«Δεν επιθυμούμεν να είμεθα αποικία των ξένων επενδυτών αλλά συνεργάται των εντός του ελληνικού χώρου» έλεγε τον Δεκέμβριο του 1969 ο κ. Δ. Μαρινόπουλος, τότε πρόεδρος του Συνδέσμου Ελλήνων Βιομηχάνων (ΣΕΒ), εκδηλώνοντας τη δυσαρέσκειά του στην οικονομική πολιτική της δικτατορίας, η οποία παρείχε αφειδώς προνόμια στις ξένες επιχειρήσεις που επιθυμούσαν να επενδύσουν στην Ελλάδα. Εκ του αποτελέσματος αποδεικνύεται ότι η θέση του τότε προέδρου του ΣΕΒ τουλάχιστον στον βιομηχανικό κόσμο βρήκε ελάχιστη απήχηση. Αντιθέτως όμως ο όμιλος Μαρινόπουλου την τήρησε και συνεχίζει να την τηρεί με «θρησκευτική ευλάβεια», γεγονός που αποδεικνύεται από όλες τις επιχειρηματικές επιλογές του ως σήμερα – με όλους τους ξένους ομίλους η συνεργασία του γίνεται επί ίσοις όροις!


Είναι ένας από τους πιο διεθνοποιημένους ελληνικούς ομίλους με δραστηριότητες σε αρκετές χώρες και σε πολλούς τομείς, τόσο στη βιομηχανία όσο και στο εμπόριο.


* Στο τιμόνι η τρίτη γενιά


Στη διοίκησή του βρίσκεται η τρίτη γενιά – τα τέσσερα πρώτα ξαδέλφια, παιδιά των Γιάννη και Δ. Μαρινόπουλου – επιβεβαιώνοντας για μία ακόμη φορά στη συγκεκριμένη περίπτωση τον ισχυρό ρόλο που παίζει η οικογένεια, εφαρμόζοντας παράλληλα και έναν σύγχρονο τρόπο διοίκησης. Πρόκειται για ένα άτυπο αλλά ουσιαστικό οικογενειακό συμβούλιο, το «συμβούλιο των ξαδέλφων», το οποίο καθορίζει τις επιχειρηματικές τύχες του ομίλου.


Οπως λέγεται χαρακτηριστικά, «δεν υπάρχει αρχηγός, όλες οι αποφάσεις είναι συλλογικές». Απλώς υπάρχει ένας «εσωτερικός καταμερισμός εργασίας» μεταξύ των τεσσάρων εξαδέλφων – των κκ. Π. Ι. Μαρινόπουλου, Στ. Ι. Μαρινόπουλου, Π. Δ. Μαρινόπουλου και Λ. Δ. Μαρινόπουλου – για την αποτελεσματικότερη εξυπηρέτηση των επιχειρηματικών αναγκών της οικογενείας. Ενδεικτικά πάντως σημειώνεται ότι ο κ. Λ. Δ. Μαρινόπουλος «εποπτεύει» την Carrefour – Μαρινόπουλος ΑΕ, στην οποία είναι πρόεδρος, ο κ.Π. Ι. Μαρινόπουλος την αλυσίδα καταστημάτων Starbucks – είναι πρόεδρος της Starbucks – Μαρινόπουλος Εταιρεία Καφέ ΑΕΕ -, ενώ ο κ. Στ. Ι. Μαρινόπουλος την αλυσίδα καταστημάτων Marks & Spencer, ενώ και οι τέσσερις ασχολούνται με τη Φαμάρ ΑΕ. Στις επιχειρηματικές δραστηριότητες της οικογενείας περιλαμβάνονται επίσης οι συνεργασίες με τους ομίλους LVMH (με τα καταστήματα Sephora), Fnac και Grandvision (με τα καταστήματα Grand Optical).


* Νέα αλυσίδα καταστημάτων


Σύντομα πάντως στο χαρτοφυλάκιο των επιχειρηματικών δραστηριοτήτων του ομίλου αναμένεται να προστεθεί μία ακόμη: πρόκειται για την ανάπτυξη αλυσίδας καταστημάτων της αμερικανικής εταιρείας Gap Inc. στην ελληνική αγορά, η οποία μάλλον αντιμετωπίζει προβλήματα στην αμερικανική αγορά και επεκτείνει την παρουσία της σε άλλες χώρες. Στον αμερικανικό όμιλο ανήκουν τα σήματα Banana Pepublic, Old Navy και Piperlime.


Εκτός από την Carrefour-Μαρινόπουλος ΑΕ, που έχει ιδιαίτερο μάνατζμεντ – πρόσφατα στη θέση του κ. Ζερόμ Λουμπέρ τοποθετήθηκε ο κ. Β. Στασινούλιας και ο κ. Λουμπέρ αναμένεται να ασχοληθεί με τις άλλες επιχειρηματικές επιλογές της οικογενείας -, σε όλες τις άλλες επιχειρήσεις του ομίλου τα τέσσερα ξαδέλφια έχουν άμεση εμπλοκή στη διοίκηση. Ηδη πάντως εκπαιδεύεται η τέταρτη γενιά των Μαρινόπουλων. Αυτοί που γνωρίζουν μάλιστα λένε ότι «η εκπαίδευσή τους γίνεται με υποδειγματικό τρόπο, αφού ο κάθε νεαρός γόνος τοποθετείται δίπλα σε έναν παλαιότερο, ο οποίος αναλαμβάνει να γίνει και ο μέντοράς του ουσιαστικά».


Η επιχειρηματική δραστηριότητα της οικογενείας εκτείνεται ήδη σε τρεις αιώνες – είναι μία από τις ελάχιστες παραδοσιακές επιχειρηματικές οικογένειες που παραμένουν κραταιές! Αρχισε στα τέλη του 19ου και συνεχίζεται στον 21ο αιώνα. Ολα λοιπόν ξεκίνησαν πριν από 115 χρόνια. «Τον Νοέμβριο του 1893 ο Δημήτρης Μαρινόπουλος, από την Ελίκη Αιγιαλείας, ίδρυσε το πρώτο φαρμακείο Μαρινόπουλος στη Νεάπολη της Αθήνας. Το πρώτο αυτό μικρό κατάστημα μεταφέρθηκε το 1900 σε μεγαλύτερες εγκαταστάσεις, στη γωνία Σόλωνος και Ζωοδόχου Πηγής. Το 1905 με τον αδελφό του Πάνο ίδρυσαν άλλο ένα φαρμακείο στην οδό Φιλελλήνων» (Ελληνικές επιχειρήσεις στον 20ό αιώνα, εκδόσεις Κέρκυρα, Αθήνα, 2004)


Το 1908 άνοιξε το γνωστό φαρμακείο στην περιοχή της Ομόνοιας και το 1938 στο Κολωνάκι.


Ετσι μεταπολεμικά, στα τέλη της δεκαετίας του 1950, έπειτα από αλλεπάλληλες καταστροφές της ελληνικής οικονομίας, οι οποίες ωστόσο δημιούργησαν και πολλές ευκαιρίες, ήταν μάλλον εύκολο από τα φαρμακεία του κέντρου της Αθήνας η οικογένεια Μαρινόπουλου να περάσει στη βιομηχανία. Το 1949 δημιούργησε τη φαρμακοβιομηχανία Φαμάρ ΑΕ, «η οποία συνεργαζόμενη με φαρμακευτικές εταιρείες του εξωτερικού ανέλαβε την παραγωγή των φαρμακευτικών και καλλυντικών τους προϊόντων» (ό.π.π.). Η δημιουργία της Φαμάρ ΑΕ σηματοδοτεί και την αφετηρία για την ανάπτυξη της επιχειρηματικής δραστηριότητας της οικογενείας στη διάρκεια των τελευταίων 60 χρόνων.


* Βιομηχανία φαρμάκων


Σήμερα η Φαμάρ ΑΕ συγκαταλέγεται μεταξύ των κορυφαίων εταιρειών παραγωγής φαρμάκων και καλλυντικών για λογαριασμό τρίτων στην Ευρώπη. Μάλιστα το εύρος των δραστηριοτήτων της καλύπτει όλο το φάσμα από την ανάπτυξη προϊόντων, τη διαχείριση πρώτων υλών και υλικών συσκευασίας, την παραγωγή και τη συσκευασία φαρμακευτικών και καλλυντικών μορφών ως την αποθήκευση και τη φυσική διανομή ετοίμων προϊόντων. Είναι χαρακτηριστικό το γεγονός ότι διαθέτει εννέα εργοστάσια παραγωγής στην Ελλάδα, στη Γαλλία, στην Ιταλία και στην Ολλανδία, συνολικής έκτασης 200.000 τ.μ., παραγωγικής δυναμικότητας 650 εκατομμυρίων μονάδων, στις οποίες εργάζονται 1.900 εργαζόμενοι. Επίσης διαθέτει και τέσσερα κέντρα διανομής στην Ελλάδα και στη Γαλλία. Η φαρμακοβιομηχανία της οικογενείας Μαρινόπουλου εξυπηρετεί, εκτός της Ελλάδας, μεγάλες ευρωπαϊκές αγορές, μεταξύ των οποίων η Γερμανία, η Ιταλία, η Γαλλία, η Ολλανδία, η Μεγάλη Βρετανία και η Ισπανία, και συνεργάζεται με περισσότερους από 15 πολυεθνικούς φαρμακευτικούς ομίλους.


Ωστόσο τομή στην ανάπτυξη του ομίλου είναι η εμπλοκή του με το λιανεμπόριο και μάλιστα σε μια περίοδο που η έννοια του σουπερμάρκετ ήταν άγνωστη στην ελληνική αγορά. Η δεύτερη γενιά, οι γιοι του Πάνου Μαρινόπουλου, Γιάννης και Δημήτρης, στις αρχές της δεκαετίας του 1960 αποφασίζουν να εισαγάγουν τη μορφή του self service στο λιανεμπόριο, δηλαδή το σύγχρονο σουπερμάρκετ. Αυτό έγινε σε συνεργασία με τον γαλλικό όμιλο Le Printemps και έτσι δίπλα στην επωνυμία Μαρινόπουλος έβαλαν το σήμα Prisunic – το γνωστό ΡΜ, όπως έγινε γνωστό τη δεκαετία του 1970. Η συνεργασία κράτησε αρκετά χρόνια και διαλύθηκε στις αρχές της δεκαετίας του 1990, όταν η Le Printemps οδηγήθηκε σε παρακμή. Τότε ο εταίρος άλλαξε και τη θέση του κατέλαβε ο επίσης γαλλικός όμιλος Promodes. Και στη μία και στην άλλη περίπτωση η οικογένεια Μαρινόπουλου απευθύνθηκε «σε αυτούς που γνωρίζουν τη δουλειά καλύτερα από τους ίδιους». Και το 1999, όταν η Promodes συγχωνεύθηκε με την Carrefour στη νεοδημιουργηθείσα εταιρεία Carrefour – Μαρινόπουλος ΑΕ, η συμμετοχή είναι 50% – 50% μεταξύ του γαλλικού και του ελληνικού ομίλου. Εξάλλου η σύναψη στρατηγικών συμμαχιών, αμοιβαίως επωφελών, αποτελεί ένα ιδιαίτερο χαρακτηριστικό της οικογενείας Μαρινόπουλου. Στη μοναδική εταιρεία όπου ο όμιλος κατέχει μειοψηφική θέση είναι η Dia Hellas ΑΕ, στην οποία ελέγχει το 20%.


Η Μαρινόπουλος Εταιρεία Καφέ ΑΕ («προσωπικό μου στοίχημα» όπως έλεγε ο κ. Π. Ι. Μαρινόπουλος το 2002) είναι αποτέλεσμα της στρατηγικής συνεργασίας του ομίλου Μαρινόπουλου με τη Starbucks Coffee International, θυγατρική της εταιρείας Starbucks Coffee Company. Η Starbucks Corporation είναι ο μεγαλύτερος όμιλος διεθνώς στη διανομή-επεξεργασία καφέ διαθέτοντας περισσότερα από 9.260 καταστήματα στη Β. Αμερική, στην Ευρώπη, στη Μέση Ανατολή και στην Ανατολική Ασία. Σε μόλις πέντε χρόνια λειτουργίας η κοινή ελληνοαμερικανική εταιρεία άνοιξε 65 καταστήματα στην ελληνική αγορά – 53 στην Αττική και 12 σε ακόμη έξι πόλεις -, ενώ διαθέτει περισσότερα από 25 καταστήματα στην Ελβετία, από 10 καταστήματα στην Αυστρία, επτά καταστήματα στην Κύπρο και πρόσφατα επεκτάθηκε και στη Ρουμανία.


Στην εταιρεία Sephora – Μαρινόπουλος ΑΕΕ ανήκουν τα καταστήματα καλλυντικών Sephora και Beauty Shop που λειτουργούν στην Ελλάδα και στα Βαλκάνια. Η Sephora – Μαρινόπουλος ΑΕΕ είναι αποτέλεσμα της συνεργασίας (50% – 50%) του ομίλου LVMH και του ελληνικού ομίλου και διευθύνεται από την κυρία Σάντρα Μαρινοπούλου, σύζυγο του κ. Π. Δ. Μαρινόπουλου. Η LVMH είναι ο διεθνής ηγέτης στην αγορά πολυτελών προϊόντων, όπως τα Moet & Chandon, Dom Perignon, Louis Vuitton, Celine, Kenzo, Givenchy, Christian Lacroix, Fendi, Pucci, Christian Dior, Guerlain, Tag Heuer, Sephora. Αξίζει να σημειωθεί ότι με τη δημιουργία της κοινής εταιρείας ο όμιλος Μαρινόπουλου ενέταξε σε αυτήν και τα καταστήματα Beauty Shop, τα οποία λειτουργεί από το 1982. Σήμερα λειτουργούν 18 καταστήματα Sephora – είναι η πρώτη σε πωλήσεις αλυσίδα καλλυντικών στη Γαλλία και στις ΗΠΑ και η δεύτερη στο σύνολο της ευρωπαϊκής αγοράς – και 91 καταστήματα Beauty Shop στην Ελλάδα και στη Ρουμανία.


* Επέκταση και στα οπτικά είδη


Η Grandvision Μαρινόπουλος ΑΕ είναι αποτέλεσμα της συνεργασίας του ομίλου Μαρινόπουλου με την Grandvision ΑΕ Γαλλίας, η οποία κατέχει ηγετική θέση παγκοσμίως στον χώρο της αγοράς οπτικών ειδών. Η Grandvision διαθέτει πάνω από 480 καταστήματα σε Γαλλία, Αγγλία, Ιρλανδία, Βέλγιο, Λουξεμβούργο, Ελβετία, Ιταλία, Ισπανία, Πορτογαλία και Τσεχία.


Η πλέον πρόσφατη συνεργασία του ομίλου είναι με τον επίσης γαλλικό όμιλο Pinault – Printemps – Redoute, στον οποίο ανήκουν τα καταστήματα Fnac (βιβλία, CD, DVD και είδη τεχνολογίας) από το 1994. Η κοινή εταιρεία Fnac – Marinopoulos Brothers SA άνοιξε το πρώτο της κατάστημα στην Αθήνα τον Δεκέμβριο του 2005 επενδύοντας 7 εκατ. ευρώ, ενώ τον προσεχή Απρίλιο πρόκειται να ανοίξει το δεύτερο κατάστημα στη Γλυφάδα επενδύοντας άλλα 3 εκατ. ευρώ. Με βάση τους στόχους της σκοπεύει να δημιουργήσει 8-10 καταστήματα στην ελληνική αγορά. Η Fnac διαθέτει 112 καταστήματα σε Γαλλία, Ισπανία, Ιταλία, Πορτογαλία, Βέλγιο, Ελβετία, Βραζιλία και Ταϊβάν. Οι πελάτες της ξεπερνούν τα 20 εκατομμύρια και οι εργαζόμενοί της ανέρχονται στις 20.000.


Η συνεργασία με τη Marks & Spencer


Η τελευταία εντυπωσιακή κίνηση είναι η αλλαγή του τρόπου συνεργασίας μεταξύ του ομίλου Μαρινόπουλου και του βρετανικού ομίλου Marks & Spencer plc. Από το 1990 ο ελληνικός όμιλος κατείχε το master franchise από τον βρετανικό. Η οικογένεια Μαρινόπουλου κατείχε τα αποκλειστικά δικαιώματα λειτουργίας των καταστημάτων Marks & Spencer στην Ελλάδα, στη Ρουμανία, στη Βουλγαρία, στη Σερβία, στην Κροατία, στη Σλοβενία και στην Ελβετία. Ωστόσο όμως η συνεργασία τους είναι πολύ παλαιότερη – αρχίζει από τα τέλη της δεκαετίας του 1970.


Ετσι πριν από λίγες ημέρες ανακοινώθηκε ότι στη Marks & Spencer Marinopoulos BV ο όμιλος Marks & Spencer plc απέκτησε το 50% μέσω της Marks & Spencer International Holding Lim και το άλλο 50% κατέχει η Αφοί Μαρινόπουλοι ΑΕ. Η κοινή εταιρεία εκμεταλλεύεται 38 καταστήματα Marks & Spencer στην Ελλάδα, καθώς και σε χώρες των Βαλκανίων, συμπεριλαμβανομένης της Ρουμανίας, της Βουλγαρίας και της Ελβετίας. Και η νέα κοινοπραξία σχεδιάζει να ανοίξει περίπου 50 νέα καταστήματα σε αυτές τις αγορές τα επόμενα χρόνια. Εχει επίσης άδεια λειτουργίας και σε Αυστρία, Βοσνία/ Ερζεγοβίνη, FYROM, Αλβανία και Μαυροβούνιο, όπου προς το παρόν δεν λειτουργούν καταστήματα Marks & Spencer.


Ενδεικτικό στοιχείο της σχέσης που έχουν οι δύο όμιλοι είναι τα όσα ανέφερε ο διευθυντής Διεθνών Δραστηριοτήτων της Marks & Spencer κ. Carl Leaver. Δήλωσε μεταξύ άλλων ότι «έχουμε συνεργαστεί με τον όμιλο Μαρινόπουλου πάνω από 30 χρόνια και η εμπειρία τους καθώς και η γνώση της τοπικής αγοράς τούς κάνει τους ιδανικούς συνεργάτες για εμάς». Από την πλευρά του, ο κ. Στ. Μαρινόπουλος σημείωσε την αυτοπεποίθηση της οικογενείας στις σχέσεις της με τους βρετανούς συνεργάτες λέγοντας: «Είμαστε ιδιαίτερα ευτυχείς που η Marks & Spencer αποφάσισε να επενδύσει μαζί με εμάς πολύ πιο δυναμικά σε μια ιδιαίτερα αναπτυσσόμενη περιοχή, που είναι η Ελβετία, η Αυστρία, τα Βαλκάνια και η Ελλάδα. Θεωρούμε ότι η κοινή μας εταιρεία Marks & Spencer Marinopoulos BV, βασιζόμενη στην ηγετική θέση της Marks & Spencer στην αγορά ένδυσης και προϊόντων για το σπίτι και στη δική μας εμπειρία και διαπραγματευτική δύναμη όσον αφορά την ανάπτυξη και επέκταση στην περιοχή, θα πετύχει την καλύτερη δυνατή ικανοποίηση του καταναλωτή».


Οπως έχουν εξηγήσει, πάντως, αυτή η κίνηση εντάσσεται στον στρατηγικό σχεδιασμό της Marks & Spencer που αφορά επενδύσεις στις εταιρείες με τις οποίες ήδη συνεργάζεται σε επίπεδο franchise, στρατηγική που θα επιτρέψει ταχύτερους ρυθμούς ανάπτυξης και καλύτερη λειτουργική απόδοση. Και σε αυτό το πλαίσιο εκτιμά ότι είναι δυνατή η ανάπτυξη των διεθνών δραστηριοτήτων της και η αύξηση κατά 15%-20% των συνολικών πωλήσεων του ομίλου την επόμενη πενταετία.