Μαθήματα οικονομικής επιστήμης δέχονται καθημερινά οι… έλληνες καταναλωτές πηγαίνοντας να ψωνίσουν τα χρειώδη στα σουπερμάρκετ! Το κεφάλαιο όμως που φαίνεται ότι έχουν εμπεδώσει ιδιαίτερα και οι πλέον «ανεπίδεκτοι μαθήσεως» αφορά τη συγκρότηση των… καρτέλ. Ητοι, ομοειδών επιχειρήσεων οι οποίες με κάποιον τρόπο – στις περισσότερες περιπτώσεις είναι ο συνήθης, δηλαδή διά ζώσης – συνεννοούνται για τη διαμόρφωση των τιμών. Οσο όμως και αν φαίνεται περίεργο, οι περιπτώσεις των κλάδων καταναλωτικών προϊόντων που διαθέτουν ολιγοπωλιακή συγκρότηση ίσως αφορούν την καλύτερη εκδοχή της αγοράς διότι φαίνεται ότι πλέον δεν αποτελούν εξαίρεση οι κλάδοι που έχουν κατ’ ουσίαν μονοπωλιακή συγκρότηση. Η αγορά της μπίρας και αυτή των αναψυκτικών είναι δύο τέτοιες χαρακτηριστικές περιπτώσεις.


Η Γραμματεία της Επιτροπής Ανταγωνισμού, σύμφωνα τουλάχιστον με τις επίσημες δηλώσεις της πολιτικής ηγεσίας του υπουργείου Ανάπτυξης, πραγματοποιεί τα περίπου δυόμισι τελευταία χρόνια συνεχείς χαρτογραφήσεις επί μέρους κλάδων της αγοράς προκειμένου να διαπιστώσει τις συνθήκες συγκρότησής τους και το ποιοι από αυτούς θα πρέπει να βρίσκονται υπό διαρκή επιτήρηση για να μην υπάρχουν «παρατράγουδα».


Η περίπτωση της 3Ε ΑΕ, που σε διάστημα μιας πενταετίας «εισέπραξε» δύο καταδικαστικές αποφάσεις, είναι μια χαρακτηριστική περίπτωση, αν και η νομική μομφή δεν αφορούσε τη διαμόρφωση των τιμών αλλά τα εμπορικά δίκτυα. Παρόμοια είναι και η περίπτωση της μπίρας, όπου ο απόλυτος άρχων είναι η Αθηναϊκή Ζυθοποιία ΑΕ – οι άλλες μάρκες απλώς υπάρχουν ως «είδος εν ανεπαρκεία». Σε βάρος μάλιστα της συγκεκριμένης εταιρείας αρκετές φορές στο παρελθόν έγιναν καταγγελίες, χωρίς όμως αποτέλεσμα. Αναφέρεται χαρακτηριστικά ότι η Αθηναϊκή Ζυθοποιία, με παραγωγική δραστηριότητα (Amstel, Heineken) αλλά και με εισαγωγική, ελέγχει ποσοστό μεγαλύτερο του 75% της αγοράς, αν και ορισμένες εκτιμήσεις κάνουν λόγο ακόμη και για μεγαλύτερο του 80%, χωρίς ως τώρα να έχει γίνει γνωστό το αποτέλεσμα.


Στην ίδια κατηγορία ανήκει και ο κλάδος των αλεύρων. Εκεί οι Μύλοι Λούλη ΑΕ παίζουν εν ου παικτοίς μετά την απόκτηση προ ετών των Μύλων Αγίου Γεωργίου. Το γεγονός ότι σε αρκετές περιοχές της χώρας διατηρούνται ακόμη εν ζωή ορισμένοι μικρού μεγέθους και τοπικού χαρακτήρα μύλοι δεν απέτρεψε τις κατηγορίες που διατυπώθηκαν πριν από περίπου ενάμιση χρόνο εις βάρος των Μύλων Λούλη, όταν η τιμή των αλεύρων – αλλά και του ψωμιού, των μπισκότων και των ειδών ζαχαροπλαστικής – απογειώθηκε. Τότε αποδόθηκε στις δυσμενείς συνθήκες που επικρατούσαν στη διεθνή αγορά σιταριού.


Από την άλλη πλευρά, οι περιπτώσεις της ΒΡ και της Shell, δύο εκ των μεγαλυτέρων εταιρειών εμπορίας πετρελαίου, οι οποίες παραπέμφθηκαν στην Επιτροπή Ανταγωνισμού με την κατηγορία ουσιαστικά του «καρτέλ» στη διαμόρφωση των τιμών και παρά το εις βάρος τους κλίμα που είχε διαμορφωθεί στα υψηλά κλιμάκια τόσο του υπουργείου Ανάπτυξης όσο και της Επιτροπής Ανταγωνισμού, για εμφανώς ανεξήγητους λόγους – ενώ φαινόταν ότι το θέμα θα κλείσει στις αρχές του 2006 -, παραπέμφθηκαν από την Ολομέλεια της Επιτροπής στη Γενική Διεύθυνση Ανταγωνισμού, από την οποία και ζητήθηκε συμπληρωματική εισήγηση. Ολα αυτά βέβαια εδώ και αρκετούς μήνες. Εκτοτε ούτε φωνή ούτε ακρόαση…


Εμφανώς η αγορά του ελαιολάδου είναι πολυδιασπασμένη και ανταγωνιστική. Η διαπίστωση αυτή εμπεριέχει όμως ισχυρή δόση μύθου. Το «παιχνίδι» στην αγορά του τυποποιημένου ελαιολάδου γίνεται από δύο δυνατούς «παίκτες», πολυεθνικών συμφερόντων και οι δύο: την Ελαΐδα ΑΕ, που ανήκει στο γκρουπ της Unilever, και τη Μινέρβα ΑΕ, που ανήκει στο ΡΖ. Μόνο πρόσφατα φάνηκε το «παιχνίδι» να ανοίγει, όταν ορισμένες αλυσίδες σουπερμάρκετ δημιούργησαν αντίστοιχα προϊόντα «ιδιωτικής ετικέτας» προσφέροντάς τα σε πολύ χαμηλότερες τιμές απ’ ό,τι τα επώνυμα. Αυτό συνέβη όταν οι λιανικές τιμές του επώνυμου τυποποιημένου ελαιολάδου «γνώριζαν» μήνα με τον μήνα όλο και υψηλότερα επίπεδα. Μία από αυτές τις «παράπλευρες» παρενέργειες ήταν και η αύξηση της κατανάλωσης των σπορελαίων. Το ελαιόλαδο ανήκει σε εκείνη την ιδιαίτερη κατηγορία των προϊόντων όπου το κόστος της πρώτης ύλης έχει υψηλή συμμετοχή στη διαμόρφωση της λιανικής τιμής.


* Η περίπτωση του γάλακτος


Παρόμοια περίπτωση είναι και το γάλα. Η έρευνα που προσφάτως ανακοινώθηκε ότι γίνεται από την Επιτροπή Ανταγωνισμού για να διαπιστωθεί αν υπάρχει συνεννόηση μεταξύ των γαλακτοβιομηχανιών για τη διαμόρφωση των τιμών παραγωγού του γάλακτος – δηλαδή, σε τι τιμές πληρώνονται το γάλα οι κτηνοτρόφοι – συνοδεύτηκε από ξεσηκωμό των κτηνοτρόφων στη Βόρεια Ελλάδα, οι οποίοι κατήγγειλαν ότι οι γαλακτοβιομηχανίες συντονισμένα τα τελευταία χρόνια αγοράζουν το γάλα 0,32 ευρώ το λίτρο από 0,35 ευρώ το λίτρο. Βεβαίως ορισμένες εκ των γαλακτοβιομηχανιών δεν φαίνεται να τις ενδιαφέρει και τόσο η οικονομική επιβίωση των ελληνικών κτηνοτροφικών μονάδων, αφού αντικαθιστούν το εγχώριο προϊόν με εισαγόμενο, το «βαφτίζουν» ελληνικό και το πωλούν ως «φρέσκο»!


Κάπως έτσι όμως οδηγήθηκαν στο «εδώλιο» της Επιτροπής Ανταγωνισμού οι βιομηχανίες επεξεργασίας ροδακίνου, οι οποίες είχαν συγκροτήσει καρτέλ και αγόραζαν τα ροδάκινα από τους παραγωγούς σε εξευτελιστικές τιμές. Βέβαια εκεί, στην Ημαθία, η «εξέγερση» των παραγωγών είχε προηγηθεί της παραπομπής.


Πριν από λίγες ημέρες εξάλλου η Γραμματεία της Επιτροπής Ανταγωνισμού ανακοίνωσε την παραπομπή των εταιρειών Απόλλων ΑΕ και Ευσταθιάδης Group ΑΕ. Σύμφωνα με όσα έγιναν γνωστά, οι δύο εταιρείες κατηγορούνται ουσιαστικά για τη διάθεση ακριβών ξενόγλωσσων βιβλίων και, αν και είναι θεωρητικά τουλάχιστον μεταξύ τους ανταγωνιστές, δεν υπάρχει ανταγωνισμός στην εν λόγω αγορά. Μάλιστα η Γραμματεία εισηγείται στην Επιτροπή, που συνεδριάζει στις 6 Σεπτεμβρίου, την επιβολή προστίμου συνολικού ύψους περίπου 4,8 εκατ. ευρώ. Η αρχική έρευνα προέκυψε έπειτα από σχετική καταγγελία και η επίσημη κατηγορία είναι «απαγορευμένη σύμπραξη και συλλογική δεσπόζουσα θέση». Με βάση τη σχετική εισήγηση η Γενική Διεύθυνση Ανταγωνισμού θεωρεί ότι «οι συμφωνίες αποκλειστικότητας και κεντρικής διάθεσης που οι δύο αυτές εταιρείες έχουν αναπτύξει με τους εκδότες στο εξωτερικό και στο εσωτερικό και η οργάνωση των δικτύων διανομής τους στερούν τη δυνατότητα πρόσβασης ή επιβίωσης νέων ανταγωνιστών στη σχετική αγορά». Επίσης θεωρεί ότι «η δυνατότητα επιλογής μεταξύ προμηθευτών ουσιαστικά δεν υφίσταται αφού μόνο αυτοί οι δύο διανομείς ξενόγλωσσου βιβλίου είναι σε θέση να εξυπηρετήσουν πλήρως ένα βιβλιοπωλείο ως προς συγκεκριμένες εκδόσεις, που συνιστούν προϊόντα κύριας ζήτησης, απαραίτητα σε κάθε βιβλιοπωλείο ξενόγλωσσου εκπαιδευτικού βιβλίου».


* Το εμπόριο καλλυντικών


Εν τω μεταξύ σε ολιγοπώλιο οδηγήθηκε και το εμπόριο των καλλυντικών. Επειτα από ορισμένα χρόνια οξύτατου ανταγωνισμού, όπου δεν έλειψαν και τα «χτυπήματα» κάτω από τη ζώνη, το λιανικό εμπόριο των καλλυντικών πλέον ελέγχεται από τις αλυσίδες Hondos Center, που ανήκει στην οικογένεια Χόντου, και Sephora, που ανήκει στην οικογένεια Μαρινόπουλου. Ο ανταγωνισμός βεβαίως συνεχίζει να υπάρχει μεταξύ τους, αλλά σε εμφανώς χαμηλότερους τόνους απ’ ό,τι στο παρελθόν, όταν υπήρχαν περισσότεροι παίκτες στην αγορά.


Η Γενική Διεύθυνση Ανταγωνισμού της Επιτροπής ερευνά τους κλάδους ιδιωτικών εταιρειών φύλαξης (security), το σύστημα δικαιόχρησης (franchising) στον κλάδο των σουπερμάρκετ, την αγορά των κατεψυγμένων τροφίμων και λαχανικών, τα σωματεία των φορτοεκφορτωτών στην κεντρική αγορά της Αθήνας, το κύκλωμα διακίνησης της τομάτας, την αγορά του αυτοκινήτου, ενώ φυσικά παραμένει υπό παρακολούθηση – παρά την πρόσφατη καταδίκη της 3Ε – ο κλάδος των αναψυκτικών.


Χαρακτηριστική ωστόσο είναι η περίπτωση του καφέ. Αν και επ’ αυτού είχε κάνει δηλώσεις ακόμη και ο υφυπουργός Ανάπτυξης κ. Ι. Παπαθανασίου, η αγορά του καφέ ερευνήθηκε με βάση καταγγελία που έχει γίνει εις βάρος της πολυεθνικής εταιρείας Nestle και αφορά «συνδεδεμένες πωλήσεις» – δηλαδή, άρνηση της εταιρείας να πωλήσει στιγμιαίο καφέ, που είναι η πιο ισχυρή μάρκα της αγοράς, αν ο έμπορος δεν προμηθευτεί και συγκεκριμένα άλλα προϊόντα της πολυεθνικής -, χωρίς όμως αποτέλεσμα. Πέραν αυτού, όμως, η αγορά του στιγμιαίου καφέ ελέγχεται με σχεδόν μονοπωλιακό τρόπο από μία εταιρεία, τη Nestle, ενώ το μερίδιο της άλλης πολυεθνικής, της Γιάκομπς Σουσάρ, είναι αμφίβολο αν είναι διψήφιου ποσοστού. Λίγο διαφοροποιημένη είναι η κατάσταση στην αγορά του ελληνικού καφέ, όπου τη «μερίδα του λέοντος» κατέχουν από κοινού η Nestle και η Μπράβο.


Από την άλλη πλευρά, η Επιτροπή Ανταγωνισμού φαίνεται ότι δεν έχει βρει τον χρόνο για να ασχοληθεί με τις υπάρχουσες καταγγελίες που αφορούν την υποχρέωση κάθε αγοραστή αυτοκινήτου να το ασφαλίσει σε συγκεκριμένη ασφαλιστική εταιρεία με την οποία η αντιπροσωπεία του αυτοκινήτου είναι συμβεβλημένη. Τι ακριβώς έχει συμβεί; Οι αντιπροσωπείες αυτοκινήτων έχουν συστήσει η καθεμιά ασφαλιστικό πρακτορείο το οποίο έχει συμβληθεί κατ’ αποκλειστικότητα με μία ασφαλιστική εταιρεία (η αποκλειστικότητα στη συγκεκριμένη περίπτωση «μεταφράζεται» σε υψηλή προμήθεια από την ασφαλιστική εταιρεία στο πρακτορείο) και ο κάθε αγοραστής αυτοκινήτου υποχρεώνεται να καλύψει ασφαλιστικά το ΙΧ του στη συμβεβλημένη ασφαλιστική εταιρεία. Δεν έχει τη δυνατότητα επιλογής άλλης ασφαλιστικής εταιρείας. Αυτή η υποχρέωση όμως αφορά τις περιπτώσεις αγοράς αυτοκινήτου μέσω χρηματοδοτικών προγραμμάτων.


Βεβαίως η μεγάλη υπόθεση που εκκρεμεί στην Επιτροπή Ανταγωνισμού είναι ο κλάδος των καυσίμων, πέραν της ιδιαίτερης περίπτωσης των ΒΡ και Shell. Οπως είναι γνωστό, ο υπουργός Ανάπτυξης κ. Δ. Σιούφας αναγκάστηκε να παραπέμψει ολόκληρο τον κλάδο των πετρελαιοειδών στην Επιτροπή Ανταγωνισμού με βάση τον νόμο 3373/05. Ερευνώνται αισχροκερδείς συμπεριφορές και εναρμονισμένες πρακτικές. Σχετικά με αυτή την παραπομπή το τελευταίο διάστημα ο ίδιος ο πρόεδρος της Επιτροπής κ. Σπ. Ζησιμόπουλος συναντάται με διάφορους παράγοντες της αγοράς με τους οποίους συζητεί τις συνθήκες διακίνησης των καυσίμων. Είναι γνωστό εξάλλου ότι η λειτουργία του ανταγωνισμού στην αγορά των καυσίμων είναι εξαιρετικά προβληματική, δεδομένου ότι μια εταιρεία εμπορίας μπορεί να καθορίζει το κόστος ίδρυσης και λειτουργίας ενός πρατηρίου που ανήκει σε ιδιώτη και απλώς φέρει το σήμα της, ενώ μπορεί να υπογράφει στη συνέχεια μια «λεόντεια» αποκλειστική σύμβαση με τον πρατηριούχο.


* Μέσα στον Σεπτέμβριο οι τιμές 400 προϊόντων ευρείας κατανάλωσης θα αυξηθούν σε ποσοστό από 1% ως και 11% Κύμα ανατιμήσεων στα ράφια των σουπερμάρκετ


Παρά τις υψηλές θερμοκρασίες που επικρατούν, η είσοδος του Σεπτεμβρίου συνοδεύεται από «μπουρίνια» ανατιμήσεων, γεγονός που άρχισαν ήδη να αντιλαμβάνονται οι καταναλωτές, όσοι τουλάχιστον επέστρεψαν από τις θερινές τους διακοπές. Στα ράφια αλλά και στα ψυγεία των σουπερμάρκετ τα μηχανάκια επικόλλησης των νέων τιμών έχουν πάρει «φωτιά». Βεβαίως γι’ αυτό φρόντισαν στη διάρκεια τόσο του Ιουλίου όσο και του Αυγούστου δεκάδες βιομηχανικές και εισαγωγικές εταιρείες, οι οποίες εγκαίρως φυσικά και συμφώνως με τα νόμιμα γνωστοποίησαν τους τιμοκαταλόγους τους όχι μόνο στις αρμόδιες διευθύνσεις του υπουργείου Ανάπτυξης αλλά και στα εμπορικά τμήματα των αλυσίδων σουπερμάρκετ.


* Οι νέοι τιμοκατάλογοι


Σύμφωνα με τα στοιχεία που έχει στη διάθεσή του «Το Βήμα», εκατοντάδες είδη ανατιμώνται εντός των ημερών ή πρόκειται να ανατιμηθούν ως το τέλος του Σεπτεμβρίου και, όπως τονίζουν πηγές της αγοράς, ο «ορυμαγδός» των νέων τιμοκαταλόγων δεν φαίνεται να κοπάζει.


Τούτο εξάλλου επιβεβαιώνεται και από τα προσφάτως εκδοθέντα στοιχεία της Εθνικής Στατιστικής Υπηρεσίας (ΕΣΥΕ) που αφορούν την εξέλιξη του δείκτη τιμών χονδρικής, ο οποίος στη διάρκεια του περασμένου Ιουλίου «έτρεχε» με ρυθμό 8,3%. Και είναι γνωστό ότι η εξέλιξη των τιμών στο επίπεδο της χονδρικής πώλησης χρειάζεται περίπου δύο μήνες – εξαρτάται από το προϊόν – ώσπου να γίνει αισθητή στη λιανική πώληση. Πρόκειται φυσικά για φαινόμενο που έχει την εξήγησή του. Στη διάρκεια του 2006 η ζήτηση των καταναλωτικών προϊόντων έχει αυξηθεί έναντι του 2005, η οποία ήταν μια εξαιρετικά κακή χρονιά, όπως αποτυπώθηκε τουλάχιστον στους ισολογισμούς των εταιρειών. Ετσι δίνεται μια εξαιρετική ευκαιρία στις εισαγωγικές και βιομηχανικές επιχειρήσεις να βελτιώσουν την κερδοφορία τους.


* Η κούρσα του πετρελαίου


Παράλληλα η «κούρσα» των διεθνών τιμών του πετρελαίου, ανεξαρτήτως του χαρακτήρα της οποιασδήποτε επιχείρησης, επιβαρύνει τουλάχιστον το μεταφορικό της και σε αρκετές περιπτώσεις το κόστος συσκευασίας των προϊόντων. Από την άλλη πλευρά, όμως, όπως λέγεται χαρακτηριστικά, η άνοδος των τιμών του πετρελαίου είναι και ένα πολύ καλό επικοινωνιακό άλλοθι για να «νομιμοποιηθούν» οι ανατιμήσεις στους καταναλωτές.


Ωστόσο η εντεινόμενη ανάπτυξη των προϊόντων «ιδιωτικής ετικέτας» των αλυσίδων σουπερμάρκετ, αρκετές κατηγορίες των οποίων έχουν αποσπάσει αξιόλογα μερίδια αγοράς, λειτουργεί στην προκειμένη περίπτωση ως ανασχετικός «μηχανισμός» για την υλοποίηση υψηλότερων ανατιμήσεων από αυτές που ήδη ανακοινώνονται. Με βάση πάντως τα στοιχεία του «Βήματος», ανατιμώνται ήδη εντός των ημερών και ως το τέλος του μηνός περί τα 400 προϊόντα ευρείας κατανάλωσης από 1% ως και 11% – περιπτώσεις προϊόντων που υπερβαίνουν αυτό το ποσοστό είναι επουσιώδεις – που παράγονται ή εισάγονται από 34 επιχειρήσεις.


* Η «ιδιωτική ετικέτα»


Προς επιβεβαίωση του ρόλου που παίζουν τα προϊόντα «ιδιωτικής ετικέτας» στη διαμόρφωση αρκετών κατηγοριών, αξίζει να σημειωθεί η περίπτωση των ζυμαρικών, όπου οι ανατιμήσεις των επωνύμων προϊόντων ξεκινούν από 1,5%, ή των καθαριστικών, όπου ξεκινούν από 1%. Πρόκειται για δύο κατηγορίες προϊόντων στις οποίες τα αντίστοιχα της «ιδιωτικής ετικέτας» είτε εντός των σουπερμάρκετ είτε εντός των discount καταστημάτων έχουν αποσπάσει υψηλά μερίδια αγοράς. Επισημαίνεται πάντως ότι πρόκειται για τις ετήσιες ανατιμήσεις και οι εταιρείες επιχειρούν να εκμεταλλευθούν την ούτως ή άλλως σημαντική αύξηση της ζήτησης που παρατηρείται το τελευταίο τετράμηνο του έτους, το οποίο είναι το καλύτερο σε πωλήσεις διάστημα όλου του έτους. Στην πλειονότητα των προϊόντων το ποσοστό της ανατίμησης κινείται περί το 4%, δηλαδή υψηλότερα από ό,τι κινείται ο τρέχων πληθωρισμός.


Με βάση λοιπόν τα στοιχεία των γνωστοποιήσεων που έχουν στο υπουργείο Ανάπτυξης και στα εμπορικά τμήματα των αλυσίδων, τα γαλακτοκομικά προϊόντα κυρίως των μικρών εταιρειών έχουν υψηλό ποσοστό ανατίμησης, φθάνουν ως και 6,6% – και είναι χαρακτηριστικό γεγονός στην προκειμένη περίπτωση ότι η Φάγε ανατίμησε τα προϊόντα της μόλις κατά 1,8%. Επίσης τα ζαχαρώδη και τα σνακς ανατιμώνται ως και 9%, το αλεύρι κατά 6%, τα αλλαντικά από 2,3% ως και 5%, το μέλι κατά 9,5%, τα ζυμαρικά από 1,5% ως και 4,9%, τα κρασιά ως 10%, τα αρτοσκευάσματα κατά 3,2% και τα ποτά από 2% ως και 4%. Πηγές της αγοράς πάντως επιμένουν ότι καθ’ όλη τη διάρκεια του τελευταίου τετραμήνου του έτους οι ανατιμήσεις θα συνεχιστούν και φυσικά οι επόμενοι μήνες θα είναι ακόμη πιο δύσκολοι για τους καταναλωτές.