήνει ως 50 ευρώ κάθε φορά που ψωνίζει, το 32% δαπανά από 51 ως 100 ευρώ και μόνο το 12% ξεπερνά τα 100 ευρώ σε μια τυπική επίσκεψη στο σουπερμάρκετ. Η μέση δαπάνη ανά επίσκεψη στο σουπερμάρκετ εκτιμάται σε σχεδόν 67 ευρώ.
Η μέση μηνιαία δαπάνη ανέρχεται σε 334 ευρώ και είναι μειωμένη έναντι του 2010 που ήταν 347 ευρώ. Η εκτιμηθείσα μηνιαία δαπάνη είναι μεγαλύτερη στην πελατεία των μεγάλων αλυσίδων, ενώ οι πελάτες των discounters και των μικρών σουπερμάρκετ έχουν χαμηλότερη μέση μηνιαία δαπάνη. Το 93,3% των ερωτηθέντων δήλωσε ότι έχει προαποφασίσει ποια είδη θα αγοράσει προτού πάει στο σουπερμάρκετ! Είναι επίσης εντυπωσιακό ότι το ποσοστό των προαποφασισμένων καταναλωτών που ψωνίζει με γραπτή ή νοερή λίστα αγορών μειώνεται δραματικά, όταν η ερώτηση αφορά όχι ποια είδη θα αγοράσουν αλλά ποιες μάρκες. Στο θέμα της μάρκας προαποφασισμένο εμφανίζεται μόνο το 58% των ερωτηθέντων. Εχουν περιοριστεί σημαντικά οι λεγόμενες παρορμητικές αγορές και είναι αυστηρός ο προγραμματισμός των καταναλωτών. Ενώ περίπου οι μισοί έχουν προκαθορισμένες προτιμήσεις για μάρκες, οι άλλοι μισοί καταναλωτές επιλέγουν μάρκες μέσα στο κατάστημα.
ΕΝΤΥΠΗ ΕΚΔΟΣΗ