Αυτή την εβδομάδα είδαμε τους βιοτέχνες να διαμαρτύρονται γιατί η Εφορία δεν κυνηγάει τους κινέζους εισαγωγείς αλλά εισβάλλει στις βιοτεχνίες για ελέγχους. Οι εκπρόσωποί τους μάλιστα δήλωσαν – με τεκμηριωμένα στοιχεία – ότι πολλές βιοτεχνίες κλείνουν εξαιτίας του ανταγωνισμού από εισαγωγείς, κυρίως, από την Κίνα που φέρνουν πολύ φθηνά – και υπενόησαν λαθραία – τα προϊόντα τους. Οι Κινέζοι απάντησαν διά της πρεσβείας τους ότι όλες οι εισαγωγικές επιχειρήσεις από την Κίνα είναι νόμιμες και ότι το μόνο πρόβλημα που έχουν είναι πως δεν μιλάνε καλά τα ελληνικά!


Τι συμβαίνει λοιπόν; Ανεξαρτήτως του αν τα εισαγόμενα από την Κίνα είναι λαθραία ή όχι (κάποια θα είναι, αλλά τα περισσότερα είναι νόμιμες επιχειρήσεις), το πρόβλημα είναι απλώς η κορυφή του παγόβουνου. Οι εισαγωγές φτηνών προϊόντων χαμηλής προστιθέμενης αξίας θα υποκαταστήσουν σχεδόν εξ ολοκλήρου την εγχώρια παραγωγή. Πρέπει όλοι να αποδεχθούν επιτέλους ότι η Ελλάδα, ως ευρωπαϊκή χώρα με νόμισμα το ευρώ αλλά και ως ανεπτυγμένη δημοκρατία με τα δικαιώματα και τις ασφαλιστικές καλύψεις των εργαζομένων, είναι μια από τις ακριβές χώρες του πλανήτη. Δεν μπορεί πλέον να παράγει, φέρ’ ειπείν, μπλουζάκια ή κορδόνια ή σκαμνάκια φθηνότερα απ’ ό,τι τα παράγουν οι Κινέζοι ή πολλές άλλες τρίτες χώρες. Δεν μπορεί επίσης να παράγει κομπιούτερ ή προγράμματα υπολογιστών στις τιμές που τα παράγουν οι Ινδοί, δεν μπορεί να παράγει αυτοκίνητα με την τεχνολογία των Γερμανών, των Ιταλών ή των Ιαπώνων, δεν μπορεί ξαφνικά να «χωθεί» στην παραγωγή προϊόντων υψηλής προστιθέμενης αξίας. Το ότι οι βιοτέχνες θέλουν να συνεχίσουν να ζουν παράγοντας μπλουζάκια είναι δικό τους πρόβλημα. Δεν θα μπορέσουν να το κάνουν. Οι καταναλωτές θα αγοράζουν τα φθηνά από την Κίνα. Το ίδιο θα γίνει και με τα μικροέπιπλα και με όλα αυτά τα εισαγόμενα που καταργούν σταδιακά – γρηγορότερα απ’ όσο νομίζουμε – την ακριβή ελληνική παραγωγή. Τι μπορούμε να κάνουμε; Τις εισαγωγές μόνοι μας. Και όχι μόνο για την Ελλάδα, αλλά για ολόκληρη την Ευρώπη. Εφόσον κάποια φθηνά προϊόντα του Τρίτου Κόσμου εισαχθούν στην ελληνική αγορά, εισάγονται αυτομάτως στην ευρωπαϊκή. Οι Ελληνες ξέρουν από εμπόριο και ιστορικά έχουν κάποια παράδοση στο ζήτημα. Ας το ξανακάνουν λοιπόν, διότι άλλη λύση δεν έχουν. Επίσης διαθέτουν το καλύτερο σκηνικό στην Ευρώπη – θάλασσα, βουνό, ήλιο, ιστορία, καλό κλίμα – και πρέπει να μάθουν και από τουρισμό. Διότι δεν ξέρουμε από τουρισμό, όσο και αν πιστεύουμε πως ξέρουμε. Επίσης διαθέτουμε καλό αγροτικό προϊόν, αν του φερθούμε καλά και δεν το αφήνουμε να σαπίζει. Αν κοπούν οι επιδοτήσεις, θα μάθουμε να το πουλάμε και στο εξωτερικό. Ας αναπτύξουμε και μερικές υπηρεσίες, και τελειώσαμε. Αυτή είναι η θέση μας στον διεθνή οικονομικό καταμερισμό και αυτή τη θέση μπορούμε και πρέπει να την εξαντλήσουμε ώσπου να γίνουμε πρώτοι στους τομείς αυτούς. Με τον προστατευτισμό δεν πρόκειται να πετύχουμε τίποτε, μάταια λοιπόν αναζητούμε διεξόδους σε αυτή την κατεύθυνση. Τι πρέπει τώρα να κάνει η κυβέρνηση; Να προσδιορίσει τους τομείς όπου έχουμε ένα συγκριτικό πλεονέκτημα και να σπρώξει προς τα εκεί τη δραστηριότητα. Και να τη σπρώξει με κίνητρα, όχι με φραστικές παραινέσεις. Για να γίνει αυτό θα πρέπει να εκπονηθεί μια σοβαρή μελέτη του συγκριτικού πλεονεκτήματος της χώρας από το υπουργείο Εθνικής Οικονομίας, το υπουργείο Ανάπτυξης και ενδεχομένως το Πανεπιστήμιο, και τα αποτελέσματά της να ανακοινωθούν επισήμως και να μετουσιωθούν σε συγκεκριμένη στρατηγική και οικονομική πολιτική. Το να τρέχουν οι υπουργοί να καλύπτουν τις ανάγκες του ενός ή του άλλου προβληματικού κλάδου ούτε λύνει ούτε καν αντιμετωπίζει προσωρινά το πρόβλημα που έρχεται και το οποίο θα εμφανιστεί σε όλο του το μεγαλείο με ανεργία και φτώχεια.