Ενα πυκνό πέπλο μυστηρίου, το οποίο υφαίνουν 6.700 Νομικά Πρόσωπα Δημοσίου Δικαίου, κρύβει αποτελεσματικά την εκκλησιαστική περιουσία από τα αδιάκριτα μάτια των «αντικληρικών». Είναι δε τόσο καλά προστατευμένο το μυστικό, που ούτε η κεντρική διοίκηση της Εκκλησίας της Ελλάδος μπορεί να έχει εικόνα για την περιουσία των μονών και των μητροπόλεων. Κάθε ένα από αυτά τα 6.700 ΝΠΔΔ έχει δική του ανεξάρτητη οικονομική διαχείριση, γεγονός που καθιστά το εγχείρημα για την καταμέτρηση της εκκλησιαστικής περιουσίας λίγο-πολύ ανέφικτο. Εξάλλου και για τη γνωστή ιδιοκτησία της Εκκλησίας δεν μπορεί να βγει ασφαλές συμπέρασμα, διότι ουδείς μπορεί να αποτιμήσει, λόγου χάρη, την αξία των δασών, των χορτολιβαδικών εκτάσεων αλλά και των δεσμευμένων από δήμους και κράτος οικοπέδων. Ενα ακόμη ερώτημα που δεν μπορεί να απαντηθεί με σαφήνεια είναι πόθεν αποδεικνύεται ότι όλα αυτά ανήκουν πράγματι στην Εκκλησία, όταν οι ημερομηνίες κτήσης τους προηγούνται της ιδρύσεως του σύγχρονου ελληνικού κράτους. Επειδή η Εκκλησία υπήρχε όταν το κράτος δεν υπήρχε ακόμη, η χώρα θεωρητικά ανήκε στην Εκκλησία. Ως εκ τούτου οι Αγιοι Πατέρες θεωρούν ότι από το 1830 ως σήμερα η Εκκλησία απώλεσε με εκβιασμούς, καταπατήσεις, παραχωρήσεις κτλ. το 96% της περιουσίας της! Ο οικονομικός διευθυντής της κεντρικής διοίκησης της Εκκλησίας κ. K. Πυλαρινός δηλώνει ότι ούτε γνωρίζει την ακριβή αξία της εκκλησιαστικής περιουσίας, ούτε σε εκτίμηση μπορεί να προβεί. Το οργανόγραμμα της Εκκλησίας χωρίζεται σε τέσσερις ομάδες. Την κεντρική διοίκηση, τις ιερές μητροπόλεις, τις ιερές μονές και τους ενοριακούς ναούς. Οι ομάδες αυτές διοικούνται από συλλογικά όργανα. Οι ιερές μητροπόλεις από τα μητροπολιτικά συμβούλια, οι ιερές μονές από τα ηγουμενοσυμβούλια και οι ενοριακοί ναοί από τα εκκλησιαστικά συμβούλια. Με εξαίρεση τα ηγουμενοσυμβούλια που απαρτίζονται μόνο από μοναχούς, όλα τα άλλα όργανα διοίκησης περιλαμβάνουν ως μέλη και «λαϊκούς». Ο έλεγχος της διαχείρισης ασκείται από την Ανώτατη Ελεγκτική Επιτροπή της Εκκλησίας της Ελλάδος, στην οποία προεδρεύει τέως αντιπρόεδρος του Αρείου Πάγου και συμμετέχουν ο τέως αντιπρόεδρος του Ελεγκτικού Συνεδρίου, ο πρώην υποδιοικητής της Εθνικής Τράπεζας, ο πρώην πρόεδρος του Τεχνικού Επιμελητηρίου και άλλοι.


H κεντρική διοίκηση, η οποία στεγάζεται στη Μονή Πετράκη στο Κολωνάκι, κατέχει εκτός από ακίνητη περιουσία και το 1,90% των μετοχών της Εθνικής Τράπεζας. Δεν κατέχει αξιόλογα ποσοστά άλλων εταιρειών και δεν γνωρίζει τις περιουσίες των μονών, των ενοριακών ναών και των μητροπόλεων. Μεταξύ των πλούσιων μητροπόλεων λέγεται ότι είναι αυτή των Ιωαννίνων, η οποία είχε τα κληροδοτήματα του Γεωργίου Σταύρου και άλλων εθνικών ευεργετών. Υπάρχουν όμως και μητροπόλεις όπως αυτή των Κυθήρων, η οποία δεν έχει χρήματα ούτε για τα έξοδα της λειτουργίας της. Τα μυστικά ασφαλώς της εκκλησιαστικής περιουσίας είναι και θα παραμείνουν, απ’ ό,τι φαίνεται, για πολύ καιρό ακόμη σφραγισμένα, κρυμμένα πίσω από μια δαιδαλώδη -σχεδόν χαοτική -οργάνωση. Ο δε ερευνητής που θα τολμήσει να τα αναζητήσει θα χαθεί στα βάθη της ιστορίας, της γραφειοκρατίας και των νομικών δαιδάλων -που ίσως είναι εκ του πονηρού.


Ο τέταρτος όροφος της Μονής Πετράκη φιλοξενεί το οικονομικό στρατηγείο της Εκκλησίας της Ελλάδος. Γενικός διευθυντής των οικονομικών και τεχνικών υπηρεσιών της Εκκλησίας της Ελλάδος είναι ο έμπειρος περί τα οικονομικά πρώην βουλευτής της Νέας Δημοκρατίας κ. K. Πυλαρινός, ο οποίος αποκαλύπτει την πολυπλοκότητα της εκκλησιαστικής διοίκησης, το εύρος και τα όρια της περιουσίας της Εκκλησίας και την πικρία της έναντι του κράτους και των «αντικληρικών» οι οποίοι, κατά την Εκκλησία, πολύ περισσότερα της χρωστούν από όσα της προσφέρουν.


H εικόνα που αποκαλύπτεται για την περιουσία της Εκκλησίας είναι ότι είναι «ζάπλουτη, αλλά ρακένδυτη» και αυτό διότι δεν μπορεί ούτε να αποτιμηθεί, ούτε να αξιοποιηθεί αυτή η περιουσία. Πώς μπορούν να αποτιμηθούν τα δάση, τα δεσμευμένα από τους δήμους και το κράτος οικόπεδα, τα αμφισβητούμενα ακίνητα που αποκτήθηκαν από κληρονομιές και δωρεές; Είναι αναμφίβολα τεράστια η αξία της περιουσίας της Εκκλησίας, αλλά ταυτόχρονα απροσδιόριστη και αίολη.


Αυτό που προκύπτει καθαρά είναι η ετήσια απόδοση της περιουσίας μόνο της κεντρικής διοίκησης, η οποία φθάνει τα 14.462.700 ευρώ με βάση τον προϋπολογισμό του 2005. Αλλα 2.268.100 ευρώ θα εισπραχθούν ως έκτακτα έσοδα. Τα ποσά αυτά διαμορφώνουν το σύνολο των ετήσιων εσόδων της κεντρικής διοίκησης σε 19,6 εκατ. ευρώ, και αυτός είναι ο προϋπολογισμός της για το 2005.


Ενδιαφέρον όμως έχουν οι απαιτήσεις της Εκκλησίας από το κράτος, οι οποίες ασφαλώς θα τεθούν σε περίπτωση διαχωρισμού μεταξύ των δύο. «Ανέτως η Εκκλησία της Ελλάδος μπορεί να δεχθεί την αλλαγή καθεστώτος μισθοδοσίας του κλήρου, αρκεί το κράτος να της επιστρέψει την ακίνητη περιουσία που της έχει πάρει» λέει ο κ. Πυλαρινός, ο οποίος εκτιμά ότι η αξία αυτής της «κλεμμένης» περιουσίας φθάνει τα 800 δισ. δραχμές ή τα 2,5 δισ. ευρώ περίπου.


* Αναγκαστικές απαλλοτριώσεις


Πώς και πότε πήρε το κράτος αυτή την περιουσία από την Εκκλησία; Σύμφωνα με την Εκκλησία, τα 800 δισ. δρχ. αφορούν μόνο τις αναγκαστικές απαλλοτριώσεις που ποτέ δεν πληρώθηκαν, για να δοθούν σε ακτήμονες καλλιεργητές και σε πρόσφυγες. «Και πάντα η πολιτική ηγεσία μάς έλεγε «μην ανησυχείτε, δώστε μας τη γη και εμείς θα πληρώνουμε τους μισθούς σας»» λέει ο κ. Πυλαρινός, ο οποίος υπογραμμίζει ότι «το σύνολο του ετήσιου προϋπολογισμού της κεντρικής διοίκησης της Εκκλησίας της Ελλάδος δεν ξεπερνά τα ποσά μεταγγραφών τριών-τεσσάρων μεγάλων ποδοσφαιριστών». Φθάνει τα 20 εκατ. ευρώ και αποτελεί το εισόδημα της Εκκλησίας από τη διαχείριση των ακινήτων της, τα μερίσματα και τους τόκους των καταθέσεών της, αλλά και από τις δωρεές των πιστών. Ο προϋπολογισμός είναι πράγματι περιορισμένος, αλλά ασφαλώς περιλαμβάνει μόνο τα ετήσια εισοδήματα και δεν αντικατοπτρίζει την αξία της περιουσίας της Εκκλησίας. H εικόνα αυτή, παρά τις καλές προθέσεις της Εκκλησίας να δώσει στη δημοσιότητα στοιχεία για την περιουσία της, παραμένει ασαφής.


* H περιουσία και ο προϋπολογισμός


H κοινή εκτίμηση ανεβάζει την αξία της εκκλησιαστικής περιουσίας σε πολλά δισ. ευρώ. Κατά την Εκκλησία όμως, αυτό δεν έχει μεγάλη σημασία. Σημασία έχει ότι αυτή η περιουσία δεν μπορεί να αξιοποιηθεί από την Εκκλησία. «Από τα 257 στρέμματα που έχουμε στη Βουλιαγμένη», λέει ο κ. Πυλαρινός, «τα 238 είναι δεσμευμένα από τον δήμο και δεν μπορούν να αξιοποιηθούν. Ολόκληρη η Βουλιαγμένη ανήκε κάποτε στην Εκκλησία. Ο,τι έχει πολεοδομηθεί έγινε με παραχώρηση δικών μας εκκλησιαστικών περιουσιακών στοιχείων. Δρόμοι, πλατείες, παιδικές χαρές και δεν είναι μόνο αυτά. Το Πανεπιστήμιο, η Ακαδημία, η Βιβλιοθήκη, το Οφθαλμιατρείο, ο Ευαγγελισμός, το Νίμιτς είναι μερικά από τα δημόσια κτίρια που παραχωρήθηκαν από την Εκκλησία. Ολόκληρες περιοχές, όπως το Γουδί, το Πέραμα, η Καισαριανή, ήταν της Εκκλησίας, το μισό Κολωνάκι που καταπατήθηκε, ο Καρέας που είναι δάσος και δεν μπορούμε να βάλουμε ούτε ένα παγκάκι» παραπονείται ο κ. Πυλαρινός. Είμαστε ο δεύτερος μεγαλύτερος -μετά το κράτος -ιδιοκτήτης δασών στην Ελλάδα, αλλά τι να τα κάνουμε τα δάση; Και όσον αφορά τις «αυθαίρετες εκτιμήσεις» για τα ακίνητα της Εκκλησίας ο κ. Πυλαρινός διαβεβαιώνει ότι «το Γηροκομείο Αθηνών έχει διπλάσιας αξίας διαμερίσματα και γραφεία, ενώ η Εθνική Τράπεζα δωδεκαπλάσιας αξίας από αυτή των ακινήτων της Εκκλησίας». Και το παράπονο της Εκκλησίας κορυφώνεται: «Για να μπορέσει ο αναγνώστης να προσεγγίσει το μέγεθος της συρρικνώσεως, αριθμοσχηματικά αναφέρουμε ότι από το ποσοστό του 100% της συνολικής περιουσίας το έτος 1830, το 2002 απέμεινε στην Εκκλησία της Ελλάδος μόνο το (4%) τέσσερα τοις εκατό!» (ακριβής διατύπωση από έγγραφο εσωτερικής ενημέρωσης το οποίο προλογίζει ο Αρχιεπίσκοπος Χριστόδουλος με τίτλο «Μαρτυρία» για το επίκαιρο θέμα της αξιοποιήσεως της εκκλησιαστικής περιουσίας). Στο ίδιο εγχειρίδιο η Εκκλησία θέτει μόνη της τα ερωτήματα και δίδει τις απαντήσεις. Πώς και από πότε η Εκκλησία απέκτησε την περιουσία της; «Εδώ θα πρέπει να γίνει σαφές ότι η Εκκλησία είχε πάντοτε περιουσία και η μακρά προέλευσή της ανάγεται, κυρίως, σε δωρεές και κληρονομιές βυζαντινών αυτοκρατόρων, αξιωματούχων του Βυζαντίου, όπως επίσης σε δωρεές και κληρονομιές, μοναχών και λαϊκών ως και τις ημέρες μας».


Οσον αφορά τα έξοδα του προϋπολογισμού της κεντρικής διοίκησης, ο κ. Πυλαρινός είναι κάθετος: ούτε ένα ευρώ από τα έσοδα της κεντρικής διοικήσεως δεν πηγαίνει σε ιερείς ή αρχιερείς. Τι κάνει λοιπόν τα χρήματά της η Εκκλησία; Το σύνολο ξοδεύεται για τη συντήρηση και τη λειτουργία των ιερών ναών και για το κοινωφελές έργο, λέει ο οικονομικός διευθυντής. «Είναι χαρακτηριστικό ότι το 2004 η Εκκλησία της Ελλάδος προσέφερε σε άπορους 6.820.000 μερίδες φαγητού και η Αρχιεπισκοπή Αθηνών 1.195.000 μερίδες. Τι σας δείχνει αυτό; Την ανάγκη της κοινωνίας, και τον ρόλο της Εκκλησίας που απαλύνει τα προβλήματα των ανθρώπων αλλά και του κράτους» λέει ο κ. Πυλαρινός και θέτει αμέσως το ερώτημα τι θα έκανε το κράτος για να ταΐσει αυτούς που ταΐζει κάθε ημέρα η Εκκλησία και ποια θα ήταν η κοινωνική αναστάτωση αν οι πεινασμένοι δεν είχαν την Εκκλησία «να σηκώνει καθημερινά το καπάκι της χύτρας και να τους δίνει ένα πιάτο φαΐ».


* Οι ετήσιες δαπάνες


Ας δούμε μερικά νούμερα από τις ετήσιες δαπάνες του εκκλησιαστικού προϋπολογισμού: Οι επιχορηγήσεις για βρεφονηπιακούς σταθμούς ανέρχονται σε 430.000 ευρώ, οι χορηγίες για κοινωνικούς και θρησκευτικούς σκοπούς σε 200.000 ευρώ, οι επιχορηγήσεις οικονομικά αδυνάτων ιερών μητροπόλεων και ιερών μονών σε 360.000, οι επισκευές και συντηρήσεις κτιρίων σε 2.978.000, η ασφάλιση μοναχών και μοναζουσών σε 98.000 ευρώ, για το ραδιόφωνό της η Εκκλησία θα ξοδέψει εφέτος 500.000 ευρώ, για το δικτυακό της κόμβο στο Internet 92.000 ευρώ και για τις εκδόσεις Αλήθεια 94.000 ευρώ.


Κατά την Εκκλησία, ένα μικρό μόνο μέρος της συνολικής προσφοράς της αντικατοπτρίζεται στον προϋπολογισμό της. Το κόστος των δαπανών των φιλόπτωχων ταμείων και του εθελοντισμού είναι ανυπολόγιστο, όπως και η προσφορά τους, δηλώνει ο κ. Πυλαρινός. Τα υπόλοιπα έξοδα του προϋπολογισμού κατανέμονται σε Συνοδικές Επιτροπές (3.554.000 ευρώ), Ειδικές Συνοδικές Επιτροπές (776.350 ευρώ) και λοιπές υπηρεσίες και γραφεία (1.276.140 ευρώ). Τέλος, η κεντρική διοίκηση δαπανά 11.368.915 ευρώ.


OI ΠΑΡΟΧΕΣ Φοροαπαλλαγές και μισθοί


H Εκκλησία ως νομικό πρόσωπο δημοσίου δικαίου δεν πληρώνει φόρους. Ως πριν από λίγα χρόνια η Εκκλησία πλήρωνε το 10% των εσόδων της από ακίνητα ως φόρο. Οι ιεροί ναοί πλήρωναν το 35% των συνολικών εσόδων τους (από κεριά, μυστήρια κτλ.). Ο πρώην πρωθυπουργός κ. K. Σημίτης αντελήφθη εύκολα όταν του εξηγήθηκε από τον οικονομικό διευθυντή της Εκκλησίας της Ελλάδος ότι δεν μπορεί ο ενοριακός ναός να έχει την ίδια φορολογική μεταχείριση με μια επιχείρηση και κατήργησε τον φόρο 35%. Ο φόρος επί των εισοδημάτων (10%) καταργείται σταδιακά ως το 2008. Ενα από τα επιχειρήματα που χρησιμοποίησε η Εκκλησία για να πείσει τον κ. Σημίτη να καταργήσει τους φόρους ήταν ότι οι καθολικοί, τα Πατριαρχεία Κωνσταντινουπόλεως, Αλεξανδρείας και όλες οι άλλες Εκκλησίες δεν πλήρωναν φόρους. Μόνο η Ελλαδική Εκκλησία πλήρωνε και τελικώς εξαιρέθηκε και αυτή.


Οι μισθοί 9.500 κληρικών πληρώνονται από τον προϋπολογισμό και ανέρχονται σε 161 εκατ. ευρώ με βάση τον προϋπολογισμό του 2005. Οι ιερείς φορολογούνται κανονικά όπως όλοι οι μισθωτοί. Οι αποδοχές των συνταξιούχων κληρικών φθάνουν τα 57,4 εκατ. ευρώ ενώ για τη μισθοδοσία των 100 περίπου ιεραρχών και μικρού αριθμού ιεροκηρύκων προβλέπεται δαπάνη 4,3 εκατ. ευρώ.