Αναγκαία προϋπόθεση η ταχύτερη οικονομική ανάπτυξη και σταθερότητα των τιμών με την ολοκλήρωση της δημοσιονομικής εξυγίανσης
Οι έντονες αντιδράσεις προς τις προτάσεις για τη μεταρρύθμιση του ασφαλιστικού συστήματος συνέβαλαν στη γνωστή υπαναχώρηση της κυβέρνησης, αλλά η συνέχιση της εκκρεμότητας στην κοινωνική ασφάλιση θα έχει σοβαρές συνέπειες στη δημοσιονομική εξυγίανση της χώρας μας. Αν όμως ληφθεί υπόψη ότι στόχος της εθνικής οικονομικής πολιτικής είναι η πραγματική σύγκλιση της ελληνικής οικονομίας προς την ευρωπαϊκή σε ένα εύλογο χρονικό διάστημα (δεκαετία), η ολοκλήρωση της δημοσιονομικής αυτής εξυγίανσης αποτελεί αναγκαία προϋπόθεση για την επίτευξή του. Και εδώ ακριβώς εντοπίζονται οι δυσχέρειες στην πορεία προς την πραγματική σύγκλιση, τις οποίες εύστοχα επεσήμανε στην ετήσια έκθεσή του ο διοικητής της Τράπεζας της Ελλάδος κ. Λουκάς Παπαδήμος, αλλά μάλλον δεν προσέχθηκαν όσο έπρεπε.
Η πορεία λοιπόν προς την πραγματική σύγκλιση περνά από πολλές συμπληγάδες. Πρέπει πρώτα να εξασφαλισθεί ένας σταθερά υψηλός ρυθμός ανάπτυξης και, φυσικά, να μειωθεί η ανεργία. Αυτό όμως προϋποθέτει σταθερότητα των τιμών και ολοκλήρωση της δημοσιονομικής εξυγίανσης, διότι μόνο έτσι διασφαλίζεται αύξηση των πραγματικών εισοδημάτων. Η διασφάλιση όμως συνεχούς αύξησης των πραγματικών εισοδημάτων προϋποθέτει συνεχή αύξηση της παραγωγικότητας και ανταγωνιστικότητας και ολοκλήρωση της διαδικασίας δημοσιονομικής εξυγίανσης ή, καλύτερα, δραστικής μείωσης του χρέους.
Ετσι επαγωγικά φθάσαμε στη ρίζα του προβλήματος και στο τεράστιο εμπόδιο προς την πραγματική σύγκλιση. Διότι το υψηλό δημόσιο χρέος ως ποσοστό του ΑΕΠ και η χαμηλή παραγωγικότητα δυσχεραίνουν πράγματι την πορεία αυτή. Σύμφωνα με στοιχεία της έκθεσης του διοικητή της Τράπεζας της Ελλάδος, η ελληνική παραγωγικότητα, μετρούμενη με βάση το ΑΕΠ ανά ώρα εργασίας, αντιπροσωπεύει το 62% του μέσου όρου της Ευρώπης και το δημόσιο χρέος ως ποσοστό του ΑΕΠ υπερβαίνει το 100%. Επίσης, σύμφωνα με στοιχεία της ίδιας έκθεσης, το κατά κεφαλήν ΑΕΠ της Ελλάδας το 2000 αντιστοιχούσε στα δύο τρίτα του μέσου όρου της Ευρωπαϊκής Ενωσης, ενώ το ποσοστό ανεργίας στην Ελλάδα υπερέβαινε σχεδόν κατά τρεις εκατοστιαίες μονάδες εκείνο της Ευρωπαϊκής Ενωσης. Το πόσο απόμακρο φαίνεται να είναι το χρονικό σημείο πραγματικής σύγκλισης προκύπτει από την εκτίμηση ότι με ετήσια σταθερά αύξηση του ΑΕΠ της Ελλάδας κατά 5% και της Ευρωπαϊκής Ενωσης κατά 3%, το κατά κεφαλήν ΑΕΠ της Ελλάδας θα συγκλίνει με το αντίστοιχο της Ευρωπαϊκής Ενωσης περίπου σε μια… εικοσαετία. Εννοείται ότι αν δεν επιτευχθεί κάθε χρόνο ο υψηλός αυτός ρυθμός ανάπτυξης, η προοπτική πραγματικής σύγκλισης εντοπίζεται περίπου στα μέσα του νέου αυτού αιώνα! Για τη σύντμηση του χρόνου σύγκλισης πρέπει να προωθηθούν ταχύτατα οι διαρθρωτικές μεταρρυθμίσεις, να αυξηθεί η παραγωγικότητα να προσελκυσθούν ξένες επενδύσεις και, φυσικά, να μειωθεί δραστικά το σε ιλιγγιώδη επίπεδα δημόσιο χρέος και να αντιμετωπιστεί το ασφαλιστικό πρόβλημα. Η ΕΡΩΤΗΣΗ ΤΗΣ ΚΥΡΙΑΚΗΣ Θα έρθουν να «μοιράσουν» λεφτά οι ξένοι επενδυτές; Οι πραγματικές επιπτώσεις της αναβάθμισης της ελληνικής χρηματιστηριακής αγοράς και της εισροής ξένων κεφαλαίων στην οδό Σοφοκλέους
Τις τελευταίες ημέρες η ελληνική χρηματιστηριακή αγορά «ζει» στον αστερισμό της αναβάθμισής της και οι «εγκλωβισμένοι», κυρίως έλληνες, επενδυτές ακούνε μόνο σχεδόν ότι θα έχει «αγαθά» αποτελέσματα στην οδό Σοφοκλέους και ότι «ήγγικεν η ώρα» για τη σωτηρία των αποταμιεύσεών τους. Το ερώτημα όμως είναι: Θα έρθουν να μοιράσουν τα λεφτά τους στους Ελληνες οι ξένοι επενδυτές;
Μάλλον ο φτωχός καρβέλια ονειρεύεται ή, ευστοχότερα, φοβού τους ξένους επενδυτές και χρήματα φέροντας, για πολλούς λόγους. Κατ’ αρχάς είναι αντιφατικές οι εκτιμήσεις των ίδιων ξένων οίκων για τα ποσά των κεφαλαίων που θα εισρεύσουν στη Σοφοκλέους μετά την αναβάθμισή της. Αλλωστε διαφορετικές είναι και οι διαχρονικές εκτιμήσεις του κάθε διεθνούς οίκου για την εισροή των κεφαλαίων αυτών στη χώρα μας. Υστερα οι εκτιμήσεις αυτές γίνονται, ανάλογα με τον συντελεστή βαρύτητας, για τις τοποθετήσεις στις 24 μόνο μετοχές που απαρτίζουν τον νέο δείκτη, ενώ στο ελληνικό χρηματιστήριο αποτελούν αντικείμενο διαπραγμάτευσης μετοχές δεκάδων άλλων εταιρειών. Ακόμη η αναβάθμιση σημαίνει ένταξη του ελληνικού χρηματιστηρίου στις διεθνοποιημένες αγορές κεφαλαίου, όπου υπάρχουν δεινοί «παίκτες», οι οποίοι χαρακτηρίζονται για τις βραχυπρόθεσμες (κερδοσκοπικές) επενδυτικές υπερβολές και προεξοφλούν τα οφέλη με διάφορους υπολογισμούς, αιτίες και αφορμές (ύφεση, κρίσεις κτλ.). Δηλαδή πάντοτε σχεδόν έρχονται για να κερδίσουν, έστω και με ένα ποσοστό 10%. Το μέγιστο πάθημα του 1999 πρέπει να αποτελεί μέγιστο μάθημα για τους έλληνες επενδυτές, οι οποίοι δεν πρέπει να ξεχνούν ότι το 2000 συνετρίβησαν και όλες οι ανεπτυγμένες αγορές, με απώλειες που κυμαίνονται μεταξύ 10% και 26%. Οι γυρολόγοι της παγκοσμιοποίησης των αγορών κεφαλαίων ξέρουν πολύ καλά το «άθλημα» αυτό. Γι’ αυτό χρειάζεται προσοχή. ΟΜΟΛΟΓΙΑΚΑ ΔΑΝΕΙΑ Ευνοϊκή η σημερινή οικονομική συγκυρία Η άντληση κεφαλαίων από τις επιχειρήσεις είναι ίσως συμφορότερη από την αύξηση κεφαλαίων
Η απόφαση του διοικητικού συμβουλίου του ΟΤΕ να καλύψει τις χρηματοοικονομικές ανάγκες του με την έκδοση ομολογιακών δανείων ανέσυρε από τη λήθη έναν χρησιμότατο θεσμό, που ενισχύθηκε σημαντικά κυρίως με το ΝΔ 3745/1957, αλλά αχρηστεύθηκε στη συνέχεια και κυρίως μετά το 1973 από τα υψηλά ονομαστικά τραπεζικά επιτόκια τα οποία επέβαλε ο υψηλός πληθωρισμός. Υπενθυμίζεται ότι για την κάλυψη του δημοσιονομικού ελλείμματος μετά το 1973 εκδόθηκε μόνο ένα ομολογιακό δάνειο το 1977, δηλαδή εκείνο της ΔΕΗ, ποσού 3 δισ. δρχ., ενώ μετά το 1990 γίνεται το αντίθετο, δηλαδή εκδίδονται τα περιβόητα «ομόλογα οικονομικής εξυγίανσης» με τα οποία αναλήφθηκαν και αναλαμβάνονται κάθε σχεδόν χρόνο χρέη ασφαλιστικών ταμείων, συγκοινωνιακών φορέων, συνεταιριστικών οργανώσεων και του ΟΑΕ ποσού πολλών τρισ. δρχ., με το οποίο επιβαρύνεται συνεχώς το δημόσιο χρέος.
Τα κυριότερα πλεονεκτήματα για τον επενδυτή είναι τα εξής:
α. Παρέχεται μεγάλος βαθμός ασφαλείας τόσο για το τρέχον εισόδημα (τόκος) όσο και για το επενδυμένο κεφάλαιο.
β. Παρέχεται εισόδημα που γενικώς είναι μεγαλύτερο από εκείνο από μετοχέςκαι εξασφαλισμένο ως προς το ύψος και τον χρόνο πληρωμής.
Υπάρχουν όμως και μειονεκτήματα από τα οποία τα κυριότερα είναι τα εξής:
α. Υπάρχουν μικρές πιθανότητες να πραγματοποιηθούν κεφαλαιακά κέρδη από την αγοραπωλησία ομολογιών στην αγορά, εκτός αν η απόκτησή τους έγινε σε τιμή μικρότερη της ονομαστικής (υπό το άρτιο).
β. Η σταθερότητα του κεφαλαίου και του λαμβανόμενου εισοδήματος είναι εκτεθειμένη στις πληθωριστικές πιέσεις και στη μείωση της αγοραστικής δύναμης. ΠΡΟΫΠΟΛΟΓΙΣΜΟΣ Η μείωση του ΑΕΠ βελτιώνει το πλεόνασμα Οι αποκλίσεις από τους στόχους κάνουν επισφαλείς τις προβλέψεις για τα βασικά δημοσιονομικά μεγέθη
Η διαβεβαίωση του υπουργού Εθνικής Οικονομίας κ. Ι. Παπαντωνίου προς τον πρωθυπουργό κ. Κ. Σημίτη ότι οι εξελίξεις στα δημόσια έσοδα και στις δαπάνες κατά το πρώτο τρίμηνο στηρίζουν τις προβλέψεις του προϋπολογισμού του 2001, και ιδιαίτερα εκείνη που αφορά το πλεόνασμα, είναι ευχάριστη για τη δημοσιονομική εξυγίανση. Ωστόσο οι αβεβαιότητες που κυκλώνουν ήδη την ελληνική οικονομία κάνουν πρόωρη και επισφαλή τη διαβεβαίωση αυτή. Και δεν αναφερόμαστε μόνο στις αποκλίσεις των προβλέψεων για τα έσοδα από χρηματιστηριακές συναλλαγές και από τον ρυθμό αύξησης του ΑΕΠ καθώς και στις δαπάνες εκατοντάδων δισεκατομμυρίων δραχμών που προέκυψαν μετά την κατάρτιση του προϋπολογισμού αλλά και στους ίδιους τους στόχους για τα ποσοστά αύξησης των εσόδων και δαπανών, που ίσως φαντάζουν εκτός πραγματικότητας, μετά τα μέτρα που έχουν ήδη θεσπιστεί για ενίσχυση των χαμηλών εισοδημάτων, των οικογενειών με τρία παιδιά, των αγροτών, της επιχειρηματικότητας, της απασχόλησης και των κινήτρων για εργασία και διάχυση της τεχνολογίας.
Αν όμως η επίτευξη μερικών ποσοτικών στόχων του προϋπολογισμού του 2001 είναι αμφίβολη, δεν ισχύει το ίδιο και για μερικούς βασικούς δημοσιονομικούς δείκτες (πλεόνασμα ως ποσοστό του ΑΕΠ), οι οποίοι ενδεχομένως να παρουσιάσουν βελτίωση ή να διαμορφωθούν στα επίπεδα που έχουν προβλεφθεί, μετά την πιθανή απόκλιση από τις προβλέψεις για το ΑΕΠ. Διότι οι δείκτες αυτοί θα υπολογιστούν με βάση μικρότερο ποσό ΑΕΠ. Ετσι ο στόχος για πλεόνασμα 220 δισ. δρχ. ή 0,5% του ΑΕΠ στηρίζεται στην πρόβλεψη ότι το ΑΕΠ σε απόλυτους αριθμούς θα διαμορφωθεί σε 44,2 τρισ. δρχ. Αν όμως το ΑΕΠ του 2001 διαμορφωθεί σε 43 τρισ. δρχ., τότε ο ίδιος δείκτης θα είναι μικρότερος.
Πόσο εργάζεται και πόσο αμείβεται από την εργασία του ο έλληνας μισθωτός; Πόσο πίσω είναι από τους υπόλοιπους Ευρωπαίους;
* Οι έλληνες εργατοϋπάλληλοι κατέχουν την πρώτη θέση στην Ευρωπαϊκή Ενωση με βάση τον συμβατικό και πραγματικό χρόνο εργασίας (42,3 ώρες εβδομαδιαίως), σύμφωνα με στοιχεία έρευνας του Ευρωπαϊκού Παρατηρητηρίου Εργασιακών Σχέσεων για το 2000.
* Αντίθετα, σύμφωνα με τα ίδια στοιχεία, η χώρα μας είναι τελευταία στον πίνακα με βάση τις ημέρες αδείας (23 ημέρες έναντι μέσου όρου 25,6 ημερών στην Ευρωπαϊκή Ενωση).
* Η παραγωγικότητα όμως στη χώρα μας είναι πολύ χαμηλή (14η θέση στην Ευρωπαϊκή Ενωση), όπως φυσικά και η ανταγωνιστικότητα (ας αναζητηθούν τα αίτια στην υποδομή και στα διαρθρωτικά προβλήματα).
* Ο μέσος ελληνικός μισθός αντιπροσωπεύει το 65% του ευρωπαϊκού.
* Οι πραγματικές αυξήσεις των μισθών των ελλήνων εργατοϋπαλλήλων ήταν οι μικρότερες στην Ευρωπαϊκή Ενωση κατά τις περιόδους 1981-1990 και 1991-2000 (0,1% και 0,2% αντίστοιχα).
* Το κατά κεφαλήν εισόδημα (σε ισοδύναμο αγοραστικής δύναμης) στην Ελλάδα αντιστοιχεί στο 66,8% του ευρωπαϊκού (Ευρωπαϊκή Ενωση = 100).
Πού βρίσκεται το κλειδί της ανάπτυξης και πόσο αυτή είναι εξασφαλισμένη για την Ελλάδα;
* Οι υψηλοί ρυθμοί ανάπτυξης είναι αναγκαίοι για την ταχύτερη σύγκλιση της πραγματικής οικονομίας και του ελληνικού βιοτικού επιπέδου προς το ευρωπαϊκό. Αλλωστε η ταχύρρυθμη και διατηρήσιμη ανάπτυξη αποτελεί και στόχο της εθνικής οικονομικής πολιτικής. Ωστόσο λίγο η ύφεση και λίγο οι ενδογείς και εξωγενείς αβεβαιότητες δεν δικαίωσαν την υπεραισιοδοξία για τις αναπτυξιακές δυνατότητες της ελληνικής οικονομίας. Ετσι προβλέπεται συρρίκνωση του ρυθμού ανάπτυξης του 2001 από τον αρχικό 5% σε 4%.
* Η σταθερότητα των τιμών αποτελεί βασική προϋπόθεση για την επίτευξη μονιμότερου υψηλού ρυθμού ανάπτυξης. Οι τελευταίες προβλέψεις για το 2001 όμως ανεβάζουν τον ελληνικό πληθωρισμό σε επίπεδα πάνω από το 3%, δηλαδή πολύ πάνω από τον στόχο του Ευρωσυστήματος (2%).
* Η δημοσιονομική εξυγίανση πρέπει να βασίζεται κυρίως στη συγκράτηση των δημοσίων δαπανών παρά στην αύξηση των φορολογικών εσόδων, και μάλιστα με την επιβολή νέων ή τη διεύρυνση παλαιών φόρων. Αυτό όμως δεν γίνεται. Γίνεται ωστόσο κάτι χειρότερο. Το 40% των ετησίως εισπραττομένων φόρων δαπανάται για τη συλλογή τους (έντυπα, υπολογιστές, σεμινάρια, μισθοδοσία προσωπικού, αμοιβές τρίτων, αγορά τεχνογνωσίας κτλ.). Η χώρα μας έχει ίσως το μεγαλύτερο κόστος είσπραξης φόρων.