– Κύριε διοικητά, πιστεύετε ότι οι αποφάσεις της Ευρωπαϊκής Ενωσης στις συνόδους κορυφής της 11ης και της 25ης Μαρτίου λύνουν το ελληνικό πρόβλημα;
«Διευκολύνουν οπωσδήποτε τους χειρισμούς αλλά δεν λύνουν από μόνες τους το πρόβλημα. Η ΕΕ και το ΔΝΤ δεν μπορούν, π.χ., να εκσυγχρονίσουν το κράτος, να συμμαζέψουν τις δαπάνες, να καταργήσουν άχρηστους οργανισμούς, να περιορίσουν τη φοροδιαφυγή, να δώσουν ώθηση στην ανάπτυξη. Ολα αυτά είναι δική μας δουλειά και δική μας ευθύνη που πρέπει να αναλάβουμε με συνείδηση της κρισιμότητας των καιρών».
– Στην περυσινή γενική συνέλευση των μετόχων της ΤτΕ ταχθήκατε υπέρ μιας γενναίας δημοσιονομικής προσαρμογής, μιλήσατε μάλιστα για 5% του ΑΕΠ. Η προσαρμογή αυτή επετεύχθη αλλά δεν αποκαταστάθηκε η εμπιστοσύνη των αγορών. Συμφωνείτε ότι αυτό ενισχύει τα επιχειρήματα όσων υποστηρίζουν ότι «το μνημόνιο απέτυχε»;
«Εκείνοι που υποστηρίζουν την άποψη αυτή δεν έχουν κατανοήσει ότι το μνημόνιο απέτρεψε τη χρεοκοπία και εξασφαλίζει πόρους σε μια εποχή που οι αγορές μάς έχουν αποκλείσει. Περιλαμβάνει τις απολύτως απαραίτητες δράσεις, δεν είναι όμως η απόλυτη πανάκεια. Σε εμάς εναπόκειται η ευθύνη να κινηθούμε συντεταγμένα, γρήγορα και αποφασιστικά προς μια κατεύθυνση διαφορετική από αυτήν που είχαμε ακολουθήσει στο παρελθόν και που οδηγούσε σε ελλείμματα, στον αέναο δανεισμό και στον κρατισμό, σε όλα αυτά δηλαδή που μας έφεραν στην κρίση. Πρέπει να το καταλάβουμε: δεν υπάρχει δυνατότητα επιστροφής. Ο κύκλος αυτός έκλεισε οριστικά και η παραμικρή απόπειρα να προσφύγουμε στις αποτυχημένες συνταγές του παρελθόντος μόνο τεράστια προβλήματα θα δημιουργήσει. Και φυσικά για να πετύχουμε χρειάζεται να βάλουμε πλάτη όλοι».
– Σε μια οικονομία που βρίσκεται σε παρατεταμένη ύφεση πόσο ρεαλιστικός είναι ο στόχος της αλλαγής του προτύπου ανάπτυξης;
«Κατ΄ αρχάς επρόκειτο για ένα στρεβλό πρότυπο ανάπτυξης που μας οδήγησε στην κρίση. Ηταν μια “ανάπτυξη” στηριγμένη στην εγχώρια κατανάλωση, δημόσια και ιδιωτική, που τροφοδοτήθηκε με δανεισμό του Δημοσίου και των νοικοκυριών, με αρνητική εγχώρια αποταμίευση και συνεχή μεταφορά πόρων από τον επιχειρηματικό στον αντιπαραγωγικό δημόσιο τομέα. Ηταν ένα πρότυπο που ικανοποιούσε τον καταναλωτισμό του παρόντος εις βάρος του μέλλοντος και βασίστηκε στην ψευδαίσθηση ότι η ανάπτυξη μπορεί να προέλθει από τον δημόσιο τομέα».
– Με ποιο «νέο πρότυπο» θα ξανακερδίσουμε το μέλλον;
«Το νέο πρότυπο που χρειαζόμαστε σήμερα σημαίνει στροφή από την κατανάλωση στην αποταμίευση και στην επένδυση, από τον κρατισμό στον ανταγωνισμό και στην επιχειρηματική πρωτοβουλία. Σημαίνει επίσης ενίσχυση του εξαγωγικού προσανατολισμού της οικονομίας. Ο λόγος των εξαγωγών αγαθών και υπηρεσιών προς το ΑΕΠ είναι στην Ελλάδα ο μισός περίπου του αντιστοίχου στη ζώνη του ευρώ, 21% έναντι 40,5% το 2010. Μάλιστα η σχετική θέση της χώρας μας έχει επιδεινωθεί διαχρονικά.
Οι εγχώριοι πόροι που θα μπορούσαν να χρηματοδοτήσουν την ανάπτυξη είναι ασφυκτικά περιορισμένοι. Θα σας θυμίσω εδώ ότι το ποσοστό της καθαρής εθνικής αποταμίευσης ήταν αρνητικό (-13,9% το 2010) σε ολόκληρη την περίοδο μετά το 2002. Πρέπει συνεπώς να καταφύγουμε αναγκαστικά στην εισαγόμενη αποταμίευση, να προσελκύσουμε δηλαδή άμεσες ξένες επενδύσεις. Οι συνθήκες είναι δύσκολες, το κλίμα που επικρατεί για την Ελλάδα είναι δυσμενές και οι αβεβαιότητες μεγάλες. Εχουμε όμως την ευκαιρία να βελτιώσουμε την κατάσταση αν εφαρμόσουμε με ταχύτητα, τόλμη και φαντασία ένα συνεκτικό πρόγραμμα για την αξιοποίηση της δημόσιας περιουσίας, δημιουργώντας ελκυστικές ευκαιρίες για την εισροή ξένων επενδύσεων».
– Ο βηματισμός των μεταρρυθμίσεων είναι βραδύς σε σχέση με τη δυναμική του χρέους, που είναι εξαιρετικά δυσμενής.
«Για να πείσουμε τις αγορές χρειάζεται μια ισχυρή επανεκκίνηση της προσπάθειας, μια νέα, πιο αποφασιστική ώθηση των μεταρρυθμίσεων στον δημόσιο τομέα και των διαρθρωτικών αλλαγών στις αγορές, που θα βελτιώνουν ουσιαστικά την ανταγωνιστικότητα και θα δημιουργούν τις κατάλληλες συνθήκες για την ανάπτυξη. Αν δεν ανακτηθεί σύντομα η απολεσθείσα ανταγωνιστικότητα, η ανάπτυξη θα βραδύνει. Σύμφωνα με εκτιμήσεις της Τράπεζας της Ελλάδος, την περίοδο 2001-2009 η ανταγωνιστικότητά μας είχε υποχωρήσει σωρευτικάκατά 18,5% βάσει των σχετικών τιμών καταναλωτή και κατά 28% βάσει του σχετικού κόστους εργασίας ανά μονάδα προϊόντος. Το 2010 όμως η ανταγωνιστικότητα βάσει του πρώτου δείκτη βελτιώθηκε οριακά (κατά 0,5%), ενώ βάσει του δεύτερου δείκτη βελτιώθηκε αισθητά (κατά 6%). Παρά ταύτα, το έδαφος που χρειάζεται ακόμη να ανακτηθεί παραμένει μεγάλο». – Οι αλλεπάλληλες υποβαθμίσεις των τραπεζών σφραγίζουν όλο και περισσότερο τις πόρτες των αγορών. Τι μπορούν να κάνουν οι τράπεζες εκτός από το να περιμένουν το επόμενο πακέτο ενίσχυσης;
«Οι ελληνικές τράπεζες δέχονται χωρίς δική τους υπαιτιότητα τα απόνερα του δημοσιονομικού εκτροχιασμού, σε αντίθεση με ό,τι συνέβη σε άλλες χώρες κατά τη διάρκεια της χρηματοπιστωτικής κρίσης. Εχοντας πρακτικά αποξενωθεί από τις διεθνείς αγορές και έχοντας απολέσει σημαντικό τμήμα των καταθέσεών τους, συνεχίζουν να αντιμετωπίζουν σοβαρές προκλήσεις. Μέσα σε αυτό το δύσκολο περιβάλλον θα κληθούν να αναπροσαρμόσουν το επιχειρηματικό τους μοντέλο και να μειώσουν την εξάρτησή τους από τη χρηματοδότηση που τους παρέχει η ΕΚΤ. Η συνένωση δυνάμεων είναι όχι μόνο αναγκαία αλλά και αναπόφευκτη κάτω από τις δεδομένες συνθήκες. Τα δεδομένα έχουν άρδην αλλάξει. Οσοι ατενίζουν το μέλλον μυωπικά συνήθως βλέπουν τα γεγονότα να τους ξεπερνούν». – Οι οίκοι αξιολόγησης προεξοφλούν όλο και περισσότερο την αναδιάρθρωση του χρέους.Στο περιβάλλον των αγορών η βεβαιότητα μιας πρόβλεψης δεν καθιστά αναπόφευκτη την εκπλήρωσή της;
«Δική μας ευθύνη είναι να διαψεύσουμε τις προβλέψεις αυτές. Και αυτό μπορεί να γίνει με έναν και μόνο τρόπο: να κινηθούμε με περισσότερη τόλμη, ταχύτερα, πιο αποφασιστικά. Ετσι θα έρθει πιο γρήγορα η αλλαγή του κλίματος και η ανάκαμψη».
ΕΝΤΥΠΗ ΕΚΔΟΣΗ