Πριν από λίγες ημέρες, ο μεγαλύτερος «έλληνας γαλατάς», η Vivartia ΑΕ του ομίλου της MIG, ανακοίνωσε, σχεδόν πρώτη απ’ όλες τις επιχειρήσεις, τη μείωση της τιμής του παστεριωμένου γάλακτος κατά 3%. Στη σχετική ανακοίνωση που εξέδωσε σημειώνει ότι «σήμερα, παρατηρείται μείωση της τιμής πρώτης ύλης σε πανευρωπαϊκό επίπεδο, η οποία λογικά πρέπει να επηρεάσει και την τιμή της ελληνικής πρώτης ύλης». Το μήνυμα ήταν σαφές: ή με τους καταναλωτές ή με τους κτηνοτρόφους.


Πέρυσι, η Vivartia κατόρθωσε να βελτιώσει σημαντικά τη θέση της στην αγορά του παστεριωμένου γάλακτος, εκμεταλλευόμενη κυρίως τη συντηρητική πολιτική των άλλων γαλακτοβιομηχανιών και ασκώντας η ίδια επιθετική εμπορική πολιτική. Η πρόσφατη κίνηση του πολυσυζητημένου το τελευταίο διάστημα κ. Ανδρ. Βγενόπουλου εγκαινιάζει μια αντίστοιχη πολιτική και στο επίπεδο των τιμών· την ίδια στιγμή που οι δύο βασικοί της ανταγωνιστές στην αγορά του παστεριωμένου γάλακτος, οι Ολυμπος ΑΕ και Μεβγάλ ΑΕ, δεν φέρονται διατεθειμένοι – ή μάλλον δεν έχουν τη δυνατότητα – να την παρακολουθήσουν. Αν και στο «στόχαστρο» της Vivartia ΑΕ φαίνεται να είναι οι μικρές γαλακτοβιομηχανίες, αυτές που στις μετρήσεις ερευνών καταγράφονται ως «others» («άλλοι»), οι οποίες συνολικά διατηρούν μια πολύ ισχυρή παρουσία, με μερίδιο περίπου 30%, σε μια αγορά που «τζιράρει» ετησίως περί τα 330 εκατ. ευρώ. Και το παράδοξο είναι ότι τουλάχιστον οι περισσότερες από αυτές πουλούν το παστεριωμένο γάλα σε τιμές κατά πολύ υψηλότερες από τις μεγάλες γαλακτοβιομηχανίες.


* Η άνοδος των τιμών


Η συγκυριακή άνοδος των τιμών παραγωγού του γάλακτος, που παρατηρήθηκε πέρυσι στην ευρωπαϊκή αγορά, είναι προφανές ότι ευνόησε και τους έλληνες κτηνοτρόφους, οι οποίοι, παρ’ ότι από δικές τους καταγγελίες ενεργοποιήθηκε η Επιτροπή Ανταγωνισμού, έβλεπαν τη μέση τιμή παραγωγού να διατηρείται σε χαμηλά επίπεδα. Σύμφωνα με τα στοιχεία του Ελληνικού Οργανισμού Γάλακτος (ΕΛΟΓ), τον Ιούλιο του 2007 η τιμή παραγωγού ήταν 37 λεπτά το λίτρο, τον Ιανουάριο του 2008 ανήλθε στα 46 λεπτά και τον περασμένο Μάρτιο στα 44 λεπτά. Σήμερα, η μέση τιμή παραγωγού κυμαίνεται από 41 ως και 43 λεπτά το λίτρο. Και στη διάρκεια των τελευταίων μηνών δεν έλειψαν οι διαμαρτυρίες των κτηνοτρόφων, κυρίως της Δυτικής Μακεδονίας, για τη μείωση της τιμής παραγωγού, πόσο μάλλον που τον τελευταίο χρόνο οι τιμές των ζωοτροφών, λόγω της διεθνούς διατροφικής κρίσης, έχουν διπλασιαστεί.


Είναι γεγονός επίσης ότι στη διάρκεια των τελευταίων μηνών οι περισσότερες, αν όχι όλες, γαλακτοβιομηχανίες (κυρίως οι ιδιωτικές) επιθυμούν τη μείωση της τιμής της πρώτης ύλης. Ωστόσο, καμία δεν το αποπειράται – είναι πρόσφατη εξάλλου η καταδίκη των μεγαλύτερων γαλακτοβιομηχανιών από την Επιτροπή Ανταγωνισμού. Η παράκληση όμως του υπουργείου Ανάπτυξης για μείωση των τιμών παρέχει την κάλυψη για μια τέτοια προσπάθεια ή θα έχει τουλάχιστον την ανοχή της κυβέρνησης. Ομως, η Vivartia ΑΕ ήταν τελικώς μόνη της στη μείωση των τιμών. Καμία άλλη γαλακτοβιομηχανία δεν ακολούθησε. Ολες οι άλλες μεγάλες εταιρείες του κλάδου περιορίστηκαν να δηλώσουν ότι δεν πρόκειται να κάνουν καμία αύξηση τιμών εντός του 2008. Και τούτο αποτελεί ενδεικτικό στοιχείο της οικονομικής κατάστασης που επικρατεί στον κλάδο της εγχώριας γαλακτοβιομηχανίας.


Οπως λέγεται χαρακτηριστικά «η Vivartia έχει πίσω της τα δισεκατομμύρια της MIG και μπορεί να χάσει όσα κεφάλαια θέλει, χωρίς να έχει πρόβλημα». Αυτό όμως δεν ισχύει π.χ. για τη Μεβγάλ ΑΕ, μια εμβληματική γαλακτοβιομηχανία της Βορείου Ελλάδος, η οποία πέρυσι για πρώτη φορά εμφάνισε ζημιές – περίπου 1.000.000 ευρώ. Οπως δεν ισχύει και για τους θεσσαλούς αδελφούς Σαράντη, που τα κέρδη της Ολυμπος ΑΕ, μιας από τις πιο δυναμικές γαλακτοβιομηχανίες των τελευταίων χρόνων, ήταν μόλις 1,5 εκατ. ευρώ. Από την άλλη πλευρά, η Αγνό ΑΕ του κ. Ν. Κολιού έχει ζημιά μερικών εκατομμυρίων ευρώ κάθε χρόνο. Πρόκειται για την εταιρεία που πουλάει το πιο φθηνό, επώνυμο παστεριωμένο γάλα.


Το 2007 ήταν για τη Vivartia ΑΕ μια καλή χρονιά, αφού έπειτα από ορισμένα δύσκολα χρόνια το παστεριωμένο γάλα της κατόρθωσε να αυξήσει σημαντικά το μερίδιό του στην αγορά. Σύμφωνα με πηγές της αγοράς, από 31,6% που ήταν το μερίδιό της το 2006 ανήλθε πέρυσι στο 36,7%, κερδίζοντας πέντε ολόκληρες μονάδες. Οπως εξηγούν πηγές της αγοράς, τούτο οφείλεται σε τρεις παράγοντες: πρώτον, στην επιθετική εμπορική της πολιτική, δεύτερον, στη συντηρητική πολιτική των άλλων γαλακτοβιομηχανιών, καθώς και στην αποχώρηση της Φάγε ΑΕ από την αγορά του παστεριωμένου γάλακτος (μεταφέρθηκε στην αγορά του γάλακτος υψηλής παστερίωσης). Οι αδελφοί Σαράντη πέρυσι εν γνώσει τους περιόρισαν το μερίδιό τους στην αγορά – από 16,1% το 2006 μειώθηκε στο 14,6% το 2007 -, επιδιώκοντας να βελτιώσουν την κερδοφορία του προϊόντος, με τη μείωση κυρίως των επιστροφών – πρόκειται για να ένα σοβαρό κοστολογικό στοιχείο του παστεριωμένου γάλακτος. Με μια παρόμοια συντηρητική πολιτική κινήθηκε και η Μεβγάλ ΑΕ, της οποίας το μερίδιο αυξήθηκε ανεπαίσθητα, από 11,7% σε 11,8%, ενώ αντιθέτως αυξήθηκε το μερίδιο της Αγνό ΑΕ από 4,7% σε 6,5%.


Αξιοσημείωτο ακόμα είναι το γεγονός ότι τα προϊόντα ιδιωτικής ετικέτας – δηλαδή το παστεριωμένο γάλα που παράγεται για λογαριασμό των αλυσίδων σουπερμάρκετ – από το 0,3% της αγοράς το 2006 ανήλθε στο 1,1%, ενώ το σύνολο των μικρών και κυρίως τοπικών γαλακτοβιομηχανιών, αν και μειώθηκε, διατηρείται σε υψηλά επίπεδα – συνεχίζει να κατέχει το 29,3% της αγοράς.


Η επιθετική συμπεριφορά της Vivartia ΑΕ στην προκειμένη περίπτωση, πέραν του γεγονότος ότι αποσκοπεί στη νομιμοποίηση της μείωσης των τιμών παραγωγού, αποβλέπει ακόμα στη βελτίωση του μεριδίου της από τη συρρίκνωση του μεριδίου των μικρών γαλακτοβιομηχανιών, οι οποίες κατ’ ανάγκην πουλάνε το παστεριωμένο γάλα σε τιμές υψηλότερες από αυτές της Vivartia ΑΕ.


* Η αγορά του παστεριωμένου


Και ενώ όλα αυτά συμβαίνουν στην αγορά του παστεριωμένου γάλακτος, η… ίδια δεν διανύει την καλύτερή της φάση. Από το 2007, έπειτα από χρόνια ανόδου, η αγορά του παστεριωμένου γάλακτος έχει αρχίσει να χάνει έδαφος. Πέρυσι μειώθηκε κατά περίπου 4%. Ο κίνδυνος που την απειλεί είναι το γάλα υψηλής παστερίωσης. Πρόκειται για ένα προϊόν που αρχίζει και γίνεται «συμβατό» με τις σύγχρονες καθημερινές ανάγκες μεγάλου ποσοστού των καταναλωτών. Ο ετήσιος ρυθμός ανάπτυξής του είναι εντυπωσιακός. Πέρυσι μάλιστα οι εξελίξεις επιβεβαίωσαν την πριν από χρόνια – περίπου από τα μέσα της δεκαετίας του 1990 – επιλογή της Friesland Hellas ΑΕ να «ανοίξει» τη συγκεκριμένη αγορά. Σύμφωνα με στοιχεία της αγοράς, στη διάρκεια του 2007 η κατανάλωση του παστεριωμένου γάλακτος μειώθηκε από 56% στο 52% της συνολικής αγοράς γάλακτος, σημειώνοντας μείωση κατά 7,2% σε όγκο. Αντιθέτως, η αγορά του γάλακτος υψηλής παστερίωσης αυξήθηκε από 20% σε 24% στο σύνολο της συνολικής αγοράς γάλακτος, σημειώνοντας αύξηση κατά 20% σε όγκο. Η ανάπτυξη του γάλακτος υψηλής παστερίωσης προήλθε αποκλειστικά από τη μείωση της κατανάλωσης του παστεριωμένου, αφού πέρυσι η αγορά του εβαπορέ – μια αγορά άλλοτε κραταιά, αλλά σταθερά φθίνουσα εδώ και αρκετά χρόνια – παρέμεινε σταθερή και διατήρησε το 23% της συνολικής αγοράς γάλακτος.


* Οι καταναλωτές και οι παραγωγοί


Οι καταναλωτές αγοράζουν το παστεριωμένο γάλα από 0,96 ευρώ ως και 2,15 ευρώ το λίτρο. Πρόκειται για μια ευρεία γκάμα τιμών, όπου κανείς μπορεί να επιλέξει ό,τι γάλα επιθυμεί, συνεταιριστικό ή ιδιωτικό, μικρής τοπικής γαλακτοβιομηχανίας ή μεγάλης, με υψηλότερα ή χαμηλότερα λιπαρά. Αυτό όμως που είναι βέβαιο είναι ότι η ελληνική γαλακτοβιομηχανία βρίσκεται σε μια εξαιρετικά ευαίσθητη κατάσταση: από τη μια πλευρά βάλλεται διότι το προϊόν της είναι ακριβό – συγκρινόμενο με άλλες ευρωπαϊκές χώρες και κυρίως της Βορείου Ευρώπης, που είναι κατά βάση γαλακτοπαραγωγικές ή δεν έχουν ΦΠΑ ή είναι χαμηλότερος ο ΦΠΑ – και από την άλλη πλευρά με εξαίρεση δύο περιπτώσεων, της Vivartia ΑΕ και της ολλανδικής συνεταιριστικής Friesland Hellas ΑΕ, δεν διαθέτουν τα κεφάλαια για να χρηματοδοτήσουν σε υγιή βάση την ανάπτυξή τους. Και φυσικά είναι αντιμέτωποι με τις δυσλειτουργίες και τις αντινομίες της ελληνικής αγοράς. Κλασσικότερη των οποίων είναι οι ζώνες γάλακτος να απέχουν πολύ από την αγορά της Αττικής, που βρίσκεται ο περίπου μισός πληθυσμός της Ελλάδας, επιβαρυνόμενες έτσι από το υψηλό κόστος μεταφοράς.


Αν η επιθετική πολιτική της Vivartia ΑΕ εκδηλώνεται κυρίως με τη μείωση τιμών καταναλωτή και παραγωγού, η Friesland έπειτα από αρκετά χρόνια προσπαθειών πρόκειται ως τις αρχές του επομένου χρόνου να δραστηριοποιηθεί παραγωγικά στην αγορά του παστεριωμένου γάλακτος. Γεωγραφική της επιλογή είναι η Βόρειος Ελλάδα, όπου υπάρχει και η μεγαλύτερη ζώνη γάλακτος. Προς τούτο μάλιστα είναι διατεθειμένη να επενδύσει από 50 ως 80 εκατ. ευρώ. Κεφάλαια ωστόσο διαθέτει αρκετά. Πρόσφατα η συγχώνευση των δύο ολλανδικών συνεταιρισμών στην Ολλανδία, Friesland και Campina, έχει συσσωρεύσει ένα πολύ υψηλό διαθέσιμο κεφάλαιο για επενδύσεις. Επίσης, διαθέτει ένα ισχυρό brand name. Και φυσικά σχεδιάζει η είσοδός της στην αγορά του παστεριωμένου γάλακτος να έχει αξιώσεις ενός σημαντικού μεγέθους. Ως εκ τούτου, τα δεδομένα του ανταγωνισμού θα αλλάξουν.


Η Φάγε ΑΕ, των αδελφών Φιλίππου, των μεγαλύτερων «γιαουρτάδων» της αγοράς, έχει αρκετά προβλήματα. Πέρυσι επιδίωξε να ανακτήσει το χαμένο έδαφος των προηγούμενων χρόνων στην αγορά της γιαούρτης. Επί δώδεκα μήνες είχε προσφορά δωρεάν προϊόντος 33% (στα τρία το ένα δώρο). Και «μάτωσε». Ανέκτησε βεβαίως μερίδιο, αλλά οι ζημιές της αυξήθηκαν στα 19,3 εκατ. ευρώ, όπως και οι χρηματοοικονομικές της επιβαρύνσεις.


Ενώ όμως βελτίωσε το μερίδιό της στην αγορά της γιαούρτης, οι επιδόσεις της στην αγορά του γάλακτος υψηλής παστερίωσης «χωλαίνουν». Το μερίδιό της είναι μονοψήφιο και συρρικνούμενο, περίπου στο 7%. Ετσι δημιουργούνται ερωτήματα για το μέλλον του εργοστασίου της στο Αμύνταιο της Φλώρινας. Το γεγονός ότι όπως λέγεται «αφήνει γάλα», δηλαδή μειώνει τις ημερήσιες ποσότητες γάλακτος που εισκομίζει στο εργοστάσιο προς επεξεργασία, έχει προκαλέσει ανασφάλεια στους κτηνοτρόφους της περιοχής, ορισμένοι από τους οποίους αναζητούν άλλες γαλακτοβιομηχανίες για να δίνουν το γάλα. Αλλά δεν φαίνεται να είναι διατεθειμένη να αποχωρήσει κι από την αγορά του γάλακτος υψηλής παστερίωσης.


* Ζημιογόνες χρήσεις


Αλλά και η ζημιογόνος χρήση της Μεβγάλ ΑΕ πέρυσι δεν είναι το μοναδικό πρόβλημα που αντιμετωπίζει η τρίτη σε μέγεθος γαλακτοβιομηχανία της ελληνικής αγοράς. Οι μετοχικές διενέξεις, οι οποίες περιεπλάκησαν με την απόκτηση της Vivartia ΑΕ από τη MIG και οι δικαστικές συγκρούσεις, που επικρατούν τα τελευταία δύο χρόνια είναι βέβαιο ότι την έχουν εξασθενήσει. Οπως επίσης και η καταδικαστική απόφαση της Επιτροπής Ανταγωνισμού. Είναι άδηλο, προς το παρόν τουλάχιστον, το μέλλον των εσωτερικών συγκρούσεων, αν και η διοίκησή της προσπαθεί να διατηρηθεί στο πλαίσιο του ανταγωνισμού, όπως αυτό διαμορφώνεται. Με βάση τα τελευταία δεδομένα, πριν από λίγους μήνες εκδικάστηκε η διαμάχη που αφορούσε τη νομιμότητα της πώλησης του μεριδίου που κατείχε στην εταιρεία η κυρία Μαίρη Χατζάκου στην πρώην Δέλτα και νυν Vivartia. Η πρωτόδικη απόφαση ήταν σε βάρος της κυρίας Χατζάκου, σε βάρος της Vivartia και της MIG. Εκκρεμεί βεβαίως η υπόθεση στο δεύτερο βαθμό, αλλά κύκλοι της MIG δεν εμφανίζονται ιδιαίτερα αισιόδοξοι για την εξέλιξη της υπόθεσης, αλλά και γενικότερα θερμοί στην προοπτική απόκτησης της εταιρείας. Ετσι τουλάχιστον φαίνεται. Παράλληλα, πέρυσι κατόρθωσε να σταθεροποιήσει το μερίδιό της στην αγορά και επενδύει ιδιαίτερα στην αγορά των τυροκομικών προϊόντων – όπου πέρυσι είχε καλές επιδόσεις – η οποία βρίσκεται σε ανοδική φάση.


Στον Νομό Ροδόπης, η Ολυμπος απέκτησε προσφάτως τη γαλακτοβιομηχανία Ροδόπη και οι αδελφοί Σαράντη θεωρούν ότι οι Νομοί Ροδόπης, Εβρου, Δράμας και Καβάλας, είναι η αγορά στην οποία σκοπεύουν να διεκδικήσουν ένα ισχυρό μερίδιο αγοράς. Εκ των πραγμάτων λοιπόν αναμένεται να πιεστεί η ακριτική Εβροφάρμα και να ενταθεί ο ανταγωνισμός στην περιοχή.


ΟΙ ΠΡΩΤΑΓΩΝΙΣΤΕΣ



Οι κκ. Α. Βγενόπουλος, Ι. Φιλίππου, Πετρ. Παπαδάκης και Δ. Σαράντης (στις φωτογραφίες από αριστερά) είναι οι πρωταγωνιστές των εξελίξεων στην αγορά του γάλακτος. Ο πρώτος, με την άνεση που του παρέχουν τα αραβικά κεφάλαια, θεωρεί ότι είναι η στιγμή για να «ξεκαθαρίσει» το τοπίο στην ελληνική γαλακτοβιομηχανία. Η Friesland, που αποτελεί και τον δεύτερο σε μέγεθος «παίκτη» στην αγορά του γάλακτος, πρόκειται να επενδύσει στην αγορά του παστεριωμένου γάλακτος, από την οποία έχει αποχωρήσει ο δεύτερος, αλλά και οι επιδόσεις του στην αγορά του γάλακτος υψηλής παστερίωσης δεν είναι σπουδαίες, ενώ οι δύο τελευταίοι ακολουθώντας μία κατ’ ανάγκην συντηρητική πολιτική αποζητούν κερδοφόρα μερίδια αγοράς. Και δεν αποκλείεται «συμπρωταγωνιστής» των εξελίξεων να αναδειχθεί για μία ακόμη φορά ο έλληνας κτηνοτρόφος, ο οποίος το τελευταίο διάστημα βλέπει έντρομος να χάνει την αύξηση που κέρδισε τον τελευταίο χρόνο…


Οι αντιδράσεις στην Ευρώπη


Στη διάρκεια των τελευταίων εβδομάδων στη γερμανική ύπαιθρο εκτυλίσσονται πρωτοφανείς σκηνές, όχι μόνο για τα γερμανικά αλλά και για τα ευρωπαϊκά δεδομένα. Οι γερμανοί κτηνοτρόφοι – ιδιότητα που προσιδιάζει περισσότερο στην έννοια του επιχειρηματία, ενώ αντιθέτως οι έλληνες συνάδελφοί τους παραπέμπουν σε μια εκσυγχρονισμένη εκδοχή του παλιού βοσκού – καταστρέφουν καθημερινά τεράστιες ποσότητες γάλακτος, διαμαρτυρόμενοι για την προσπάθεια μείωσης των τιμών παραγωγού που επιχειρείται από τις γαλακτοβιομηχανίες. Παράλληλα εμποδίζουν τις εισαγωγές γάλακτος από χώρες της Κεντρικής Ευρώπης.


Οι συνήθως υπερβολικοί στις εκδηλώσεις τους έλληνες συνάδελφοί τους υστερούν καταφανέστατα. Οι πολυήμερες διαμαρτυρίες των γερμανών κτηνοτρόφων ανάγκασαν τελικώς τη γερμανίδα καγκελάριο κυρία Ανγκελα Μέρκελ να δηλώσει – έστω και με αρκετή καθυστέρηση – ότι οι διαμαρτυρόμενοι κτηνοτρόφοι έχουν δίκιο. Οι γερμανοί κτηνοτρόφοι ζητούν να πληρώνονται με 43 λεπτά ανά λίτρο το γάλα που παραδίδουν στις γαλακτοβιομηχανίες – στην Ελλάδα σήμερα η μέση τιμή παραγωγού είναι 41-43 λεπτά το λίτρο -, ενώ η σημερινή τιμή κυμαίνεται από 28 ως 34 λεπτά το λίτρο.


Επειτα από πολυήμερες διαμαρτυρίες που θορύβησαν όχι μόνο τη γερμανική κυβέρνηση και τη γαλακτοβιομηχανία αλλά και τις Βρυξέλλες, την περασμένη Πέμπτη με δική της πρωτοβουλία η Lidl, ένας από τους δύο μεγαλύτερους discounters της γερμανικής αγοράς, ανακοίνωσε ότι θα αυξήσει τις τιμές πώλησης του παστεριωμένου γάλακτος κατά 10 λεπτά και κατά 20 λεπτά το βούτυρο στη συσκευασία των 250 γραμμαρίων. Αυτές οι δύο αυξήσεις θα δοθούν εξ ολοκλήρου στους κτηνοτρόφους.


Εν τω μεταξύ οι υπουργοί Γεωργίας 16 ομόσπονδων κρατιδίων της Γερμανίας μαζί με τον ομοσπονδιακό υπουργό Γεωργίας Ορστ Ζεεχόφερ δήλωσαν τη στήριξή τους στους γαλακτοπαραγωγούς. Εκτός όμως από τους γερμανούς κτηνοτρόφους, στις χαμηλές τιμές παραγωγού αντιδρούν και κτηνοτρόφοι από το Βέλγιο, την Ολλανδία, τη Λετονία και την Ελβετία. Κυρίως διαμαρτύρονται για την πτώση των τιμών του γάλακτος από τον Απρίλιο, σε μια περίοδο όμως που έχει αυξηθεί κατά 7 λεπτά το κόστος από την αύξηση των τιμών της ενέργειας και των ζωοτροφών.


Σύμφωνα με τη Γιούτα Βάις, εκπρόσωπο της γερμανικής ομοσπονδίας γαλακτοπαραγωγών BDM, το 80% από τους 100.000 γαλακτοπαραγωγούς συμμετέχει στην απεργία. Από την άλλη πλευρά, ο σύνδεσμος των γαλακτοβιομηχάνων, στον οποίο ανήκουν περίπου 100 γαλακτοβιομηχανίες, χαρακτήρισε «παράνομες» τις μορφές αντίδρασης και απείλησε με προσφυγή στα δικαστήρια.